Γλωσσάριο

Από στίχοι
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Η παρακάτω λίστα περιέχει λέξεις που χρησιμοποιούνταν στα ρεμπέτικα τραγούδια και οι οποίες δεν είναι συνηθισμένες στη σημερινή καθομιλουμένη.

Α

  • αβάντα - Υποστήριξη, προστασία, πλεονέκτημα. Ο Καπετανάκης δίνει τις ερνημείες: α) η μονόπλευρος και μεροληπτική ενέργεια υπέρ τρίτου τινός β) το λαμβανόμενο ποσό δια την παροχήν εμμέσου παρανόμου βοηθείας.
  • αβανταδόρικο - αντικείμενο που η ίδια η μορφή του ή η παρουσίασή του βοηθάει στην πώλησή του, βοηθάει αυτούς που το έχουν ή το χρησιμοποιούν.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • αβανταδόρος - (και αβαντατζής) Από το ρήμα αβαντάρω που σημαίνει υποστηρίζω, ευνοώ κάποιον ή κάτι, κάνω τον αβανταδόρο. Αυτός που κάνει αβάντα, που αβαντάρει (βοηθάει) κάποιον πωλητή υποκρινόμενος ότι είναι αγοραστής για να προσελκύσει με το παράδειγμά του κι άλλους αγοραστές. Αυτός που βοηθάει κάποιο χαρτοπαίχτη να κερδίσει τους συμπαίκτες του παίζοντας συνεννοημένο παιχνίδι μαζί του. Αυτός που παίζει με τα χρήματα της λέσχης της μπαρμπουτιέρας για να τραβήξει κι άλλους στο παιχνίδι.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • αβέρτα - Ομολογημένα, φανερά, ελεύθερα. Σήμερα σημαίνει συνεχώς. Από το ιταλικό a verta ή και το γαλλικό avertir=προειδοποιώ, καταγωγής από το λατινικό advertere=προκαλώ, προειδοποιώ τον αντίπαλο κατά τη διάρκεια του αγώνα. Προπολεμικά υπήρχε η έκφραση "αβέρτα μπάνκα"=με προειδοποίηση της κάσας, δηλαδή με ανοιχτά, με ομολογημένα, με φανερά χαρτιά. Η ίδια έκφραση λεγόταν και "αβέρτα μπάνκα και φόρα φανάρια" με την ίδια σημασία. Άλλη έκφραση "Ζούλα κι αβέρτα". Ο Καπετανάκης δίνει το παράδειγμα: Παίζατε ελέυθερα την Πρωτοχρονιά... Μάλλον όχι και μπιτ ελεύθερα... Τελευταία όμως το αβέρτα πέρα από τη σημασία φανερά, ομολογημένα, ελεύθερα πήρε και τη σημασία του "συνεχώς", γιατί ότι γίνεται φανερά και ελεύθερα γίνεται και λιγότερο σπάνια σε σχέση με κάτι που γίνεται στη ζούλα. Έτσι το αυτή ... αβέρτα σημαίνει ελεύθερα, ομολογημένα και συνεχώς. Τελευταία δημιουργήθηκε και η έκφραση "αβέρτα κουβέρτα" όπου η σημασία του "συνεχώς" είναι κυρίαρχη. Και ενώ η έκφραση αυτή πάρθηκε από τη ναυτική γλώσσα και έχει ως πρώτη σημασία το: με ελεύθερο κατάστρωμα, ο όρος κουβέρτα λειτουργεί μόνο ως ήχος λόγω της ομοιοκαταληξίας του με το αβέρτα. αβέρτος - ελευθερόστομος, ανοιχτόκαρδος, τολμηρός. αβερτοσύνη - η αψηφισιά, η τόλμη, το προκλητικό φέρσιμο. Ο Καπετανάκης δίνει το παράδειγμα: Γυρίζεις στην Ομόνοια φορτωμένος λαθραία. Τί αβερτοσύνες είναι αυτές;<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • αγάντα - 1.Κουράγιο! Υπομονή! Άντεξε! Χαρακτηριστική χρησιμοποίηση της λέξης συναντούμε στην έκφραση των ιταλών κατακτητών στην κατοχή αποτεινόμενη στο Γερμανό στρατηγό Ρόμελ: Αγάντα Ρόμελ<ref name="Παπαζαχαρίου"/> Κατά την περίοδο της κατοχής η φράση αυτή λεγόταν και από τους μαυραγορίτες, οι οποίοι ευελπιστούσαν στη διατήρηση της ισχύος των γερμανικών στρατευμάτων και τη νίκ τους εις βάρος των συμμαχικών δυνάμεων προκειμένου να αυξήσουν τα "μαύρα" κέρδη τους<ref>Άρθρο του Ν. Μαραβέγια στο Βήμα στις 24/10/1999 Αριθμός Φύλλου 12737 Σελίδα: B03

Κωδικός άρθρου: B12737B031 ID: 211582 ηλεκτρονική διεύθυνση:ΤΟ ΒΗΜΑ</ref> 2. Από το ρήμα αγαντάρω: (λαϊκή έκφραση) (Ναυτική ορολογία) α) κρατώ, πιάνω, βαστώ κάτι β) υπομένω, κάνω κουράγιο. Πιο σύνηθες: αγάντα! ως προσταγή ή παρότρυνση α) κράτα, βάστα, πιάσε πχ. αγάντα το σκοινί β) (μεταφορικά) κάνε υπομονή κουράγιο πχ. αγάντα μέχρι να περάσουμε τα δύσκολα γ) (ως επίρρημα) με όλη τη δύναμη πχ. αγάντα τα κουπιά δ) (ως ουσιαστικό) πάσσαλος ή κρίκος πρόσδεσης πχ. δέσαμε τη βάρκα στις αγάντες<ref name="Μπαμπινιώτης">Γ. Μπαμπινιώτης - «Λεξικό της Νεας Ελληνικης Γλώσσας» Εκδόσεις «Κέντρο Λεξικολογίας» 2005, Β' Έκδοση, Β' Ανατύπωση</ref>

