Ο ψαράς (Κουρούκλη)

Από στίχοι
Αναθεώρηση ως προς 19:40, 10 Δεκεμβρίου 2019 από τον Fakk (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα: -Φρέσκο ψάρι, του Φαλήρου ψάρι, εδώ τα κατεψυγμένα φρέσκα ψάρια. Ο ψαράς ! -Α, στον Θεό σου, μωρέ...)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

-Φρέσκο ψάρι, του Φαλήρου ψάρι, εδώ τα κατεψυγμένα

φρέσκα ψάρια. Ο ψαράς !

-Α, στον Θεό σου, μωρέ παιδί μου, κόντινέ το εκείνο το ααα!

-Έχω ψάρια φίνα, κύριος.

-Αχ, τα βλέπω που να μην τα ‘βλεπα.

-Γιατί; Εσύ, μωρέ, όπως κοιτάς θα μου τα φας με το μάτι.

-Ναι, φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο.

-Δεν τ’ αφήνεις αυτά λέω εγώ και να ψωνίσεις τίποτα;

-Τι ψάρια πουλάς;

-Λεθρίνια, τσιπούρες, μπαρμπούνια, λαβράκια,

καβούρια, γαρίδες, γαλέους, μαρίδες, σφυρίδια, χταπόδια,

αχέλια, κολαρούζια, χάνους, ε, ικανοποιήθηκες μάστορα τώρα;

-Ναι.

-Και λοιπόν τι θα ψωνίσεις;

-Τι να ψωνίσω; Από τα πολλά, μωρέ παιδί μου,

που άκουσα, εχόρτασα και πάω να πιω κανένα καφεδάκι

για να χωνέψω, γεια σου.

-Άκουσε ομορφονιέ. Ξέσφιξε λίγο το λουρί σου,

γιατί παράφαγες και φούσκωσες.


Ε, ρε, τι πράμα πο’ ‘χω μες στο πανεράκι,

να τρώει η μάνα, να μη δίνει στο παιδί,

έχω λυθρίνι και μπαρμπούνι και λαβράκι,

όποιος το βλέπει στο μουμέντο τραγουδεί.


Εδώ η θάλασσα, εδώ τα ψάρια,

εδώ τα φρέσκα τα θαλασσινά, παιδιά,

όπου σαλεύουνε κι όλο γυρεύουνε,

τον μουστερή που του γουστάρουν τα ξινά.


Όταν περνάω απ’ το Αρσάκειο που σχολάει

κι όταν μπανίζω κάτι σκούρα θηλυκά,

τα διπλαρώνω πάντα, έτσι πλάι-πλάι

και τους φωνάζω τότε μ’ ούλη την καρδιά.


Εδώ οι γάμπαρες, εδώ οι γάμπαρες,

εδώ τα φρέσκα μελανούρια, βρε παιδιά,

όπου σαλεύουνε κι όλο γυρεύουνε,

τον μουστερή που του γουστάρουν τα ξινά.


Όταν περνάω απ’ το υπουργείο όπου φτιάνει

συγκοινωνία όπως λένε, βρε παιδιά,

τον υπουργό μας βλέπω τον καινούριο πάλι

και του φωνάζω τότε μ’ ούλη την καρδιά.


Εδώ ο κάβουρας, εδώ ο κάβουρας,

που πάντα πάει πότε πίσω, πότε μπρος,

τερτίπια κάνει, μ’ όλους τα βάζει,

μα θα βρεθεί πάνω στα κάρβουνα κι αυτός.


Όταν μπανίζω κάτι άνοστες κυράδες,

όπου κολλάνε πλάι σ’ ένα φουκαρά

και του αδειάζουν το πουγκί, οι σουσουράδες,

τότε φωνάζω ‘γώ με ούλη την καρδιά.


Βρε εδώ τα στρείδια, εδώ τα στρείδια,

αν και μπαγιάτικα, παλιά και μακατιά,

όλο σαλεύουνε κι όλο γυρεύουνε,

τον μουστερή που θα κολλήσει στα γερά.


Σαν βλέπω και τους υπουργούς που όλο πάνε,

για κάτι δάνεια εις τας Ευρώπας πια

και επιτέλους με τα δάνεια γυρνάνε,

ε, τότε κράζω δυνατά κάθε φορά.


Βρε ‘δώ οι χάνοι, εδώ οι χάνοι,

που όλο χάσκουν στην Ευρώπη κουτουρού

και πάνε κι έρχονται και πάνε κι έρχονται

και τα παπούτσια τους χαλάνε προ καιρού.