Παλιά Στρατώνα (Κυριακός)

Από στίχοι
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Σαν σε πήγαιναν πλημμέλημα, ρε Βάγγο,

η παρηγοριά μου ήσουνα εσύ,

μ’ έτρεφαν με δίχως να πληρώνω φράγκο,

αχ, αμάν, Παλιά Στρατώνα μου, χρυσή.


Πως θα τη γρεμίσ’ ο Δήμαρχος μας λένε,

το ‘παν και σε μένα κι ένιωσα σεισμό.

Του Ψυρρή κι η Πλάκα με καημό με κλαίνε

και της λένε το στερνό χαιρετισμό.


Χαίρε, Παλιά Στρατώνα μου, που πάντα είσαι ωραία,

χαίρε, που θέλουνε να σε γκρεμίσουνε, γιατί δεν είσαι λέει, ακμαία,

χαίρε, που θέλουνε να σε γκρεμίσουνε,

γιατί δεν περνάει, λέει, η μπογιά σου,

χαίρε, που εφιλοξένησες ως και παπάδες στα κελιά σου.


R: Στρατώνα μου παλιά, της παλικαριάς κολόνα,

είσαι τρανή εσύ, της λεβεντιάς κορόνα,

χαίρε, Παλιά Στρατώνα, που μέσα στους αιώνας μας,

μετά τον Παρθενώνα, είσαι ο Κολοφώνας μας.


Για θυμήσου, μωρέ Βάγγο, τι γινόταν,

μες σ’ αυτά, τα τελευταία χρόνια σου.

λ’ η κρέμα της Αθήνας μαζευόταν,

αχ, αμάν, στ’ αρχοντικά σαλόνια σου.


Πόσοι επίσημοι δεν πήρανε αέρα,

μέσα από το κάθε παραθύρι σου.

Μ’ αν σε χάσουνε, θα κλαίνε νύχτα-μέρα

κι ο λαός θα λέει για το χατίρι σου.


Χαίρε, Παλιά Στρατώνα μου, που από ‘σένα γλιτώσανε μερικοί,

χαίρε, που στρίψανε με ζούλα και φύγανε στην Αμερική,

χαίρε, που το δολάριο τους έχει φάει όλων το μάτι,

χαίρε, που γι’ αυτό έχουνε μείνει όλοι αμανάτι.

R