  • αλάνης - αυτός που ζει χωρίς να σκέπτεται τίποτα, αυτός που ζει σύμφωνα με τις στιγμιαίες παρορμήσεις του .<ref name="Σχορέλης_Α">Τάσος Σχορέλης - «Ανθολογία ρεμπέτικου τραγουδιού» (Τόμος Α') (Εκδόσεις Πλέθρον, 1977)</ref>
  • αλεπού -κλέφτης/πονηρός<ref name= Καπετανάκη> (βλ. "Τουμπελέκι-τουμπελέκι" του Κωστή)
  • αλμπάνης-πεταλωτής/αμόρφωτος/άξεστος/ικανός μόνο να πεταλώνει άλογα/γιατρός<ref name=Δαγκίτση> (βλ. "το λεξικό του μάγκα" του Κυριακού)
  • ανθίζομαι - Αντιλαμβάνομαι, μπαίνω στο νόημα, μυρίζομαι κάτι που πρόκειται να γίνει. Από την εικόνα του ατόμου που μυρίζει από μακριά το άρωμα κάποιου...άνθους. Υπάρχει οπωσδήποτε εδώ κάποια ανάμνηση της "γλώσσας των άνθεων, της κρυπτογραφικής γλώσσας των ερωτευμένων που συνεννοούνταν με λουλούδια και μπουκέτα λουλουδιών. Αυτό φαίνεται καλύτερα από το ρήμα ανθίζω που σημαίνει προειδοποιώ.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • αντάμης - (και ντάμης)Άντρας άψογος, παληκάρι με ανθρώπινα αισθήματα. Αντάμικο (και ντάμικο): αντικείμενο αυθεντικό και σπάνιο. Από το adam που σημαίνει άνθρωπος σε όλες τις ανατολικές γλώσσες και απ' το οποίο βγαίνει και ο Αδάμ της Βίβλου. Λάθος ο Καπετανάκης δίνει για τον αντάμη την ερνμηνεία του φίλου, λεβέντη, σοβαρού άντρα και στο ανταμιλίκι τη σημασία σοβαροπρέπεια, σοβαροφάνεια.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • ανταμιλίκι - (και ανταμλίκι και νταμιλίκι) Η αυθεντικότητα, η σπανιότητα.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • απάχης-ονομασία κακοποιώ ή περιθωριακών τύπων των μεγάλωνπόλεων στις αρχές του 20ού αιώνα<ref name=Λεξικό Τριανταφυλλίδη> (βλ. "Απάχης" του Α. Παπαδόπουλου)
  • αποτάζω -έχω στην κατοχή μου/αποκτώ κάτι δικό μου<ref name=Παγουλάτου> (βλ. 'Όσοι έχουνε πολλά λεφτά" του Μάρκου)
  • αργιλές η ναργιλές - 1. σκεύος , συνήθως γυάλινο, ενίοτε χρήσιμο και για το φουμάρισμα χασισιού.<ref name="Σχορέλης_Α">Τάσος Σχορέλης - «Ανθολογία ρεμπέτικου τραγουδιού» (Τόμος Α') (Εκδόσεις Πλέθρον, 1977)</ref> 2. Βασικό και πάγιο "καύσιμο" του ναργιλέ ο καπνός σε μορφή τουμπεκί Πρότυπο:Πηγή 3. Το γυάλινο δοχείο με σωλήνα και μαρκούτσι από το οποίο καπνίζουν ένα ή περισσότερα άτομα ταμπάκο ψιλοκομμένο μαζί με αρωματικά φυτά ή και με χασις, ο καπνός του οποίου περνάει από το φιλτράρισμα του νερού που περιέχει το δοχείο. Από την τούρκικη λέξη nargile που σημαίνει ινδική καρύδα, γιατί αρχικά η ξερή φλούδα της καρύδας χρησίμευε για το φιλτραρισμένο κάπνισμα.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • αρζάν - Το χρήμα, από το γαλλικό argent Πρότυπο:Πηγή
  • ασίκης - Άντρας με περήφανη θωριά. Από το τούρκικο asik = λαϊκός βάρδος της υπαίθρου που τριγυρίζει από χωριό σε χωριό τραγουδώντας λαϊκές μπαλάντες και ραψωδίες με συνοδεία του saz (σάζι). Σαν χαρακτηρισμός είναι το άκρο άωτο του επαίνου των αρετών ενός άντρα: είναι μάγκας και ασίκης και ρεμπέτης και καραμπουζουκλής.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • ασικλής - Άντρας καλοβαλμένος σαν ασίκης. ασικλίδικο - αντικείμενο που ταιριάζει σε ασίκη πχ. ασικλήδικο μουστάκι = αρειμάνιο, καλοβαλμένο και καλοστριμμένο μουστάκι, ασικλήδικος καφές = ψημένος με προσεγμένες αναλογίες ασικλήκι - η ασίκίκη συμπεριφορά, το ασίκικο ύφος πχ. μας πουλάει ασικλήκι = θέλει να μας πείσει ότι είναι σωστός άντρας ενώ δεν είναι.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • ατσίδα - Έξυπνο, οξυδερκές, εύστροφο και ικανό άτομο<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • ΑΧΕΠΑ - AHEPA/American Hellenic Educational Progressive Association [Αμερικανική Ελληνική Εκπαιδευτική Προοδευτική Εταιρεία, ίδρυση 1922)(βλ. "Δεν τον θέλω τον ΑΧΕΠΑ" των Πλατσαίου-Σακελλάριου)

Β

  • βαρύς - 1. Σοβαρός<ref name="Τουμπεκί">Πέτρος Πικρός - «Τουμπεκί» (Πρώτη έκδοση 1927)</ref> 2. Άντρας σκληρός, σοβαρός, αμίλητος και ασυγκίνητος. Από την επίσημη και βαριά ατμόσφαιρα που δημιουργεί η παρουσία ενός σοβαρού ατόμου με αδρά χαρακτηριστικά πχ. "Μας κάνει το βαρύ"=προσποιείται ότι η παρουσία μας δεν τον συγκινεί. Χρησιμοποιείται και η έκφραση "πολλά βαρύς" αντί για το πολύ βαρύς για τον άντρα και τον καφέ.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • βασανάκι - ο έρωτας, η ερωμένη. Από το ότι όλοι οι ερωτευμένοι βασανίζονται από τις ερωμένες τους πχ. απόψε πάω να δω το βασανάκι.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • βασάνης-ο ταλαίπωρος <ref name=Πετρόπουλος> (βλ. "Αντιλαλούν οι φυλακές" του Μάρκου)
  • Βερσαλιέροι -Ελαφρό πεζικό του ιταλικού στρατού που ιδρύθηκε το 1836. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της στολής τους είναι τα φτερά πετεινού που στολίζουν το πλατύγυρο του καπέλου τους. Συντάγματα βερσαλιέρων πήραν μέρος στις μάχες στην Αλβανία κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο το 1940-41. Η λέξη στο ελληνικά σημαίνει σκοπευτής<ref name=Live-Pedia.gr> (βλ. "Άκου Ντούτσε μου τα νέα" του Μάρκου)
  • βήχας - Κόβω το βήχα σε κάποιον: τρομάζω κάποιον, τον εντυπωσιάζω. Τον κάνω να κλείσει το στόμα του. Από την παρατήρηση του γεγονότος ότι ένας μεγάλος τρόμος σταματάει το βήχα και το λόξυγγα όσο επίμονοι κι αν είναι.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • βιδάνιο-α)το ποσοστό που κάθε κερδισμένος παίκτης αφήνει στο "μαγαζί" <ref name=Δαγκίτση>, (βλ "Παίζω πόκα, παίζω πινόκλι" του Ζάττα). β)υπόλλειμμα κρασιού ή άλλου ποτού στο ποτήρι (βλ. "Ο επαγγελματίας" του Ασίκη)
  • βίλλα -αστυνομικό τμήμα (βλ. "Τσακωτό τον έπιασε" του Χρυσαφάκη)
  • βλάμης - Φίλος. Από το αρβανίτικο vla=αδερφοποιτός. Έχει και τη σημασία του μάγκα, γιατί ανάμεσα στους παλιούς αλβανόφωνους νταήδες είχε διατηρηθεί το υπαίθριο έθιμο της ανταλλαγής αίματος, της αδερφοποιτιάς.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • βουβή -μαχαίρι (βλ. "Μια μπαμπεσία θελήσαν" του Περιστέρη)
  • βούρ! - 1.Επιφώνημα ενθαρρυντικό<ref name="Τουμπεκί"/> 2.Όρμα του! Απάνω του! Βάλε μπρος! Προστακτικό επιφώνημα από τη γλώσσα των παλαιστών των πνηγυριών, των πεχλιβάνηδων. Από το τούρκικο vur=χτύπα.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • "βράσε ρύζι" - Τώρα όπως έγινε η υπόθεση δεν μπορεί να διορθωθεί. Από τη ρυζόσουπα της παρηγοριάς που τρώνε σε πολλά μέρη της Ελλάδας μετά την κηδεία. Ο Δαγκίτσης κακώς το εξηγεί από το: Αφού δεν πέτυχες το φαΐ, βράσε ρύζι για μη μείνουμε νηστικοί. Το ρύζι δεν ήταν κοινή τροφή ούτε στη γειτονιά, ούτε στο χωριό. Πιο ειρωνικά "Βράσε όρυζα"<ref name="Παπαζαχαρίου"/>

