Ο Μάρκος (Καπλάνη)

Από στίχοι
Αναθεώρηση ως προς 11:01, 17 Δεκεμβρίου 2019 από τον Fakk (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα: Με το μαύρο το σακάκι και το φίνο μπουζουκάκι αριβάρισε κι ο Μάρκος μέσ’ στον Άδη μια βραδιά, κ...)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.

Με το μαύρο το σακάκι και το φίνο μπουζουκάκι

αριβάρισε κι ο Μάρκος μέσ’ στον Άδη μια βραδιά,

κάθισε να ξαποστάσει κι ύστερα για να ξεσκάσει,

παρακάλεσε του Χάρου τη γυναίκα ταπεινά.


R: Αχ, βρε μαύρη Περσεφόνη, το σκοτάδι που σε ζώνει,

άσε λίγο να ταράξω και το κέφι σου ν’ αλλάξω,

ζωγραφιές από τη Σύρα

και τραγούδια του Περαία να σου ειπώ.


Τ’ άκουσαν οι πεθαμένοι και δακρύζαν οι καημένοι,

φλογωμένοι απ’ το σκοτάδι κι απ’ την τόση λησμονιά

και ο Μάρκος τους κοιτούσε κι όμορφα χαμογελούσε,

καθώς χάιδευε τα τέλια και ξυπνούσε την πενιά.

R