Ρούμπα, ρούμπα, ρούμπα μπα
R: [Ρουμπαμπά,]] [ρούμπα,]]] μπα.
Μια χή-, μια χή-, μια χήρα μια νταρντάνα. R
Μια χήρα, μια νταρντάνα έψαχνε, για να βρει άντρα. R
Είχε δί-, είχε δί-, είχε δίκιο η φτωχιά. R
Είχε δίκιο η φτωχιά, γιατί κοιμόταν μοναχιά. R
Ψάχνοντας, ψάχνοντας, ψάχνοντας, βρήκ’ ένα αλάνι. R
Ψάχνοντας, βρήκ’ ένα αλάνι και τον παίρνει μάνι-μάνι. R
Και της πού- και της πού- και της πούλησε το σπίτι. R
Και της πούλησε το σπίτι, που ‘χε απ’ τον μακαρίτη. R
Και της χά- και της χά- και της χάλασε τα σχέδια. R
Και της χάλασε τα σχέδια, πούλησε τα ντετζερέδια. R
Μια γροθιά, μια γροθιά, μια γροθιά της σκάει στο μάτι. R
Μια γροθιά της σκάει στο μάτι, πούλησε και το κρεβάτι. R
Και την έ- και την έ- και την έδιωξε και μένει. R
Και την έδιωξε και μένει πάλι χήρα η καημένη. R
Τώρα λέ-, τώρα λέ-, τώρα λέει μες στη μάντρα. R
Τώρα λέει μες στη μάντρα, όταν θε ν’ ακούσει γι’ άντρα. R
Άντρα βρε, άντρα βρε, άντρα βρε μα τον Χριστό. R
Άντρα βρε, μα τον Χριστό, δε θέλω ούτε ζωγραφιστό. R