Γ

  • γαζέτα -κέρμα μικρής αξίας/δεκάρα/ψιλά <ref name=Παγουλάτου> (βλ. "Δως μου δέκα ταλαρα" του Τ. Δημητριάδη)
  • γαζί-"ψιλό γαζί" - Η μπροστά σε κοινό κοροϊδία ή ειρωνία ατόμου που δεν το καταλαβαίνει ότι το κοροϊδεύουν ή ότι το ειρωνεύονται. Από την εικόνα της ραπτομηχανής που ράβει με ψιλό γαζί, με λεπτή και ομοιόμορφη βελονιά. Παλαιότερα η λέξη και η έκφραση "ψιλό γαζί" δεν είχε κοροϊδευτική σημασία. Ο Καπετανάκης την ερμηνεύει: Ο έντεχνος τρόπος της μετά λεπτότητος πειστικής προσπάθειας. Και ο Δαγκίτσης της ερμηνεύει: έξυπνα λόγια παραπειστικά, έξυπνη κομπίνα πχ Τον δουλεύω ψιλό γαζί, τον πείθω, τον καταφέρνω, τον τυλίγω. Οι σημασίες αυτές ξεπεράστηκαν. Τώρα λέμε "έπιασε το ψιλό γαζί" και "τον δουλεύει ψιλό γαζί"=τον κοροϊδεύει.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • γεμάτα - (και γιομάτα) α) Τα παραποιημένα ζάρια β)"ρίχνει στα άδεια για να πιάσει στα γεμάτα"=μπλοφάρει. Εδώ το γεμάτα προέρχεται από τα γεμάτα φυσίγγια. Η έκφραση αναφέρεται στα παιδιά ή στους δραγάτες που έριχναν στα χωράφια άδεια από σκάγια φυσίγγια για να φοβίζουν τα πουλιά ή για να δημιουργήσουν στους κλέφτες την εντύπωση ότι έριχναν κανονικά φυσίγγια, γεμάτα. Λάθος ο Καπετανάκης λέει ότι η φράση σημαίνει στο ψαχνό, για καλά, καιρίως πχ του έριξε στα γεμάτα και τον σκότωσε. Η ερμηνεία είναι ολοφάνερη: του έριξε με γεμάτα φυσίγγια και τον σκότωσε.<ref name="Παπαζαχαρίου"/> (βλ. "Χτες το βράδυ στου Γκαρίπη")
  • γεροξούρας - Ο νεάζων και χωρίς κύρος γέρος. Από το ότι παλαιότερα μόνο οι νέοι ξυρίζονταν και όταν οι γέροι ξυρίζονταν και αυτοί για να κάνουν τους νέους, έχαναν το κύρος που από παράδοση προσδίδουν τα γένια.<ref name="Παπαζαχαρίου"/> (βλ. "Ο Βορονώφ" των Σκαρβέλη-Καμβύση)
  • γιαβάσης -ήσυχος<ref name=Κυρανούδης> (βλ. "Ντερβίσαινα" του Παπάζογλου)
  • γιαβουκλού - Αγαπητικός, αγαπητικιά. Καρδιοκατακτητής και νταής. Από το τούρκικο yavuklu που θα πει ερωτευμένος, ερωμένος. <ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • γιαγκίνι -πυρκαγιά/φωτιά/φλόγα ερωτική <ref name=Δαγκίτση> (βλ. "Ηρωίνη και μαυράκι" του Γαβαλά)
  • Γιάννηδες -οι κλέφτες <ref name=Εθνική 1936> (βλ. "τουμπελέκι-τουμπελέκι" του Κωστή)
  • γιακάδες -σφαλιάρες (βλ. "Ο τσακατσούκας" του Καμβύση)
  • γιατάκι - Κρεββάτι, κρησφύγετο, διαμονή, κατοικία. Από το τουρκικο yatak = κοίτη πχ. Έκαψε το γιατάκι του να μην τον φαν οι ψύλλοι = πήρε δραστικά παράλογες και πολύ περισσότερες από ό,τι χεριάζονταν προφυλάξεις για ένα μηδαμινό ή φανταστικό κίνδυνο.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • γινάτι - έντονη και επίμονη επιθυμία. Από το τούρκικο yinat = πείσμα πχ Αυτουνού το γινάτι βγάζει μάτι. Το'χω γινάτι να σε παντρευτώ. Ας γίνει το γινάτι σου.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • γιοματάρι - Το βαρέλι το κρασί που μόλις ανοίγεται.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • γιούσερ -μαύρο κοράλλι, από το οποίο κατασκευάζονται χάντρες, φυλαχτά και κομψοτεχνήματα/το γιούσουρι<ref name=Χρηστικό Λεξικό Ακαδημίας> (Βλ. "Ξεκινά μια ψαροπούλα" του Μπαγιαντέρα)
  • Γκάιντα (Βιρτζίνιο) - 1885-1944, Προβεβλημένος Ιταλός δημοσιογράφος, οπαδός του Μουσολίνι,που εξέδιδε την εφημερίδα Il Giornale d’Italia <ref name=Καθημερινή 25-1-2015> (βλ. "Άκου Ντούτσε μου τα νέα" του Μάρκου)
  • γκεζί -περιοχή/τομέας δράσεως/κύκλος/παρέα/ήθη μας ομάδας <ref name=Δαγκίτση> (βλ. "Μάγκα μου περαστικά σου" του Χρυσίνη)
