Βασίλης Τσιτσάνης

Από στίχοι
Αναθεώρηση ως προς 00:00, 1 Ιανουαρίου 1970 από τον ntouzenis (συζήτηση) (→‎Σταδιοδρομία στην μουσική)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Βιογραφικά στοιχεία

Τρίκαλα, 18 Ιανουαρίου 1915 - Λονδίνο, 18 Ιανουαρίου 1984

Γιος του Κώστα Τσιτσάνη ή Τσατσάνη, ξακουστού τσαρουχά από το Μέτσοβο και της Βικτωρίας (Βίτως), από τα Ζαγόρια ήταν το 4ο από τα 6 παιδιά τους. Ο πατέρας του Βασίλη Τσιτσάνη ηταν απο τα Γιάννινα και λεγόταν Κώστας Τσατσάνης, γεννήθηκε στην Ηπειρο το 1864. Το 1866 κατατάσσεται στο στρατο και παίρνειμέρος στο Θεσσαλικό πόλεμο με ειδικότητα σανδαλοποιού. Επιστρέφει στα Γιάννινα και παντρεύεται τη 16χρονη Βικτωρία Λάζου. Μαζι πάνε στα Τρίκαλα όπου γνώριζε απο τη θητεία του και μετα απο ένα χρόνο διαμονής σε ένα μικρο χωριό, ανοίγει τσαρουχάδικο δίπλα στο ποτάμι και κοντα στις φυλακές των Τρικάλων ενω αργότερα , το 1900, φτιάχνει το σπίτι τους στην οδο Λαρίσης. Το σπίτι αυτο κατεδαφίστηκε το 1991 αφου οι συζητήσεις να γίνει μουσείο δεν καρποφόρησαν με τον εκει Δήμο ! Ο μεγαλύτερος αδερφός του Χρήστος (Κίτσος) έπαιζε επίσης μπουζούκι και διατηρούσε για πολλά χρόνια το καφενείο "Τσιτσάνης" στα Τρίκαλα. Ενώ ήταν αγαπημένοι, δεν μάθαμε ποτέ κατά πόσο τον επηρρέασε ή δίδαξε σαν μεγαλύτερος αδερφός, ενώ υπόνοιες άφησαν πολλοί για αγνώστου αριθμού τραγούδια ότι είναι του Χρήστου. Από το 1937 έως το 1940 υπηρέτησε τη θητεία του στη Θεσσαλονίκη, όπου και γνώρισε και παντρεύτηκε τη Ζωή Σαμαρά το 1938. Μαζί έκαναν δύο παιδιά την Βικτωρία και τον Κώστα.

