Η μαυροφόρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πάνω σε μνήμα φτωχικό
μια μαυροφόρα κλαίει μόνη
[κλαίει, θρηνεί σπαρακτικά
και τα μαλλιά της ξεριζώνει.] x2
Δεν είναι μάνα στοργική
που 'ρθε να κλάψει κάποιο γιο της
[είναι γυναίκα π' αγαπά
κι ο χάρος πήρε τον καλό της.] x2
Χάρε το θάνατο ζητώ
δεν τον αντέχω τον καημό μου
[θέλω στο μνήμα το βαθύ
ν' αγκαλιαστώ με τον καλό μου.] x2