  • γκιουζέλ - Ενθουσιαστικό επιφώνημα μπρος σε μία όμορφη γυναίκα, ωραίο αντικείμενο, καλλιτεχνική δουλειά. Από το τούρκικο guzel (με διαλυτικά στο u) = ωραίο πχ. Η γκόμενα, πολύ γκιουζέλ.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • γκλάβα - Το κεφάλι ειρωνικά. Από την αρβανίτικη και σλάβικη λέξη glava = κεφάλι πχ. Βάλε τη γκλάβα σου κάτω. Δεν κατεβάζει η γκλάβα μου. Η φωνητική διάσταση της λέξης και η καταγωγή της από γλώσσες υπαιθρίων της έδωσε τη σημασία: χοντρό κεφάλι.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • γκόμενα - (ορθότερο: γκόμινα) α)η ερωμένη, η φιλενάδα β) η νέα γυνάικα γενικά γ) η σέξυ, η πολύ θηληκιά που επιδεικνύει τη θηλυκότητά της πχ Μας κάνει τη γκόμενα = παριστάνει την σέξυ, την πολύ θηλυκιά γυναίκα. Προπολεμική λέξη παρμένη από την αργεντίνικη μάρκα μιας λάκ από γομοκόλλα για τα μαλλιά, της Gomina που η χρήση της θεωρούνταν το άκρο άωτο της γυναικείας ομορφιάς και εισήχθη στη χώρα μας το 1935<ref name="Μπαμπινιώτης">Γ. Μπαμπινιώτης - «Λεξικό της Νεας Ελληνικης Γλώσσας» Εκδόσεις «Κέντρο Λεξικολογίας» 2005, Β' Έκδοση, Β' Ανατύπωση</ref>. Με τον πόλεμο η μάρκα αυτή χάθηκε, το γομάρισμα των μαλλιών πέρασε απ' τη μόδα, μια και ολόκληρη η μόδα υποχώρησε. Μόνο οι θεατρίνες και οι ελαφρές γυναίκες συνέχισαν να τη χρησιμοποιούν. Με άλλα λόγια οι γυναίκες που έκαναν περισσότερο για ερωμένες παρά για σύζυγοι. Έτσι η γκομιναρισμένη γυναίκα και κατά συγκοπή η γκόμινα κατάντησε να σημαίνει την ερωμένη. Και η λέξη πήρε κακή και χυδαία σημασία για τις συζύγους και σημασία απαγορευμένου καρπού για τους άντρες. Όμως στα παιδιά άρεσε πολύ η λέξη και η σημασία της γιατί προτιμούσαν τις ελεύθερες και όμορφες γυναίκες που έμοιαζαν περισσότερο με τις γυναίκες των προπολεμικών οικογενειακών φωτογραφιών, παρά με τις μανάδες και τις συζύγους του Μεταπολέμου, που είχαν παρουσιαστικό αφρόντιστο και ουδέτερο. Έτσι από τα παιδιά του σχολείου βγήκε η έκφραση "πας ανήρ (άντρας) μάγκας, πάσα γυνή γκόμενα, όπου το γκόμινα έγινε γκόμενα για περισσότερη ευκολία και μόνο οι μεγάλοι το πρόφεραν γκόμινα γιατί ήξεραν, αν όχι την παλιά του σημασία και καταγωγή, τουλάχιστον το ότι αυτή ήταν η παλαιότερη και η πιο σωστή μορφή της λέξης. Καθώς μεγάλωνε η μεταπολεμική γενιά των παιδιών το γκόμενα γενικεύτηκε για όλες τις ωραίες γυναίκες καιδημιουργήθηκε και το αρσενικό του: γκόμενος για τον ωραίο άντρα, τον εραστή.<ref name="Παπαζαχαρίου"/> Τη λέξη γκόμινα τη συναντάμε ήδη στα 1871 στο μυθιστόρημα του Μηνά Χαμουδόπουλου "Οι μυστηριώδεις νυκτοκλέπται"
  • γοργόνες -κυράδες (βλ. "Το λεξικό του μάγκα" του Π. Κυριακού)
  • Γυφτοδημόπουλος -Κώστας Γυφτοδημόπουλος. Αστυνομικός που σκοτώθηκε στις 1/8/1931 στη Δραπετσώνα, στο πλαίσιο αντιπολεμικής-αντιφασιστικής συγκέντρωσης, καθώς οδηγούσε το στέλεχος του ΚΚΕ Κώστα Σαρίκα σε αστυνομικό τμήμα της περιοχής (βλ. «Ο Γυφτοδημόπουλος» του 1932 του Νταλγκά)

Δ

  • δε δίνω δυάρα - Δεν με ενδιαφέρει και δεν κάνω την παραμικρή θυσία. Από τη δυάρα, την παλιά ονομασία του δίλεπτου που μαζί με το λεπτό, το ένα εκατοστό της δραχμής, αποτελούσαν τα πιο ευτελή νομίσματα<ref name="Παπαζαχαρίου"/>

Ε

  • Ειρκτή -ποινή στερητική της ελευθερίας/ο τόπος έκτισης αυτής της ποινής<ref name=Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη> (βλ. "Ο καημός της φυλακής" των Καμβύση-Μακρή)
  • εν τω άμα -αμέσως/πάραυτα/στη στιγμή (βλ. "Το όνειρο του Μπενίτο" του Μάρκου)

Ζ

  • ζαράρια -ζημιές/αβαρίες/απώλειες<ref name Καπετανάκη-Δαγκίτση> (βλ. Ο τζογαδόρος" του Νταλγκά)
  • Ζέας (λιμάνι) -έτσι ονομαζόταν παλιότερα η «βρωμόλιμνη» ή «λίμνη Ζέας» που βρισκόταν στο βάθος του λιμένος Πειραιώς, η οποία στη συνέχεια προς επέκταση του κεντρικού λιμένος καθαρίσθηκε και εμβαθύνθηκε (1868) και είναι έκτοτε γνωστή ως «λιμήν Αλών». Βλ. «Απ’ της Ζέας το λιμάνι» του Παπαϊωάννου. Έτσι διαλευκαίνεται και ο στίχος «απ’ της Ζέας το λιμάνι μέχρι το Πασαλιμάνι» του τραγουδιού, διότι εάν διαβαστεί ο στίχος χωρίς αυτή τη γνώση είναι αντιφατικός: δηλ. η βόλτα είναι σα να γίνεται από το…Πασαλιμάνι στο…Πασαλιμάνι.
  • ζούλα – 1. λαθραία, χωρίς να αντιληφθεί κάποιος τρίτος, ύπουλα<ref name="Σχορέλης_Α"/> 2. α)η κρυψώνα β) το κρύψιμο και γ) η μυστικότητα. Παλαιότερα κυριαρχούσε η έκφραση στη ζούλα. Με τον καιρό χρησομοποιείται μόνο η λέξη ζούλα πχ. Σου πω ζούλα. Την καθάρισε ζούλα τη δουλειά.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>

