Το φανταράκι

Από στίχοι
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Το φανταράκι απόψε πάλι, έχει μεράκι και τα ‘χει πιει,

[γιατί έχει μέρες, να πάρει γράμμα, απ’ το κορίτσι του και ανησυχεί.]]


Θέλει να πάει στον λοχαγό του και συλλογιέται τι να του πει,

[αν του γυρέψει και καμιά χάρη, φοβάται μη τυχόν και του αρνηθεί.]]


Ο λοχαγός του είναι λεβέντης, έχει και ‘κείνος χρυσή καρδιά,

[τον εγνωρίζει απ’ την Αθήνα, που κατοικούσανε σε μια γειτονιά.]]


Γι’ αυτό σαν πήγε, του λέει με γέλιο, καταλαβαίνω τι θες να πεις,

[μια κι είσαι εντάξει, βρε φανταράκι,

πάρε μια άδεια κι άντε να τη βρεις.]]