Βασίλης Τσιτσάνης

Από στίχοι
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Βιογραφικά στοιχεία

Τρίκαλα, 18 Ιανουαρίου 1915 - Λονδίνο, 18 Ιανουαρίου 1984

Γιος του Κώστα Τσατσάνη ή Τσιτσάνη, ξακουστού τσαρουχά από το Μέτσοβο και της Βικτωρίας (Βίτως) Λάζου, από τα Ζαγόρια ήταν το 8ο απο τα 14 παιδιά αλλα το 5ο από τα 6 παιδιά τους εν ζωη. Ο πατέρας του Βασίλη λεγόταν Κώστας Τσατσάνης και γεννήθηκε το 1864. Το 1886 ο κατατάσσεται στο στρατο και παίρνει μέρος στο Θεσσαλικό πόλεμο με ειδικότητα σανδαλοποιού. Επιστρέφει στα Γιάννινα και παντρεύεται τη 16χρονη Βικτωρία, μια πανέμορφη κοπέλλα. Μαζι πάνε στα Τρίκαλα όπου γνώριζε απο τη θητεία του και μετα απο ένα χρόνο διαμονής σε ένα μικρο χωριό, ανοίγει τσαρουχάδικο δίπλα στο ποτάμι και κοντα στις φυλακές των Τρικάλων ενω αργότερα , το 1900, φτιάχνει το σπίτι τους στην οδο Λαρίσης. Το σπίτι αυτο κατεδαφίστηκε το 1991 αφου οι συζητήσεις να γίνει μουσείο δεν καρποφόρησαν με τον εκει Δήμο ! Τα αδέλφια του Τσιτσάνη ήταν η Αλεξάνδρα, ο Νίκος, ο Χρήστος και η Χόρη (Τερψιχόρη). Ο πιο μεγάλος ο Βασίλης πέθανε 15 χρόνων το 1916 και έτσι δώσαν το όνομα σε αυτον. Ο Χρήστος (Κίτσος) έπαιζε επίσης μπουζούκι και διατηρούσε για πολλά χρόνια το καφενείο "Τσιτσάνης" στα Τρίκαλα. Ενώ ήταν αγαπημένοι, δεν μάθαμε ποτέ κατά πόσο τον επηρρέασε ή δίδαξε σαν μεγαλύτερος αδερφός, ενώ υπόνοιες άφησαν πολλοί για αγνώστου αριθμού τραγούδια ότι είναι του Χρήστου. Από το 1937 έως το 1940 υπηρέτησε τη θητεία του στη Θεσσαλονίκη, όπου και γνώρισε και παντρεύτηκε τη Ζωή Σαμαρά το 1938. Μαζί έκαναν δύο παιδιά την Βικτωρία και τον Κώστα.

1915-1935 Το ξεκίνημα στα Τρίκαλα

Αρχείο:Βασίλης Τσιτσάνης.jpg

Ο πατέρας του είχε μία μαντόλα και έπαιζε μετά τη δουλειά κλέφτικα τραγούδια. Το σπίτι τους ήταν στην εξοχή, στους μπαξέδες και κοντα ήταν η στρατώνα με το θρυλικό 5ο Σύνταγμα, που έστελναν όλους τους χασικλήδες, κατάδικους και σκληρους του υποκόσμου. Ακόμα εκει κοντα είναι η μάντρα με την ταβέρνα του Αλευρά με πελάτες απο μανάβηδες και χασάπηδες της αγοράς μέχρι κάθε στοιχείο του περιθωρίου, ενω πιο κει είναι τα σπίτια με τις κοινες γυναίκες. Οι πρώτες εικόνες που εντυπωσιάζουν το μικρο Βασίλη είναι οι παρέες με τους φαντάρους και τους πρόσφυγες εκει κοντα στο σπιτι τους, στους μπαξέδες, να πίνουν, να καπνίζουν, να τραγουδούν, να παίζουν ένα όργανο που έμοιαζε με μαντόλα και πολλες φορες να χορεύουν ! Τα τραγούδια που ακούγονταν απο τη στρατώνα και απο την ταβέρνα του Αλευρά και αυτα που έπαιζε με τη μαντόλα ο πατέρας του, είναι τα πρώτα μουσικά ακούσματα του μικρου Βασιλάκη !! Το 1922-23 καποιος οργανοποιός Καρύδας απο τα Πετράλωνα βρίσκεται στην περιοχή και ο πατέρας του πηγαίνει τη μαντόλα και αλλάζει το μάνικο και το έκανε πιο μακρυ και έτσι έμοιαζε με το μπουζούκι που είχε δει ! Η μετατροπή μαντολίνων αλλα και ταμπουράδων σε μπουζούκια εκείνη ακριβώς την εποχή φαίνεται ότι ήταν "επιβεβλημένη", λόγω της διάδοσης του μπουζουκιού και του ρεπερτορίου του με μάγκικα και άλλα. Ο Στέφανος Μιλάνος έβαλε κι αυτος τάστα στον παλιό ταμπουρά του πατέρα του το 1925. Αμέσως μόλις άλλαξε τη μαντόλα σε μπουζούκι, άλλαξε και το ρεπερτόριο ο πατέρας του και έπαιζε τραγούδια όπως αυτα που άκουγε στις διασκεδάσεις των προσφύγων και των στρατιωτών αλλα και κανταδόρικα. Στο δημοτικό ακόμα πρέπει ναταν ο Τσ. όταν ο πατέρας του βλέποντας την κλίση του στη μουσική τον πηγαίνει στον αρχιμουσικό της Φιλαρμονικής και αυτος του προτείνει να τον πάει στο Ωδείο. Εκει θα πάρει τα πρώτα μαθήματα στο βιολί απο τον Στέλιο Περιστέρη, αδερφό του Σπύρου. Το 1925 γίνεται εξέγερση των αγροτών και εργατών στα Τρίκαλα και στα αιματηρά επεισόδια με τους χωροφύλακες συμμετέχει και ο πατέρας του, ο οποίος τραυματίζεται και έτσι σιγα σιγα αποσύρεται απο το τσαγκάρικο. Με αφορμή αυτο, ο Τσ. λέει στο βιογράφο του ότι : "το σπίτι έπαψε να γεμίζει με τα τραγούδια του πατέρα μου ...", πράγμα που δείχνει οτι ο πατέρας του δεν γρατσούναγε απλως το μπουζούκι αλλα ήταν ένας ερασιτέχνης καλος μουσικός !! Το 1927 ο πατέρας του πεθαίνει, κάτι που στοιχίζει πολυ στην αγαπημένη τους οικογένεια !

Στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου (1927-28) ήρθε στα Τρίκαλα ο Ιταλός μαέστρος Ραφαέλ Γιόσσα με το τρίο "Μπαρόνι" και ο Βασιλάκης παίρνει μαθήματα βιολιού. Κάποιος εισαγγελέας που νοικιάζει στο σπίτι τους, εντυπωσιάζεται απο την ωριμότητα του μικρου Βασίλη και του δίνει το παρατσούκλι "Μεσσίας". Λέγεται ότι ο πατέρας του όσο ζούσε δεν άφηνε να παίζει κανεις με το μπουζούκι του. Ο Βασίλης πιάνει το μπουζούκι ένα χρόνο μετα το θάνατο του πατέρα του, δλδ το 1928 και παίζωντας διαρκώς γίνεται όλο και καλύτερος και από 14 χρόνων πια γράφει τα πρώτα του τραγούδια. Δεν ξέρουμε αν ο μεγαλύτερος αδερφός του Κίτσος (Χρήστος) είχε ήδη μάθει μπουζούκι και έδειξε στο Βασίλη. Σε μία απο τις λιγοστες του αναφορές ο "Τσίλας" λέει ότι παραβγαίναν με τον αδερφό του, ποιος θα παίξει την πιο γλυκιά πεννιά !! Ο Τσιτσάνης πάει στο γυμνάσιο και αποτελεί το βασικό μέλος της παρέας που διασκεδάζει με το μπουζούκι του. Η χήρα μητέρα του ωστόσο για να τα βγάλει πέρα, αναλαμβάνει να πλένει τα ρούχα του στρατοπέδου αλλα αυτο οδηγεί στον εξευτελισμό του απο κάποια κακόβουλα πλουσιόπαιδα. Ο Νίκος και ο Χρήστος αναλαμβάνουν να τον σώσουν απο τον πετροπόλεμο. Φτωχος σε μία κοινωνία με όλες τις διαβαθμίσεις, σε μια αρκετά αναπτυγμένη πόλη όπως ήταν τα προπολεμικα Τρίκαλα, νοιώθει ακόμα πιο απορριπτέος μια και παίζει το "παράνομο" όργανο "μπουζούκι" ενω έχει παρατήσει το βιολί που όλοι έβλεπαν να έχει μέλλον σε αυτο ! Παρ'ολα αυτα εκτος απο τους συμμαθητές του όλοι και πιο πολλοι τον καλουν να παίξει σε ταβέρνες, καντάδες και κάθε είδους διασκεδάσεις ακόμα και οι καθηγητές στο σχολείο εκτιμούν τη μουσική του. Με τους φίλους διασκεδάζουν στις ταβέρνες "Κάστρα" στα Τρίκαλα, "Πράσινα σαλόνια" και στην "Ακαδημία" στην Καλαμπάκα και κάνουν συχνα καντάδες στις όμορφες συμμαθήτριες στη συνοικία των λεφτάδων, το Βαρούσι.

Ο κιθαρίστας που τον συνοδεύει είναι κάποιος άλλος μαθητής, ο Κιούσης του οποίου ο πατέρας είχε γραμμόφωνο και απο εκει άκουγε ο Τ. να νέα τραγούδια. Βάζοντας στοιχεία από τα εφηβικά του βιώματα ο Τσιτσάνης στα τραγούδια του συνθέτει και στιχουργεί ακατάπαυστα. Η "Παραγουάη"(Σε φίνο ακρογιάλι) είναι από τα πρώτα του τραγούδια, η "Ματσαράγκα (Στου Αλευρά τη μάντρα)" αναφέρεται σε πραγματικό γεγονός στη γειτονική εξοχική ταβέρνα του Αλευρά, η "Καλαμπακιώτισσα" είναι συγκεκριμένη συμμαθήτρια του με την οποία είναι τσιμπημένος κλπ. Στο Σχολαρχείο θα χάσει μια χρονιά γιατι έχει αρχίσει να μη διαβάζει και τον Ιούλη του 1933 η τάξη του τελειώνει ενω αυτος θα πάρει το απολυτήριο το Φλεβάρη του '34. Τότε οι δικοι του ανοίγουν το καφενείο "Η Μουριά" μετέπειτα "Τσιτσάνης" δίπλα στο σπίτι τους στην οδο Λαρίσης. Εχει τελειώσει το γυμνάσιο και οι παρέες και οι μερακλήδες τον καλουν σε κάθε περίσταση. Με την άμαξα κάποιου φίλου γυρνάνε στα Τρίκαλα και στην Καλαμπάκα ενω ο κιθαρίστας του τώρα ειναι ο Ταμβακάς και η στενη παρέα του ο Ζαρακώτας, ο Δεληλίγκας, ο Αλιάγας, ο Μάτης, ο Μπακοβασίλης και άλλοι. Δυστυχώς ξαφνικά χάνει τον καλύτερο του φίλο Ζαρακώτα απο καλπάζουσα φυματίωση. Καθόλου συμφιλιωμένος με το θάνατο, του στοιχίζει πολυ, οι φίλοι του κρύβουν το μπουζούκι για να έρθει μαζι τους και όταν κατεβάζουν το φίλο τους στον τάφο, θα παίξει ένα καταπληκτικό σόλο στο μπουζούκι. Στη μεγάλη εμποροπανήγυρη των Τρικάλων της 14ης Σεπτέμβρη του '34 ο Θανάσης Μπουρλιά(σ)κος φίλος του μουσικός θα τον γνωρίσει με τον δημοτικό τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο. Αφου τον ακούσει θα τον πάρει μαζι του και θα παίξουν στη Λαμία όπου ο Τσιτσάνης παίρνει το βάπτισμα του πυρός. Κάποιες υποσχέσεις για διορισμό στην Αγροτική Τράπεζα Τρικάλων δεν θα ευωδωθούν και έτσι συνεχίζει να παίζει σε διάφορες ταβέρνες. Παίζει στο Βόλο στα "Πευκάκια" και στη Λάρισα με τον Περδικόπουλο για τα τσιγάρα και το χαρτζηλίκι του. Εν τω μεταξύ ο Περδικόπουλος επαγγελματίας χρόνια, του είχε πει : κατέβα στην Αθήνα να με βρεις, πάρε και το μπουζούκι !