Η

Θ

  • θεριακλής - α) Το άτομο που έχει διάφορες μανίες β) ο μανιώδης καπνιστής. Από το τούρκικο teriakli που σημαίνει τον καπνιστή του οπίου και του ναργιλέ. Θεριακλίκι είναι η μανία για χρήση ιδιαίτερων καπνών και βοτάνων<ref name="Παπαζαχαρίου"/>

Ι

Κ

  • Καβαλλέρο (Ούγκο) -Ιταλός στρατιωτικός και πολιτικός (1880-1943, υφυπουργός Πολέμου στην κυβέρνηση Μουσολίνι(βλ. "Άκου Ντούτσε μου τα νέα" του Μάρκου)
  • Καλαμπάκα (στου)-Όρμος της Πειραϊκής Χερσονήσου κοντά στη Σχολή Δοκίμων, όπου βρισκόταν και η ονομαστή ομώνυμη ταβέρνα με εξέδρα μέσα στη θάλασσα (βλ. "Έλα να μπερμπαντέψεις" του Μπαγιαντέρα)
  • καλαμπαλίκι -φασαρία/οχλαγωγία <ref name=Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη> (βλ. "Μικρός αρραβωνιάστηκα" του Μάρκου)
  • καλάρω - ρίχνω τα δίχτυα στη θάλασσα<ref name=Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη> (βλ. "Ο Ζέπος" του Παπαϊωάννου)
  • καλέ (η)-ερωμένη/φιλενάδα/γκόμενα<ref name Δαγκίτση> (βλ. "Η χασικλού" του Τούντα)
  • καντάρι (τρώω στο) - ξεγελάω/απατώ/τρώω στο ζύγι <ref name=Δαγκίτση> (βλ. "Είναι δυο χρονάκια" του Ροβερτάκη)
  • καντίνι, ντύθηκε στο καντίνι - ντύθηκε με πάρα πολύ μεγάλη φινέτσα. Από το καντίνι την πιο λεπτή χορδή των εγχόρδων οργάνων.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • κάπα (έχω κρεμάσει την κάπα μου) -έχω πιάσει "στασίδι" στη φυλακή, άνετα ξαναγυρνάω εκεί πίσω/η συμπεριφορά που προκύπτει από τέτοια αντίληψη των πραγμάτων <ref name=ΦΩΣ>(βλ. "Την κάπα μου την κρέμασα" του Μητσάκη)
  • καπνουλού -εργάτρια που στρίβει πούρα<ref name= Πετρόπουλος Ελευθεροτυπία> (βλ. "Καπνουλούδες" του Μπαγιαντέρα)
  • καράρι(μου) -στα μέτρα μου ακριβώς, ό,τι πρέπει<ref name Δαγκίτση> (βλ. "Τι σε μέλει εσένανε" Νταλγκάς)
  • Κάρκουλα (φυλακές)-παρεφθαρμένη εκφώνηση των φυλακών "Γκαρμπολά ή Γκαρπολά", οι οποίες λειτούργησαν από τα μέσα του 19ου αιώνα στην περιοχή Μοναστηρακίου-Ψυρρή. Έκλεισαν το 1887 όταν οι έγκλειστοι μεταφέρθηκαν στην Παλιά Στρατώνα (βλ. "Ο κατάδικος" του Γαβαλά)
  • καρσιλαμάς - Είδος λαϊκού χορού. Μτφ Είδος κλεψιάς<ref name="Τουμπεκί"/>: Ο κλέφτης συναντά απότομα το θύμα του, προσποιείται ότι χάνει το βήμα του πότε αριστερά, πότε δεξιά φροντίζοντας να συμπέφτει το παραστράτημα με τα βήματα του θύματος, ενώ ο συνεργάτης του κλέφτη επωφελείται και αδειάζει τις τσέπες του θύματος.
  • καρφιά (μπρούτζινα) -Στον Μεσοπόλεμο είχε καθοριστεί στα σταυροδρόμια να υπάρχουν κάθετες ζώνες που ορίζονταν από μπρούτζινα καρφιά πάνω στην άσφαλτο, από όπου υποχρεωτικά έπρεπε να γίνεται η διέλευση των πεζών (βλ. "Τα μπρούτζινα καρφιά" του Ν. Γούναρη)
  • καρφωτής - σπιούνος/προδότης<ref name= Καπετανάκη> (βλ. "Επιάσανε τον Μπάτη" των Ροβερτάκη-Σαββίδη).
  • κασόμπρα -ευτελές θηλυκό με άσχημους τρόπους/πόρνη<ref name=Πετρόπουλος-Καπετανάκης> (βλ. "Τουμπελέκι-τουμπελέκι" του Κωστή)
  • κατσαπροκάκι αιχμηρό εργαλείο με το οποίο ο τσαγκάρης ανοίγει τρύπες για να καρφώσει ξυλόπροκες (βλ. Τσαγκαράκι" του Σκαρβέλη)
  • κεμέρι -πουγγί/σακούλι<ref name Δαγκίτση> (βλ. "Ήμουνα μόρτης μια φορά" του Ζάττα)
  • Κένταυροι-131 Τεθωρακισμένη Μεραρχία «Κένταυρος» (Centauro) της Ιταλίας,που έλαβε μέρος στον ελληνοϊταλικό πόλεμο (βλ. "Άκου Ντούτσε μου τα νέα" του Μάρκου)
  • κιζλάρ-αγάδες -οι επικεφαλής των μαύρων ευνούχων που φύλαγαν τις οδαλίσκες του χαρεμιού. Υπήρχαν δύο τέτοιοι, ένας για το παλαιό παλάτι κι ένας για το νέο<ref name Encyclopaedia Americana> (βλ. "Φερετζέ φορώ" στο όνομα της Ρόζας)
  • κλαπαδόρας -ο μουσικός που παίζει κλαπαδόρα, δηλ. ένα λαϊκό χάλκινο πνευστό όργανο είδος κορνέτας/συνεκδοχικά, στην περίπτωσή μας,ονομάζονται έτσι οι Κερκυραίοι, καθώς έχουν πλούσια μουσική ζωή, ιδίως μέσα από τις φιλαρμονικές<ref name= Λεξικά Παγουλάτου και ΠΑΠΥΡΟΣ> (βλ. "Ο υμνούμενος" με τον Π. Κυριακό)
  • κόβω-Ξεγελάω, εκμεταλλεύομαι υπερβολικά και απομυζώ κάποιον <ref name Καπετανάκη-Δαγκίτση> (βλ. "Η κατάρα του χαρτοπαίκτη" του Περιστέρη)
  • κογιονάρω - Κοροϊδεύω, παραπλανώ, εξαπατώ