Σταδιοδρομία στην μουσική

Αρχείο:Βασίλης Τσιτσάνης.jpg

Ο πατέρας του είχε μία μαντόλα και έπαιζε μετά τη δουλειά κλέφτικα τραγούδια. Το σπίι τους ήταν στην εξοχή στους μπαξέδες και κοντα ήταν η στρατώνα. Οι πρώτες εικόνες που εντυπωσιάζουν το μικρο Βασίλη είναι οι παρέες με τους φαντάρους και τους πρόσφυγες εκει κοντα στους μπαξέδες να πίνουν, να καπνίζουν, να παίζουν ένα όργανο που έμοιαζε με μαντόλα, να τραγουδούν και πολλες φορες να χορεύουν ! Το 1922-23 ο πατέρας του πηγαίνει τη μαντόλα σε κάποιον οργανοποιό Καρύδα στα Πετράλωνα και αλλάζει το χέρι το έκανε πιο μακρυ και έτσι έμοιαζε με το μπουζούκι που είχε δει ! Η μετατροπή των ταμπουράδων σε μπουζούκια φαίνεται ότι ήταν "επιβεβλημένη" εκείνα ακριβώς τα χρόνιλόγω της διάδοσης του μπουζουκιού σαν όργανο και του ρεπερτορίου του με μάγκικα και άλλα. Απο τις πληροφορίες που έχουμε και ο Στέφανος Μιλάνος έβαλε τάστα στον παλιό ταμπουρά του πατέρα του το 1925. Ο Τσιτσάνης ωστόσο ξεκινάει να μαθαίνει βιολί με τον Ιταλό μαέστρο Γκιόσα, που βρίσκεται τα καλοκαίρια στα Τρίκαλα με το τρίο "Μπαρόνι". Το 1927, ο πατέρας του πεθαίνει. Τότε ξεκινάει να παίζει μπουζούκι και από 14 χρόνων να γράφει τα πρώτα του τραγούδια. Δεν ξέρουμε αν ο μεγαλύτερος αδερφός του Κίτσος (Χρήστος) είχε μάθει ήδη μπουζούκι και έδειξε στο Βασίλη. Ο Τσιτσάνης πάει στο γυμνάσιο και αποτελεί το βασικό μέλος της παρέας που διασκεδάζει με το μπουζούκι του. Βάζοντας στοιχεία από τα εφηβικά του βιώματα ο Τσιτσάνης στα τραγούδια του συνθέτει και στιχουργεί ακατάπαυστα. Η "Παραγουάη"(Σε φίνο ακρογιάλι) είναι από τα πρώτα του τραγούδια, "Ματσαράγκα(Στου Αλευρά τη μάντρα)" αναφέρεται σε πραγματικό γεγονός στα Τρίκαλα, η "Καλαμπακιώτισσα" είναι συγκεκριμένη συμμαθήτρια του με την οποία είναι τσιμπημένος κλπ. Τελειώνοντας το 6τάξιο γυμνάσιο οι γονείς του με τις γνωριμίες τους, του έχουν έτοιμη δουλειά στην τράπεζα στα Τρίκαλα, δεν θέλουν να ακούσουν για μπουζούκι ! Λίγο δίστασε ο Τσιτσάνης, αλλά η απόφαση του ήταν να αφοσιωθεί στη μουσική ! Η δεινότητα του στο μπουζούκι τον φέρνει να συνεργάζεται το 1934 με τον δημοτικό τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο που περιοδεύει στα πανηγύρια της περιοχής. Ο Περδικόπουλος τον παίρνει μαζί του σε πανηγύρια και λαϊκά κέντρα της Φθιώτιδας και Βοιωτίας όπου ο Τσιτσάνης παίρνει το βάπτισμα του πυρός. Το κάνει σαν εμπειρία, αλλά δεν τον τραβάει ο χώρος των πανηγυριών. Με πρόφαση να σπουδάσει στην Αθήνα πείθει τους γονείς του και στα τέλη του 1935 κατεβαίνει για να σπουδάσει (τάχα μου) στη Νομική Αθηνών. Μαζί στα πρώτα βήματα του στην Αθήνα ο Περδικόπουλος που ωστόσο ήταν αναγνωρισμένος τραγουδιστής με δισκογραφία. Παίζουν σε μικρά ταβερνάκια οι δυο τους όπως τα "Μπιζέλια" στον Κολωνό, το μπαρ "Κουκλάκι" στην 3η Σεπτεμβρίου και Ιουλιανού και στον "Πλάτανο", ένα ταβερνάκι κοντά στο σταθμό Λαρίσης που συχνάζουν φοιτητές. Από διηγήσεις μαθαίνουμε ότι με τον Περδικόπουλο παρακολουθούν από τη μάντρα το πρόγραμμα του "Δάσους" στο Βοτανικό γύρω στα 1936-37, ενώ παίζουν οι Μάρκος, Κηρομύτης, Χατζηχρήστος και άλλοι. Εν τω μεταξύ ο Περδικόπουλος καταφέρνει να γράψει ο Τ. τα δύο πρώτα του τραγούδια μέσα στο 1936, με την τραγουδίστρια Ελβίρα Κάκκη. Είναι τα "Μαντήλι χρυσοκεντημένο" καλαματιανό και το "Πικρός θα 'ναι ο πόνος μου" ζεϊμπέκικο. Λανθασμένα η Κάκκη θεωρήθηκε παλιότερα ότι είναι η Ελβίρα ντε Ιντάλγκο τραγουδίστρια της όπερας που τραγούδησε το '33 μία από τις 5 εκτελέσεις του Μπάρμπα-Γιάννη Κανατά. Στις αρχες του 1937 ηχογραφεί το τραγούδι με το οποίο έκανε επιτυχία το "Σ' έναν τεκέ σκαρώσανε" με την τραγουδίστρια δημοτικών Γεωργία Μηττάκη, σε μία από τις ελάχιστες της ηχογραφήσεις με ρεμπέτικα, ενώ στην άλλη πλευρά ήταν μια άλλη διαχρονική επιτυχία το "Σιγά καλέ μου την άμαξα" του Περδικόπουλου. Αγαθή τύχη ίσως μαζί με πολύ ταλέντο και η εταιρεία του εμπιστεύεται να ηχογραφήσει το επόμενο τραγούδι "Να γιατί περνώ" με την Πειραιώτισα ρεμπέτισσα Σοφία Καρίβαλη, ενώ στην άλλη πλευρά του δίσκου μπαίνει "Ο πολυτεχνίτης" του Μάρκου, καθόλου τυχαία επιλογή !! Λέγεται μάλιστα ότι ο Τσιτσάνης έπαιξε με το μπουζούκι του Μάρκου.



Δισκογραφία

Προπολεμικά Τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη

Μεταπολεμικά Τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη

Πηγές

  • Βασίλης Τσιτσάνης Άπαντα, Επιμέλεια Θεόφιλος Αναστασίου, Έκδοση του Περιοδικού Λαϊκό Τραγούδι, 2004.
  • Βασίλης Τσιτσάνης - 1946, Μ.Αθανασάκη, Έκδοση του Περιοδικού Λαϊκό Τραγούδι, 2006.
  • Βασίλης Τσιτσάνης, Η ζωή μου και το έργο μου, Κώστα Χατζηδουλή, Εκδόσεις Νεφέλη, 1979


Πρότυπο:Επέκταση