1935-1937 Τα πρώτα χρόνια στην Αθήνα

Το Φθινόπωρο του 1935 εκμεταλλευόμενος το ότι ο Κονδύλης βάζει μισο εισιτήριο στο τραίνο για την υποδοχή του Βασιλιά, στοιβάζεται με όλους και κατεβαίνει στην Αθήνα. Ο Περδικόπουλος τον περιμένει με ταξι και τον πάει στη Γαμβέτα, στο μπαράκι της Ραμπέλας, μιας Ιταλίδας προσωπικότητας της νύχτας, που τον φιλοξενεί στο πατάρι του μπαρ. Με τον Περδικόπουλο παίζουν σε μικρά ταβερνάκια όπως τα "Μπιζέλια" στον Κολωνό, το μπαρ "Κουκλάκι" στην 3η Σεπτεμβρίου και Ιουλιανού και στον "Πλάτανο", ένα ταβερνάκι κοντά στο σταθμό Λαρίσης που συχνάζουν φοιτητές. Στην Αθήνα όμως ο Τσ. αναζητά και με ποιο τρόπο θα μπει στη Νομική μια και είχε τη φιλοδοξία να σπουδάσει και να διαψεύσει αυτους που τον αμφισβητούσαν και τον χλεύαζαν στην κλειστη κοινωνία των Τρικάλων, μεταξύ των οποίων μιά συμμαθήτρια του, κόρη δικηγόρου, που είχε ερωτευτεί. Αλλωστε δεν μπορουσε να προβλέψει την επιτυχία που θα ερχόταν σε 2 χρόνια ! Στα τέλη του 1935 ο Περδικόπουλος έχει κανονίσει με την ODEON να ηχογραφήσουν το "Σιγα καλε μου την άμαξα", που πρέπει να είναι το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησε και αυτος και απο την άλλη πλευρα του δίσκου, το πρώτο τραγούδι του Τσιτσάνη "Σ'ένα τεκε σκαρώσανε" το οποίο είχε στίχο χασικλίδικο μια και δεν υπήρχε ακόμα η απαγόρευση που ήρθε με τη δικτατορία του Μεταξά (4 Αυγουστου '36). Τα τραγούδια του Μάρκου, του Μπάτη, του Στράτου και του Δελιά με τέτοιο στίχο, ήταν σε πρώτη ζήτηση αφου είχαν περάσει μόνο 3μιση χρόνια απο την κυκλοφορία των πρώτων. Ο Τσιτσάνης είχε ενδοιασμούς για την αποδοχή του απο τον μαέστρο της Οντεόν, Σπύρο Περιστέρη γιατι ο αδερφός του Στέλιος Περιστέρης όταν είχε πάει το 1925 στα Τρίκαλα, σαν καθηγητής μουσικής στο εκει Ωδείο, έφυγε με επεισοδιακό τρόπο ! Ο Στράτος βρίσκεται συμπτωματικά στο στούντιο και τον παίρνει σχεδον στο ψιλο αλλα όταν τον ακούει εντυπωσιάζεται : "Τι λες ρε το βλαχάκι ;" Ο δίσκος κυκλοφορεί το Φλεβάρη του '36.

Λίγο αργότερα ο Τσιτσάνης επιστρέφει στα Τρίκαλα. Είναι προβληματισμένος, γιατι η εταιρεία αργει να τον φωνάξει ξανα για ηχογράφηση ! Ο Τρικαλινός τύπος επίσης τον αγνοεί ! Το καλοκαίρι του '36 δουλεύουν με τον Περδικόπουλο στο κέντρο "Μαρούγγενα" στη Λάρισα. Τέλη Αυγούστου πηγαίνουν στο "Θεσσαλικόν" στη Λάρισα και μετα για λίγο στη Λαμία. Επιστρέφουν στην Αθήνα το Σεπτέμβρη και τότε πρέπει να φωνογραφούν τα δύο επόμενα τραγούδια του Τσιτσάνη. Ο Περδικόπουλος ηχογραφεί 4 δικα του τραγούδια στη σειρα απο τα οποία το ένα με την Ελβ.Κάκκη. Λίγο πριν ο Μάρκος είχε φωνογραφήσει το "Γρουσούζη" και το "Μάνα με μαχαιρώσανε". Τότε ο Τσιτσάνης φωνογραφεί τα τραγούδια : "Πικρος είναι ο πόνος μου" και "Μαντήλι χρυσοκεντημένο" με την Ελβίρα Κάκκη, ένα ζεϊμπέκικο και ένα καλαματιανό. Είναι αξιοσημείωτο ότι ποτέ μετέπειτα δεν αναφέρθηκε στα τραγούδια αυτα, σαν να μην υπήρχαν, ίσως γιατί δεν έκαναν επιτυχία ! Η Ελβίρα Κάκκη ήταν μια τραγουδίστρια απο την Καβάλα, που έκανε μικρη καρριέρα και που λανθασμένα στο παρελθόν ταυτίστηκε με την Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, Ισπανίδα σοπράνο της όπερας παγκοσμίου φήμης που έμεινε στην Ελλάδα αρκετά χρόνια. Ο Τσιτσάνης νοικιάζει τώρα ένα φτωχο δωμάτιο στον Κολωνό και παίζει σε διάφορα ταβερνάκια γύρω απο το σταθμο Λαρίσης. Στον κύκλο των μουσικών ήδη έχει βγει η φήμη ότι έχει έρθει κάποιος βλάχος που παίζει φοβερό μπουζούκι ! Παρ'ολη τη δισκογραφική του παραγωγή άγνωστος μεταξύ αγνώστων στην Αθήνα δεν έχει θέση στα πάλκα της εποχής !! Από διηγήσεις μαθαίνουμε ότι με τον Περδικόπουλο παρακολουθούν από τη μάντρα τον Μάρκο, τον Κηρομύτη, τον Χατζηχρήστο και τους άλλους μουσικούς που έπαιζαν στο πρώτο μαγαζί που έβαλε μπουζούκια εκτος Πειραιά, το "Δάσος" του Βλάχου στο Βοτανικό, γύρω στα 1936-'37.