  • κοζάρω - α) κοιτάζω προσεχτικά και ζυγίζω ένα πρόσωπο, μια κατάσταση. Από την έκφραση το ατόμου που μετράει τα κόζια στην πρέφα, στο σκαμπίλι ή στο εξήνταέξι και λογαριάζει που να τα ακουμπήσει β) κοζάρω τη γκόμενα = ζυγίζω τη γυναίκα που βρίσκεται αντίκρυ μου και λογαριάζω πώς θα της επιτεθώ.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • κόζι - α) η κοινωνική αξία, η κοινωνική θέση. Από την χαρτοπαιχτική γλώσσα που σημαίνει το δυνατό χαρτί στην πρέφα, στο σκαμπίλι ή στο εξήνταέξη. Από το γαλλικό cause sociale = κοινωνική θέση, απ' το οποίο η λέξη cause = αιτία πήρε και τη σημασία προϋπόθεση πχ. Αυτός είναι γερό κόζι = Είναι άτομο που μετράει στην κρατική υπαλληλία, στην πολιτική και γενικά στο κατεστημένο β)η προϋπόθεση επιτυχίας σε μια υπόθεση πχ. Έχει κόζι η δουλειά = έχει σοβαρή πιθανότητα επιτυχίας. Πήγα να δω τα κόζια και γ) το "έχει κόζι η δουλειά" έχει και τη σημασία: υπάρχει στην υπόθεση κάποιο παράθυρο που αν το εκμεταλλευτούμε μπορεί να μας οδηγήσει σε αποτελέσματα που δεν μπορούμε να τα καθορίσουμε για την ώρα.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • κολλητήρι -συνωστισμός(βλ. "Το λεξικό του μάγκα" του Π. Κυριακού)
  • κομπάσο -διαβήτης για τη μέτρηση των αποστάσεων πάνω σε ναυτικό χάρτη βάσει της κλίμακας πλάτους<ref name=Χρηστικό Λεξικό Ακαδημίας> (βλ. "Αγόρασα δυο πετονιές" του Μουφλουζέλη)
  • κοντραμπατζής - Το άτομο που ασκεί παράνομο εμπόριο ή ανταλλαγή. Κοντραμπάντο: α) παράνομο εμπόριο ή ανταλλαγή. Από το ιταλικό contrabando = λαθρεμπόριο β) γενικά η ανταλλαγή αντικειμένων απαγορευμένων από το νόμο ή που αποφεύγουν τη φορολογία.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • κορτάκιας - ειρωνικά ο άντρας που ερωροτροπεί από συνήθεια. κορτάρω: α) ερωτοτροπώ β) καλοπιάνω γ) περιστοιχίζω, γυρίζω γύρω γύρω από άτομο ή αντικείμενο που το θέλω πολύ. κόρτε: Η ερωτοτροπία. Από το ιταλικό corte = η αυλή, η ακολουθία σημαίνοτος προσώπου.<ref name="Παπαζαχαρίου"/> (βλ. "Πέντε μάγκες" του Γιοβάν Τσαούς)
  • κουμαρτζής - Το άτομο που παίζει τυχερά παιχνίδια επαγγελματικά.<ref name="Παπαζαχαρίου"/> (βλ. "Ο κουμαρτζής" του Πιπεράκη)
  • κουλαντρίζω-Τα καταφέρνω <ref name Καπετανάκη> (βλ. "Το μπαρμπεράκι" του Μπάτη)
  • κουμπές -θόλος, τρούλος (βλ. "Πρέπει να χτίσω ένα τζαμί" του Μάρκου)
  • κουραμπιέδες -δανδήδες (βλ. "Το λεξικό του μάγκα" του Π. Κυριακού)
  • κουρμπέτι - η ζωή της πιάτσας, της μαγκιάς/η πιάτσα <ref name=Καπετανάκη> (βλ. "Το λεξικό του μάγκα" του Π. Κυριακού)
  • κουρνάζος-α -έξυπνος/καπάτσος/παμπόνηρος/μπερμπάντης<ref name=Πετρόπουλος-Καπετανάκης> (βλ. "Μπαρμπεράκι" του Μπάτη)
  • κουσουμάρω -χρησιμοποιώ/μεταχειρίζομαι<ref name Καπετανάκη> (βλ. "Οι τραγιάσκες" του Μάρκου)
  • κουτσαβάκι - 1. α) άτομο που μιλάει τη μάγκικη γλώσσα και παίρνει μιλώντας την το ύφος το ύφος και τον τόνο των παλιών νταήδων της αγοράς της Σύρου και της Αθήνας β) η κακολογία των παλιών νταήδων, και αυτών που συνέχισαν την παράδοση του λαϊκού εθιμικού κώδικα της αγοράς και της πιάτσας, από την κατεστημένη αστική εξουσία και τους διανοούμενους που εξυηρετούσαν την πάνω σε ξένα πρότυπα κατασκευασμένη μορφωτική μας βιτρίνα, έκανε να ερμηνεύται στα λεξικά μας η λέξη κουτσαβάκι με τη σημασία ψευτοπαλικαράς. Η καταγωγή της λέξης παραμένει σκοτεινή. Ο Ηλίας Πετρόπουλος παραθέτει την ετυμολογία του Φαιδωνος Κουκουλέ από το κουρτσουβάκης = αυτός που φοράει κουρτσοβράκια, δηλαδή κοντβράκια, και την παραβάλλει με τη λέξη κουταβάκι, το σκυλάκι. Μάλλον η εξήγηγση του Κουκουλέ είναι η σωστή απ' όσα μας δείχνει η εικονογραφία που σωζεται για την αμφίεση των νταήδων με κοντές φουφούλες ως το γόνατο ή πάνω από το γόνατο.<ref name="Παπαζαχαρίου"/> 2. (λαϊκό) α) λαϊκός μάγκας των αρχών του αιώνα, κυρίως στην Αθήνα, με χαρακτηριστικό μουστάκι, ντύσιμο και τρόπο ομιλίας. Συνώνυμο: παλληκαράς, ψευτοπαλληκαράς, νταής, μάγκας. β) (ως χαρακτηρισμός) πρόσωπο που κάνει το μάγκα, που παριστάνει το παλληκάρι. Επίσης: κουτσαβάκης, κουτσαβάκικος και κουτσαβάκικα. Ετυμολογία: Επώνυμο Κουτσαβάκης, που το ντύσιμο και, κυρίως, το βάδισμά του έγινε αντικείμενο μιμήσεως από πολλούς σύγχρονούς του, αβέβαιου ετύμου, ίσως <κούτσαβος<αρχαίο κότταβος=παιχνίδι με κύβους. Μολονότι η αρχική σημασία δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί επακριβώς, είναι χαρακτηριστικό ότι η αρχαία λέξη κότταβος δημιουργήθηκε σε παράγωγα με περιπαικτική χρήση, όπως λ.χ. κοτταβίζω=κάνω εμετό, μεθυσο-κότταβος κ.ά. Η ετυμολογία της είναι αβέβαιη, αλλά πιθανώς να συνδέεται με τα ουσιαστικά κόττις=κεφαλή και κοτύλη=κοιλότητα<ref name="Μπαμπινιώτης"/>
  • κούτσες -"κούκλες" τυλιγμένου νήματος (βλ. "Πολυτεχνίτης" του Μάρκου)
  • κούφιο - περίστροφο, γενικά όπλο<ref name="Σχορέλης_Α"/>
  • κοχλαράκιας- τοξικομανής/πρεζάκιας/ηρωινομανής<ref name=Πετρόπουλος-Δαγκίτσης> (βλ. "Ο κοχλαράκιας" των Βιτάλη-Μεσολογγίτη)
  • Κυβέλεια (τα) -Καφενείο-ζαχαροπλαστείο του μεσοπολέμου, στην Πανεπιστημίου 83 στα Χαυτεία (βλ. "Η παξιμαδοκλέφτρα" του Καρρά, ά εκτέλεση 1927)<ref name Η Καθημερινή 23/1/1994>

