Κατάδικος για πάντα
Ονειρα κάναμε μεσ’στη ζωή, με πάθος και οι δυο μας αγαπιόμαστε, μα μπήκε ο τρίτος ανάμεσά μας, ενώ την άλλη Κυριάκη θα παντρευόμαστε.
Ξημέρωνε η Κυριακή, κτυπούσαν οι καμπάνες, είχα μαυρίλα στη ψυχή κι έβγαλα απόφαση σκληρή, απόφαση σκληρή να κλάψουνε δυο μάνες.
Τη σκότωσα και τώρα πια δεν περιμένω χάρη, ούτε κι εγώ την κέρδισα, ούτε άλλος θα την πάρει.
Δε μπόρεσα να κρατηθώ, στη σκέψη πως τη χάνω, όλα μπροστά μου είχαν σβηστεί, τα λογικά μου είχαν χαθεί και εγκλημάτισα στο πάθος μου απάνω.
Τη σκότωσα και τώρα πια δεν περιμένω χάρη, ούτε κι εγώ την κέρδισα, ούτε άλλος θα την πάρει.
Αντί στεφάνια και χαρές το χέρι μου απλώνω, με αίμα το ‘βαψα, γι’αυτό, το έγκλημά μου το φριχτό στα μαύρα σίδερα για πάντα θα πληρώνω.
Για πάντα μεσ’ στη φυλακή με συντροφιά τον πόνο, το έγκλημά μου το βαρύ για πάντα θα πληρώνω.