Ο Περδικόπουλος φεύγει πάλι για την επαρχία στο κυνήγι του μεροκάματου.Ετσι με έναν φωνογραφιτζή (πλανόδιο ιδιοκτήτη γραμμοφώνου με πλάκες της εποχής), γυρνάνε στα ταβερνάκια παίζοντας εναλλάξ. Ο φωνογραφιτζής αυτος, ο Θ. Κομνηνός, κάθε που παίζει τραγούδι του Τσιτσάνη λέει : "Το τραγουδι που μόλις ακούσατε είναι του νεαρού αυτου απο τα Τρίκαλα, οποία διαφήμισις (!) και έτσι αποκόμιζαν παραπάνω χαρτούρα και γινόταν ακόμα πιο αποδεκτές οι πεννιές του !! Ο Τσιτσάνης ανυπομονούσε να ξεφύγει απο αυτη την κατάσταση ! Κάποια μέρα περνάει απο το καφενείο των μουσικών και συναντάει τον Περιστέρη. Αυτος κοφτα θα του πει : Δεν κανονίζεις με το Μάρκο και τη Σοφία (Καρίβαλη) να τους μάθεις το "Να γιατι περνω" ; Τους μαθαίνει το τραγουδι αυθημερόν και το ηχογραφούν Νοέμβρη του 1936. Μαζι με την Πειραιώτισα ρεμπέτισα Σοφία Καρίβαλη ηχογραφούν και τη "Γειτόνισα" που θα κυκλοφορήσει απο την Parlophone μαζι με το τραγούδι του ΤΟΥΝΤΑ "Σαν δεν ήξευρες" ενω το "Να γιατι περνω" κυκλοφορεί μαζι με το "Μάρκος ο Πολυτεχνίτης" του ΜΑΡΚΟΥ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ ! Λέγεται ότι ο Τσιτσάνης στα τραγούδια αυτα έπαιξε με το μπουζούκι του Μάρκου. Οι δίσκοι κυκλοφορούν μετα απο 10 μέρες.

Κάθε βράδυ εν τω μεταξύ ο Τσιτσάνης στον "Πλάτανο" έχει πελάτη κάποιο μηχανικό της Columbia το Μιχαηλίδη ο οποίος εντυπωσιασμένος τον καλει στην εταιρεία. Εδω μαέστρος είναι ο Τούντας και θα γραμμοφωνήσει έτσι τα δύο πρώτα του τραγούδια στην Columbia, "Μαριώ και μανάβης" και "Γκουβερνάντα" που θα κυκλοφορήσουν το Φλεβάρη του '37. Τότε καλουν την κλάση του για να στρατευτεί και πάει να καταταγεί στο στρατο. Επειδή όμως ο αδερφός του Χρήστος υπηρετεί ακόμα, θα πάρει αναβολή, πράγμα που τον χαροποιεί ιδιαίτερα, για να μπορέσει να γραμμοφωνήσει κι άλλα τραγούδια που έχει έτοιμα. Στο μεταξύ τον ζητάει και η HMV με το σκυλάκι πάνω στο δίσκο, που θεωρεί γούρι του αργότερα και αφου πια έχει την έγκριση του Τούντα προχωράει με τραγουδιστές τους Στράτο, Στελλάκη και Περδικόπουλο. Στο καφενείο "Ευρυτανία" που δέχεται την αλληλογραφία του, φτάνει επίσημη επιστολή απο την HMV για να πάει να γραμμοφωνήσει. Στη συνέχεια οι εταιρείες πραγματικά τον παρακαλούν για να ηχογραφήσει παρ'όλο που δεν εμφανίζεται σε κάποιο σπουδαίο κέντρο της Αθήνας. Με τον Περδικόπουλο πηγαίνουν για λίγο στα Φιλιατρά.

1938-1940 Θητεία, Θεσσαλονίκη, πρώτες επιτυχίες, γάμος

Η μουσική του Τσιτσάνη

Ο Τσιτσάνης στα προπολεμικά του τραγούδια φαίνεται να είναι επηρρεασμένος απο τα λαϊκά τραγούδια της εποχής του. Πάντα τόνιζε ότι το Σμυρνέϊκο ύφος με τα μακρόσυρτα αχχ και το κλάμα του βιολιού δεν τον τραβούσαν. Ξεκάθαρα δεν είπε αν επηρρεάστηκε απο τα τραγούδια του Μάρκου και των άλλων μπουζουξήδων του Πειραιά, Μπάτη, Δελιά, Κηρομύτη μάλιστα συνήθιζε να τα αναφέρει σαν χασικλίδικα δηλώνοντας τη στιχουργική τους χροιά και απέχοντας απο αυτα και απ'την άλλη έλεγε ότι του άρεσε ο Παπάζογλου αν και Σμυρνιός κι αυτος αλλα με το εντελώς δικο του χρώμα. Τα πιο πολλα προπολεμικά του τραγούδια έχουν χαρακτηριστικές ομοιότητες με άλλα της εποχής τους ενω μέσα απο αυτα διακρίνουμε κάποια με εντελώς νέο ύφος. Επίσης απο τότε που αρχίζει πλέον να μπαίνει στη δισκογραφική παραγωγή (μέσα του 1937) εκτος απο αυτα τα περίπου 40 που δεχόμαστε οτι συνέθεσε μικρος, βλέπουμε κάποιες φορες να αντιγράφει -ούτως ειπείν- τραγούδια επιτυχίες ή όχι, του καιρου του, π.χ. Απόψε να μην κοιμηθείς- Θάρθω να σε ξυπνήσω (Μάρκος), Στον Αγιο Κωνσταντίνο- Μ'εκανες και χώρισα (Μάρκος), Φάνταζες σαν πριγκηπέσα- Βρε μάγκα το μαχαίρι σου (Δελιάς), Η μικρη των Ποδαράδων- Κάποτε ήμουνα κι εγω (Μάρκος) και άλλα. Αυτο βέβαια συνέβαινε και συμβαίνει με πολλους συνθέτες και σε όλες τις εποχές αφου ένα όμορφο τραγούδι ή επιτυχία σίγουρα επηρρεάζει τον τρόπο γραφης των ομότιμων συνθετών !!