Λ

  • λαγωνικό -αστυνομικός της Δίωξης <ref name Δαγκίτση> (βλ. "Πάνε για το πράσο" του Χρυσαφάκη)
  • λάζο -μαχαίρι(βλ. "Το λεξικό του μάγκα" του Π. Κυριακού)
  • Λαναρά-Εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας που λειτούργησε από το 1934 στο Περιστέρι και ανήκε στους αδελφούς Λαναρά (βλ. Ρούκουνα, "Μια μικρή στο Περιστέρι")
  • λάχανο - Πορτοφόλι<ref name="Τουμπεκί"/>, και λαχανάδες οι πορτοφολάδες.
  • λεμές -ξεφτίλας/τιποτένιος/παλιάνθρωπος/ελεεινός<ref name=Πετρόπουλος-Δαγκίτσης-Καπετανάκης> (βλ. "Μες του Συγγρού τη φυλακή" του Νταλγκά)
  • λιμοκοντόρος - 1.Μονόδραχμο<ref name="Τουμπεκί"/> 2. (σκωπτικό) ο νέος που παρά την φτώχεια ή την πείνα του, ντύνεται και στολίζεται επιδεικτικά, προκειμένου να κάνει εντύπωση στους άλλους και ιδαίτερα στις νέες κοπέλες. Κυριολεκτικά είναι ο κόντες του λιμού, δηλαδή ο πεινασμένος κόμης <ref name="Μπαμπινιώτης">Γ. Μπαμπινιώτης - «Λεξικό της Νεας Ελληνικης Γλώσσας» Εκδόσεις «Κέντρο Λεξικολογίας» 2005, Β' Έκδοση, Β' Ανατύπωση</ref> 3. Απένταρος κομψευόμενος. Η λέξη φτιάχτηκε στο τέλος του περασμένου αιώνα όταν καταστράφηκε η παλιά αριστοκρατία και οι κόντηδες με τις Κωνσταντινοπολίτικες και επτανησιακές περγαμηνές ευγενείας γυρνούσαν λιμασμένοι με τα κομψά δυτικοαστικού τύπου ρούχα τους χωρίς οικονομικό αντίκρυσμα. <ref name="Παπαζαχαρίου"/> (βλ. "Κορίτσια μην πιστεύετε" του Κατσαρού)
  • λιμά - Τα άχρηστα και μη πειστικά λόγια, οι άχρηστες και χωρίς αξία πράξεις και χειρονομίες. Κυριολεκτικά είναι τα άχρηστα χαρτιά στο παιχνίδι της πρέφας {και του πόκερ} {προφορική λαϊκή παράδοση}. Δεν έχω κόζια για να σε χτυπήσω, μου πέσαν τα λιμά = Δεν έχω επιχειρήματα για να σε αντιμετωπίσω λόγω της αντικειμενικής τωρινής συγκυρίας. Μας έπιασε με τα λιμά = Τα επιχειρήματά του δεν είναι πειστικά. (αντίθετο: κόζια) <ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • Λύκοι (της Τοσκάνης) -ιταλική Μεραρχία που έλαβε μέρος στον ελληνοϊταλικό πόλεμο ηττηθείσα (βλ. "Άκου Ντούτσε μου τα νέα" του Μάρκου)

