Ο Μάρκος (Καπλάνη)

Από στίχοι
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Με το μαύρο το σακάκι και το φίνο μπουζουκάκι

αριβάρισε κι ο Μάρκος μέσ’ στον Άδη μια βραδιά,

κάθισε να ξαποστάσει κι ύστερα για να ξεσκάσει,

παρακάλεσε του Χάρου τη γυναίκα ταπεινά.


R: Αχ, βρε μαύρη Περσεφόνη, το σκοτάδι που σε ζώνει,

άσε λίγο να ταράξω και το κέφι σου ν’ αλλάξω,

ζωγραφιές από τη Σύρα

και τραγούδια του Περαία να σου ειπώ.


Τ’ άκουσαν οι πεθαμένοι και δακρύζαν οι καημένοι,

φλογωμένοι απ’ το σκοτάδι κι απ’ την τόση λησμονιά

και ο Μάρκος τους κοιτούσε κι όμορφα χαμογελούσε,

καθώς χάιδευε τα τέλια και ξυπνούσε την πενιά.

R