Το '36 μετα την απαγόρευση των τραγουδιών με στίχο χασικλίδικο αλλα και την επέμβαση εκ των άνω ακόμα και στους "ανατολίτικους" δρόμους, όλοι στρέφονται σε ερωτικού περιεχομένου επι το πλείστον άσματα, με πιο ματζόρε - μινόρε ύφος, συχνα κανταδόρικο. Η επιτυχία της "Φαληριώτισας" στα τέλη του 1936 "φέρνει" κι άλλα παρόμοια τραγούδια απο τους Χατζηχρήστο, Σκαρβέλη και άλλους. Ο Τσιτσάνης δεν αργει να συνθέσει ένα τέτοιου ύφους τραγούδι έναμιση χρόνο μετα, την "Αρχόντισα" γραμμένο για την Ελίζα, ένα πλουσιοκόριτσο, φιλενάδα ενος καλου του φίλου, τραγούδι με το οποίο πραγματικά εκτοξεύει τη φήμη του ! Αν και 20ρης και ξένος μέσα στο περιβάλλον της Αθήνας αλλα και των άλλων δημιουργών, το πηγαίο ταλέντο του δεν μπορει να κρυφτει και έτσι δεν αργει να συνεργαστεί στις ηχογραφήσεις με όλους τους γνωστους παράγοντες του ρεμπέτικου. Μέσα σε αυτη την ξεχωριστή συντεχνία θα του δοθει η ευκαιρία να "γράψει" για τη φωνη του Στράτου, του Στελλάκη, του Μάρκου, της Νταίζης Σταυροπούλου, του Χατζηχρήστου και άλλων, πατώντας στις ως τότε δεδομένες φόρμες που καθόριζαν τραγούδια των Τούντα, Σκαρβέλη, Περιστέρη, Μάρκου, Παπαϊωάννου, Χατζηχρήστου κ.α. βάζοντας το προσωπικό του διαφορετικό ύφος και έτσι σιγα σιγα αρχίζει να διαμορφώνει ένα δικο του στυλ γραφης, πάνω στο οποίο θα πορευτεί το λαϊκό τραγούδι για μιάμιση δεκαετία. Χαρακτηριστικό του είναι ότι το κάθε τραγούδι το "παιδεύει" πολυ και οπως είπαν κάποιοι για να γράψει ένα τραγούδι πετούσε πέντε ! Οι πηγες έμπνευσης του στίχου του προκύπτουν συνήθως απο απλα περιστατικά της ζωης που η ρουτίνα τα αφήνει να περνάνε απαρατήρητα αλλα αξίζουν προσοχής. Ο Τσ. εμβαθύνει στα προσωπικα συναισθήματα, δεν είναι απλα περιγραφικός και σαν αλλος σεναριογράφος πλάθει εικόνες ποιητικές για να κάνει ελκυστικό το δημιούργημα του, σαν λαϊκό μυθιστόρημα. Ο ρυθμος (χορος τον ονομάζει σε συνέντευξη του στον Χατζηδουλη) και ο δρόμος της μουσικής επένδυσης επιλέγεται προσεκτικά και η ανάπτυξη του τραγουδιού έχει να κάνει άμεσα με το θέμα του στίχου. Το σημείο που διαφοροποιείται απο τους άλλους συνθέτες είναι οι εισαγωγές του που είναι περίτεχνες και συχνα πρωτότυπες. Προπολεμικά είναι απο τους λίγους που χρησιμοποιούν στίχο ταξιδιάρικο, με τα τραγούδια "Με λικερ και με σαμπάνια", "Ο Τσιτσάνης στο Μόντε Κάρλο", "Ο Τσιτσάνης στη ζούγκλα" ενω απο άλλους συνθέτες σημειώνουμε τον Τούντα με το "Στην Ελλάδα δεν μπορω" και το Ρούκουνα με τις "Αραπίνες απο το Μπεϊρούτ" (συνθ.Φακίνου) ακόμα και η περίπου διασκευή του "Αντόνιο Βάργκας Χερρέδια" που έγινε "Ο Αντώνης ο βαρκάρης ο σερέτης" του Περιστέρη, όλα σε ρυθμο χασάπικο ! Προπολεμικά ο Τσιτσάνης χρησιμοποιεί στις συνθέσεις του κυρίως τους ρυθμούς ΧΑΣΑΠΙΚΟ, ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ και ΑΠΤΑΛΙΚΟ ενω σε λίγα τραγούδια και οργανικά ΣΕΡΒΙΚΟ, ΚΑΜΗΛΙΕΡΙΚΟ, ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟ και ΣΥΡΤΟ. Στις ηχογραφήσεις του χρησιμοποιεί συνήθως ενα μπουζούκι, μπαγλαμά και κιθάρα. Σε ένα τραγούδι έβαλε βιολί και σε πολυ λίγα δύο μπουζούκια όπου το δεύτερο παίζει συνοδευτικά ακομπανιαμέντα ενω ακκορντεόν όπως και πολλοι άλλοι δεν χρησιμοποιήσε προπολεμικά.

Απο το 1941 που βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη ο τρόπος γραφης του είναι εντελώς προσωπικός είτε τα τραγούδια είναι με δικους του στίχους είτε με στίχους άλλων είτε συνεργαζόμενος στους στίχους. Η συνθετική του δεινότητα θα ξεδιπλωθεί τα χρόνια αυτα που δεν θα σταματήσει να παίζει απο ταβέρνες της Σαλονίκης έως πανηγύρια στη Χαλκιδική και στο δικο του ουζερί Τσιτσάνης, παίρνωντας έμπνευση απο τα βιώματα του και συνθέτωντας κάπου 70 τραγούδια. Αν και δύσκολα χρόνια είναι αυτος που θα εισάγει το λατινοαμερικάνικο ταξιδιάρικο και ρυθμικό τέμπο "μπολέρο" ή "μπιγκίν" το οποίο στους λαϊκούς δίσκους αναφέρεται μεταπολεμικά σαν "οριεντάλ". Τέτοια τραγούδια έγραψαν πολλα οι ελαφροί συνθέτες μέσα στη δεκαετία του 1930 μεταξύ των οποίων "Ζεχρα", "Αϊσε" κ.α. στο ρυθμο "Ταγκό οριεντάλ", που έχει διαφορές απο το δημοφιλές ταγκό και το μπολέρο και είναι πιο αργο. Φαίνεται η τρομερή επιτυχία της "Ζεχρά" τον παρακίνησε κι έτσι μέσα στην κατοχή θα συνθέσει τις "Αραπίνες", την "Αθηναίισα" που ηχογράφησε το 1946 και το "Μαύρο χαρέμι". Δεν μπορούμε ασφαλώς να μην σημειώσουμε τις δυτικες επιρροές του Τσιτσάνη κάτι που ως ένα βαθμο όμως είχαν και πολλοι Σμυρνιοί συνθέτες αλλα και οι Παπαϊωάννου, Χατζηχρήστος και ακόμα και ο Μάρκος μετα το 1936, παράλληλα όμως με την εμμονή του σε γνήσιες Ελληνικές μουσικές φόρμες. Τα περισσότερα του τραγούδια είναι σε ρυθμό ζεϊμπέκικο και χασάπικο ενω αρχίζει να χρησιμοποιεί συχνότερα και το σέρβικο. Οι μουσικοί δρόμοι που χρησιμοποιεί μεσ'τη δεκαετία του '40 είναι κυρίως οι : μινόρε, ματζόρε και χιτζαζ.

