Το πιτσιρίκι
Ένα πιτσιρίκι, πλάσμα πονηρό,
τό' βαλα στο μάτι τώρα από καιρό.
Την εστήνω μόνος, βράδυ στη γωνιά [3.]
όμως μου ξεφεύγει πάντα μ' απονιά. [4.4.3]
Δόκανα της στήνω κι όλο μηχανές,
μα αυτή μου λέει: "Όξω, κουνενέ!"
Ξέρει σαν το χέλι και μου ξεγλιστρά, [3.]
κάποιος της διδάσκει κόλπα πονηρά. [4.4.3]
Ένα πιτσιρίκι, κάλτσα σατανά,
μ' έχει τσιτσιρίσει και με τυραννά,
αχ, που θα μου πάει, κάπου θα μπλεχτεί, [3.]
θά' ρθει μες στο δίχτυ και θα τυλιχτεί. [4.4.3]