Μετα τον πόλεμο ο Τσ. κατεβαίνει απο τη Θεσσαλονίκη με 70 νέα τραγούδια αλλα έχει να "παλέψει" με νέα μεγάλα θηρία τους Μητσάκη, Καλδάρα, Χιώτη, Μπακάλη, Κλουβάτο κ.α. και έτσι προσπαθεί για το καλύτερο και δημιουργεί νέες μεγάλες συνθέσεις, που μαζι με τα μεγάλα τραγούδια των άλλων λαϊκών συνθετών, σημάδεψαν και έφτασαν στη δεκαετία 1946-'55 πολυ ψηλα το λαϊκό μας τραγούδι !! Πολλοι μιλάνε για την καλύτερη εποχή του ρεμπέτικου !! Με το Στράτο συνεργάστηκε περίπου 2 χρόνια μεταπολεμικά και έκαναν μεγαλες επιτυχίες όπως "Χατζη Μπαξές", "Πέριξ", "Δροσούλα" κ.α. Ειπώθηκε απο πολλους, ότι πολλα τραγούδια στο όνομα του Στράτου, ήταν χαρισμένα απο τον Τσιτσάνη, όπως : "Το σύρε κι έλα", "Το ζάρι" κ.α. Απο τη Θεσσαλονίκη "κατεβάζει" τον Πρόδρομο Μουτάφογλου ή Μουταφίδη που μετονομάζεται σε Τσαουσάκης και του δίνει πολλα τραγούδια που γίνονται μεγάλες επιτυχίες, όπως : "Κατσε ν'ακούσεις μια πεννια", "Γύρνα μόνος", "Χωρίσαμε ένα δειλινό", "Γιατι με ξύπνησες πρωι" κ.α. Αξιον απορίας είναι ότι σπάνια συνεργάστηκαν σε κέντρο μαζι ! Η Γεωργακοπούλου επίσης απο το '46 έως το '49 έτυχε της εύνοιας του Τσιτσάνη και είπε πολλα τραγούδια με διφωνία τον Στελλάκη, δημιουργώντας σχολη και αφήνοντας πολλες επιτυχίες όπως η "Αχάριστη", οι "Αραπίνες", το "Αργοσβήνεις μόνη" κ.α. Και γι'αυτην ειπώθηκε ότι πολλα τραγούδια που μπήκαν στο ονομα της ήταν του Τσιτσάνη οπως τα ιστορικά πια : "Τρελλε τσιγγάνε", "Φυσάει ο μπάτης" κ.α. Με το ξεκίνημα της Μπέλλου το 1948 και της Νίνου το 1949 αλλα και την παράλληλη κυριαρχία του Τσαουσάκη, ο Τσιτσάνης γράφει σχεδον μόνο για αυτους εως περίπου το 1954. Τότε θα δοξαστεί όσοι λίγοι, γράφωντας τραγούδια απίστευτης ευρηματικότητας, λαϊκής αποδοχής και εμπορικής επιτυχίας όπως "Συννεφιασμένη Κυριακή", "Για τα μάτια που αγαπώ", "Σερσε λα φαμ", "Τα διαλεχτά παιδιά (Αλάνια)", "Πάλιωσε το σακκάκι μου", "Γερακίνα", "Κάνε λιγάκι υπομονή", "Κάποια μάνα αναστενάζει", "Ομορφη Θεσσαλονίκη", "Γκιουλ Μπαχάρ", "Τα καβουράκια", "Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα", "Τα λερωμένα τ'άπλυτα", "Ζαϊρα" κ.α. Στο Μάρκο Βαμβακάρη μεταπολεμικά θα δώσει να τραγουδήσει κάποια τραγούδια (Σατράπισα, Μαγκιώρα, Μόρτισα) και σε αρκετά άλλα θα συμμετέχει κάνοντας σιγόντο ή οκτάβα χαμηλά με τη βαρεια φωνη του. Σε πολλους άλλους τραγουδιστές του ρεμπέτικου της εποχής θα δώσει τραγούδια του να πουν, όπως Στέλλα Χασκήλ, Ελένη Λαμπίρη, Τάκη Μπίνη, Σούλα Καλφοπούλου, Σταύρο Τζουανάκο, Γιάννη Παπαδόπουλο, Μαίρη Λίντα και ακόμα θα δώσει τραγούδια σε τραγουδιστές του ελαφρού , όπως Φώτη Πολυμέρη, Δανάη, Κορώνη-Φίλανδρο.

Εδω να σημειώσουμε την παρουσία των μεγάλων μαέστρων των εταιρειών Σπύρου Περιστέρη και Δημήτρη Σέμση Σαλονικιού, που με τις ενορχηστρώσεις τους και τις άψογες εκτελέσεις και ηχογραφήσεις, έδωσαν πνοή και οντότητα στο μουσικό όραμα του Τσιτσάνη και όλων των τότε συνθετών, που δείχνει το μεγαλείο και τη μουσικότητα του Ελληνα, είτε κατάγεται απο την Πολη, τη Σμύρνη ή την "παλιά" Ελλάδα !! Αν ακούσει κανεις ηχογραφήσεις στην Αμερική με τους ίδιους μουσικούς θα δει τη διαφορά ! Και οι μουσικοί όμως είχαν μεγάλο μερίδιο απο τις μεγαλειώδεις ηχογραφήσεις αυτες, που ακούμε και ξανακούμε σήμερα μια και μετέφεραν την "ορμη" του λαϊκού πάλκου μέσα στο στούντιο, δίνοντας τον καλύτερο εαυτο και πατώντας στους διδαγμένους μουσικούς τρόπους απο τους παλιότερους μεγάλους λαϊκούς μουσικούς, δίνοντας το παρον κάθε μέρα στα πάλκα, διασκεδάζοντας τους απλους λαϊκούς ανθρώπους αλλα και τον κόσμο της μαγκιάς !

Αμέσως μετα όμως η μεγάλη άνοδος του Καζαντζίδη δρομολογεί αλλου τα πράγματα, γίνεται μια μεγάλη στροφή στο λεγόμενο σήμερα "λαϊκό τραγούδι" αλλα και πάλι ο Τσιτσάνης προσαρμόζεται. Με τραγουδιστές της εποχής όπως Γκρεϋ, Π.Πάνου, Μπιθικώτση αλλα και τον ίδιο τον Καζαντζίδη και μπουζούκι το Σπόρο δημιουργεί νέα μεγάλα τραγούδια όπως "Ασπρο πουκάμισο", "Το κόκκινο μαντήλι", "Τα ξένα χέρια", "Της ταβέρνας το ρολόϊ", "Ισως αύριο", "Γειά σου τσολιά μου", "Καράβι τσακισμένο" κ.α. Εκει που υστερεί, είναι στη λαίλαπα των μάμπο (με μπουζούκι...) που λανσάρει πρώτος ο Χιώτης, που θα επικρατήσουν απο το 1958 έως το 1962, μία παγκόσμια μόδα που έρχεται λίγο μετα τα πρώτα χρόνια του ροκ εν ρολ (1954-57). Επίσης αποστασιοποιείται απο τις μεταποιημένες ινδικές συνθέσεις που ειδικεύονται 2-3 συγκεκριμένοι συνθέτες (1959-1965) και γίνεται πολέμιος τους, αποκαλύπτωντας τις "κλοπές". Παρ'ολα αυτα γράφει ένα τέτοιου ύφους τραγούδι το '61, με την Γκρέϋ, το "Μ'έχουν γελάσει δυο μαύρα μάτια", για να αποδείξει ότι μπορει να γράψει και τέτοια τραγούδια !

Το έντεχνο τραγούδι των Χατζηδάκι και Θεοδωράκη ήδη όμως έχει κατευθύνει αλλου τη ρότα του λαϊκου μας τραγουδιού απο το '60 και μετα, ο Τσιτσάνης όμως μένει πιστός στις λαϊκές φόρμες που διατηρούν οι λαϊκοι συνθέτες τη δεκαετία του '60 με την προσθήκη του μπάσου, των ντραμς και του αρμόνιου και χρησιμοποιώντας αρκετά το δρόμο ουσακ (όπως τον λενε οι λαϊκοι μουσικοί) που ως τότε δεν χρσηιμοποιούσε συχνα και τους ρυθμους συρτο, τσιφτετέλι και καμηλιέρικο που είναι απαίτηση της εποχής . Ετσι γράφει τραγούδια σε αυτο το στυλ με τις φωνες των Καζαντζίδη, Αγγελόπουλου, Λύδια, Π.Πάνου, Γκρέϋ, Χατζηαντωνίου κ.α. που κάποια γίνονται μεγάλες επιτυχίες, όπως "Τα λιμάνια", "Τόξερα πως θα μου φύγεις", "Το χαστούκι", "Η γυναίκα η μουρμούρα", "Η γκρινιάρα", "Φίλησα δυο ξένα χείλη", "Κλάψε σήμερα καρδιά μου", "Οσο με μαλώνεις" κ.α. Απο το ΄65 και μετα με σταθερούς συνεργάτες στο πάλκο και στη δισκογραφία όπως ο Κόκοτας, ο Δημ.Ευσταθίου, ο Χατζηαντωνίου, η Χ.Λαμπράκη και άλλοι, συνεχίζει να παίζει σε μεγάλα κέντρα και να ηχογραφεί. Οι νέες επιτυχίες είναι λιγότερες αλλα τα παλιά του τραγούδια γίνονται πλέον κλασσικά και διαρκώς επανακυκοφορούν ενω στα πάλκα παίζονται καθημερινά. Η συνεργασία του με τη Χαρούλα Λαμπράκη θα του δώσει νέες μεγάλες επιτυχίες "Με παρέσυρε το ρέμα", "Απόψε στις ακρογυαλιές", "Δε ρωτω ποια είσαι", "Κορίτσι μου όλα για σένα".

Η δεκαετία του '70 τον βρίσκει στο "Χάραμα" μαζι με τον Παπαϊωάννου και την Αλεξάνδρα. Το 1972 θα γράψει "Το τραγούδι του Γιάννη" με αφορμή τον ξαφνικό χαμο του Παπαϊωάννου. Το 1975 θα συνθέσει και το μεγαλειώδες τραγούδι σε στίχους Κώστα Βίρβου ενος στιχουργού που του έδωσε πολλα και μεγάλα τραγούδια, "Της γερακίνας γιός", ένα τραγούδι που αγαπήθηκε συν τω χρόνω. Τελευταία του μεγάλη επιτυχία το θρυλικό "Παπόρι απ'την Περσία" το 1977. Σταθερός πάντα στον ήχο του ΤΡΙΧΟΡΔΟΥ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΟΥ δεν θα το απαρνηθεί ποτέ !! Στην ορχήστρα του για πάνω απο 30 χρόνια είχε την Ευαγγελία Μαργαρώνη στο ακκορντεόν και τον Γιάννη Δέδε στην κιθάρα. Στα 1979 θα ηχογραφήσει τον ιστορικό δίσκο "Χάραμα" για λογαριασμό της Ουνέσκο, με τη συνοδεία της κιθάρας του Δέδε και την Ελένη Γεράνη, σε μια καταλυτική μη ηλεκτρική ηχογράφηση, γνωστων και "άγνωστων" τραγουδιών του !

Στις αρχες της δεκαετίας του '70 ο Μάνος Χατζηδάκις κυκλοφορεί τα "Πέριξ" όπου μέσα υπάρχουν αρκετά τραγούδια του Τσιτσάνη, σε διασκευή με τη Βούλα Σαββίδη, όπως τα "Πέριξ" και το "Σε πήραν απ'τα χέρια μου" τιμώντας με τον τίτλο και μόνο τον Τσιτσάνη !! Απο τα μέσα της δεκαετίας του 1970 όταν οι φοιτητές δημιουργούν τις πρώτες ρεμπέτικες κομπανίες, τα τραγούδια του Τσιτσάνη μαζι με αυτα των Μάρκου, Χατζηχρήστου, Παπαϊωάννου, Μητσάκη, Σκαρβέλη, Τούντα, Δελιά, Γ.Τσαους κ.α. αποτελουν το ρεπερτόριο σε παρέες και λίγο μετα στα ρεμπετάδικα που γεμίζουν την Αθήνα και όλη την Ελλάδα ! Πολλα τραγούδια του Τσιτσάνη ξαναβγαίνουν στην επιφάνεια και άλλα που δεν είχαν ακουστεί παλιά, παίζονται και ζητιούνται. Το φαινόμενο θα επεκταθεί και στη δισκογραφία και έτσι πολλα τραγούδια ξανακυκλοφορούν σε νέες εκτελέσεις όπως "Με πήρε το ξημέρωμα", "Σεραχ", Αράπικο λουλούδι(Αρβανιτάκη), "Κάνε λιγάκι υπομονή", "Αχάριστη" (Νταλάρας), "Παλάτια χρυσοστόλιστα", "Η ζημιά" (Ρεμπ.Κομπανία), "Μαζι μου δεν ταιριάζεις", "Το χαστούκι", "Φίλησα δυο ξένα χείλη", "Τι κι αν ζούσαμε μαζι" (Παιδια απο την Πάτρα), "Της μπαμπέσας το γλυκο φιλι" (Ξηντάρης), "Βόλτα στην Ελλάδα", "Τα μάνταλα" (Γλυκερία) κ.α. Μέσα στη δεκαετία του ΄80 και μετα το θάνατο του θα κυκλοφορήσουν κάποια ακυκλοφόρητα τραγούδια όπως "Η σκιά μου κι εγω" με τη Γαλάνη, "Και καρτερώ", "Μωρο μου" με τον Λιδάκη που έγιναν μεγάλες επιτυχίες και στη δεκαετία του '90 πλέον κυκλοφορούν πολλες διασκευές απο ήδη φτασμένους αλλα και νεώτερους καλλιτέχνες όπως "Τα νιάτα τα μπερμπάντικα", "Φυσάει ο μπάτης"(Τσέρτος), "Οτι κι αν πω δε σε ξεχνω"(Γαλάνη, Νταλάρας κ.α.), "Ξεφάντωνα" με την Αρβανιτάκη, ένας δίσκος με τη Μαριώ και τη Μελίνα Κανα, "Απόψε στις ακρογυαλιές"(σε άπειρες εκτελέσεις) και πολλα άλλα !!

Στίχους έγραψε δικους του, σε κάποια συνεργάστηκε με τον αδερφό του και ακόμα μελοποίησε -και κάποιες φορες τροποποίησε- στίχους των Κώστα Βίρβου, Χαράλαμπου Βασιλειάδη-Τσάντα, Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, Νίκου Ρούτσου, Αλέκου Γκούβερη, Κώστα Μάνεση και άλλων. Η "Συννεφιασμένη Κυριακή" πολλοι λένε ότι είναι απο τα μεγαλύτερα τραγούδια όλων των εποχών ενω είναι απο τους λίγους που κατάφερε να έχει πολλες και μεγάλες επιτυχίες έχοντας την αποδοχή των περισσοτέρων ! Ο Σκαλκώτας διασκεύασε τη "Μάγισσα της αραπιάς" σε κονσέρτο ! Οι μεγάλοι συνθέτες Θεοδωράκης, Χατζηδάκις και Σαββόπουλος δήλωσαν πολλες φορες την επιρροή τους απο τη μουσική του Τσιτσάνη ! Σήμερα πια, περιπου 50 τραγούδια του Τσιτσάνη είναι μέσα σε ΟΛΑ τα προγράμματα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ σε παντως είδους κέντρα λαϊκής μουσικής ενω παρα πολλα ακόμα θεωρούνται κλασσικά και παίζονται απο μικρα ταβερνάκια έως τα μεγάλα μέγαρα μουσικής.









Δισκογραφία

Προπολεμικά Τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη

Μεταπολεμικά Τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη

Πηγές

  • Βασίλης Τσιτσάνης, Η ζωή μου και το έργο μου, Κώστα Χατζηδουλή, Εκδόσεις Νεφέλη, 1979
  • Βασίλης Τσιτσάνης - Ο ατελείωτος, Διονύση Μανιάτη, 1994
  • Ο Βασίλης Τσιτσάνης και τα πρωτα του τραγούδια του (1932-1946), Ντίνου Χριστιανόπουλου, Εκδόσεις Διαγωνίου Θεσσαλονίκη, 1994
  • Βασίλης Τσιτσάνης - Η παιδική ηλικία ενος ξεχωριστού δημιουργού, Σώτου Αλεξίου, 1998
  • Ο ξακουστός Τσιτσάνης, Σώτου Αλεξίου, 2003
  • Βασίλης Τσιτσάνης Άπαντα, Επιμέλεια Θεόφιλος Αναστασίου, Έκδοση του Περιοδικού Λαϊκό Τραγούδι, 2004.
  • Αφιέρωμα στον Τσιτσάνη περιοδικό "Λαϊκό Τραγούδι" τεύχος 6, Ιανουάριος 2004, Επιμ. Κώστας Χατζηδουλής, Γ.Κοντογιαννης, Κ.Χρηστίδης

(Τα κέντρα και οι χρονολογίες που έπαιξε, Τα βιβλία, Γιατί δεν έγινε το Μουσείο, Κατοχή, Ο σεργιάνης, Σακαφλιάς, Αυτο είναι του αδερφού μου του Χρήστου κ.α.)

  • Μάγκες αλήστου εποχής, Ηλία Βολιώτη-Καπετανάκη, Μετρονόμος, 2005
  • Η εκ περάτων δισκογραφία γραμμοφώνου, Διονύση Μανιάτη, 2006
  • Βασίλης Τσιτσάνης - 1946, Μ.Αθανασάκη, Έκδοση του Περιοδικού Λαϊκό Τραγούδι, 2006.
  • Η ζωη μου ένα τραγούδι, Πάνος Γεραμάνης, Καστανιώτης, 2007


Πρότυπο:Επέκταση