Μ

  • μαγγιόρος -μεγάλος/σπουδαίος/ικανός στην εργασία του/δυναμικός/έξυπνος<ref name=Καπετανάκης> (βλ. "Εδώ πληρώνονται όλα" του Ευαγγέλου)
  • μανίκι -αναποδιά (βλ. "Το λεξικό του μάγκα" του Π. Κυριακού)
  • μανίτα - Απάτη, παγίδα<ref name="Τουμπεκί"/>
  • μανιτάρι - Είδος κλεψιάς<ref name="Τουμπεκί"/>, όπου ο μανιταρτζής αφήνει να του πέσει το πορτοφόλι για να το βρει το κορόιδο. Μ' αυτό τον τρόπο, ξεμοναχιάζεται το θύμα από τον συνεργάτη του μανιταρτζή.
  • μαντάρα -χάλια<ref name=Καπετανάκης> (βλ. "Το μπαγλαμαδάκι σπάσε" του Νταλγκά)
  • μάπας - α)Ο αργιλές<ref name="Τουμπεκί"/> (βλ. "Μες του Ζαμπίκου τον τεκέ" του Τζόβενου)β)βλάκας/ηλίθιος/κουτός<ref name=Καπετανάκης-Δαγκίτσης> (βλ. "το μπαγλαμαδάκι σπάσε" του Νταλγκά)
  • μάπες - α) (ενικός) μάπα: α) ειρωνικά το πρόσωπο. Από το λατινικό (και ιταλικό) mappa = χάρτης και σφαιρικός χάρτης της υδρογείου ή χάρτης του ουρανού πχ. Για κοίταξε τη μάπα σου στον καθρέφτη β) το χαστούκι. Από το ότι συχνά στη γλώσσα της παιάτσας η κίνηση χαρακτηρίζεται από το χώρο ή το αντικείμενο στο οποίο εφρμόζεται πχ. πάλι τις μάπες σου θα φας γ) το άσχημο, το κατωτέρας ποιότητας αντικείμενο. Από τη μάπα = το λάχανο, που είναι άνοστο, σε σχέση με άλλα λαχανικά πχ. αυτό το εργαλείο είναι μάπα ψεύτικα.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • Μαρίκες/ντιγκιντάνγκ -θηλυπρεπείς(βλ. "Το λεξικό του μάγκα" του Π. Κυριακού)
  • μάρκα -άνθρωπος έξυπνος, επικίνδυνος,ικανός για όλα<ref name Καπετανάκη-Δαγκίτση> (βλ. "Μάρκα μ' έκαψες" του Μοντανάρη)
  • μασάτι - το ακόνι του χασάπη<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • μασούρι - πολλά χρήματα. Από την εικόνα της κολώνας των νομισμάτων ή των χαρτονομισμάτων που είναι τυλιγμένα σε σχήμα μασουριού<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • μασουρίζω -καρουλιάζω, τυλίγω το νήμα στο μασούρι της υφαντουργικής μηχανής. Και μεταφορικά "το μυαλό μου μασουρίζει"= γυρίζει γύρω γύρω (βλ. Ρούκουνα, "Μια μικρή στο Περιστέρι")
  • ματσαράγκα - μπερδεμένη δουλειά, κομπίνα, δόλος, παρατυπία. Από το ιταλικό mazzeranga = καταπάτηση οικοπέδου<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • μαύρο ή μαυράκι ή μαύρη - το χασίσι<ref name="Σχορέλης_Α"/> <ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • μαύρος - Ο αστυνομικός<ref name="Τουμπεκί"/>
  • μαχμούρης - μεθυσμένος/πιωμένος/νυσταγμένος μετά τη χρήση αλκοόλ/κακόκεφος/ανόρεκτος <ref name=Κυρανούδης> (βλ. "Γύρνα μόνος μες τη νύχτα" του Τσιτσάνη)
  • μέγκλα - ωραίο πράγμα! Από το made in England<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • μελάνη - Στάχτη στα μάτια, παραπλάνηση<ref name="Τουμπεκί"/>.
  • μερακλής - Άτομο που έχει την περιέργεια, την υπομονή και το ενδιαφέρον της γνώσης και της αίσθησης των συνδυασμών και των σχέσεων ανάμεσα στα πράγματα, στα άτομα και στα φαινόμενα. Από το τούρκικο merakli = περίεργος, ερευνητής. Οι μερακλήδες ήταν οι φιλόσοφοι του πολιτισμού του παζαριού, της αγοράς και της πιάτσας, εκείνοι που κωδικοποίησαν αυτόν τον πολιτισμό και που συνεχίζουν να μας διδάσκουν τί ταιριάζει στην εκάστοτε περίσταση, εμβαθύνοντας ταυτόχρονα στα καινούρια στοιχεία που εμφανίζονται και στις σχέχεις που αυτά δημιουργούν.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • μερακλίκια -γλέντια(βλ. "Το λεξικό του μάγκα" του Π. Κυριακού)
  • μηχανή - Απάτη, κόλπο, τέχνασμα, κομπίνα, συνωμοσία.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • μοσχομάγκες -οι αλητόπαιδες που σύχναζαν στην αποβάθρα του Ναυπλίου που ονομαζόταν προμαχώνας Μόσχου (προς τιμή του ήρωα αυτού που πρώτος πάτησε τα τείχη του Παλαμηδίου στην πολιορκία του 1822)/έτσι επίσης ομομάστηκαν και οι οπαδοί του φιλογαλλικού κόμματος, των οποίων ηγείτο ο Κωλέττης, ίσως ως εκ της γειτονίας του κτιρίου των Μοσχομαγκών με το μέγαρο της γαλλικής πρεσβείας<ref name=Λαμπρυνίδης> (βλ. "Οι νέοι χασικλήδες" με τον Νταλγκά)
  • μουρμούρης -ο δύστροπος χάριν παλληκαρισμού/ο αυτοδιαφημιζόμενος παλληκαράς/γκρινιάρης/ψευτοπαλληκαράς<ref name=Δαγκίτσης-Καπετανάκης> (βλ. "Ο συνάχης" του Μάρκου)
  • μούσμουλο - Σφαίρα
  • μπαγιόκο - 1. Κομπόδεμα<ref name="Τουμπεκί"/> 2. Τα λεφτά της καβάτζας, τα κρυμμένα για κάθε ενδεχόμενο χρήματα. Από το ιταλικό baiocco = το τάληρο<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • μπαλαμούτι - Από το τούρκικο balamut. α) η λαθροχειρία στο χαρτοπαίγνιο β) κόλπο, τέχνασμα, απάτη γ) ψέμα, παραμύθι πχ. Προσφέρω σε κάποιον αντί για καφε τριμμένο βελανίδι. μπαλαμουτιάζω: α) παραμυθιάζω κάποιον, τον κάνω να πιστέψει σε μία φανταστική ιστορία β) εξαπατώ κάποιον γ) βάζω χέρι σε γυναίκα. Εδώ υπάρχει λαϊκή παρετυμολογία του balamut από το "παλάμη"<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • μπανίζω -βλέπω/διακρίνω/επισημαίνω/αντιλαμβάνομαι<ref name Δαγκίτσης-Καπετανάκης> (βλ. "Το παιχνίδι του Αμερικάνου" του Σκαρβέλη)
  • μπανιόκα -το ψωμί(βλ. "Το λεξικό του μάγκα" του Π. Κυριακού)
  • μπανιστήρι -καθρέφτης(βλ. "Το λεξικό του μάγκα" του Π. Κυριακού)
  • μπατιρίζω – Χάνω τα λεφτά μου, καταστρέφομαι<ref name="Σχορέλης_Α"/>
  • μπεκιάρης -άγαμος/ανύπαντρος<ref name=Δαγκίτσης> (βλ. "Ο μπεκιάρης" των Τζουανάκου-Κοφινιώτη)
  • μπεμπέδες -αθλητές(βλ. "Το λεξικό του μάγκα" του Π. Κυριακού)
  • μπερμπάντης - λέξη σχετική με το αλάνης <ref name="Σχορέλης_Α"/>
  • μπήκες; -εννόησες;(βλ. "Το λεξικό του μάγκα" του Π. Κυριακού)
  • μπιλαντέρια -αδέλφια/φίλοι/σύντροφοι/συγγενείς<ref name= Κυρανούδης> (βλ. "Μπελεντέρια" του Περιστέρη)
  • μπιτιρήνι ή μπιτιρήμι - (τουρκ. αργκώ) προέρχεται απο τη λέξη bitirim, που σημαίνει barbut oynatılan yer, δηλαδή οργανωμένη (προστατευόμενη) μπαρμπουτιέρα.
  • μπιρ Αλλάχ! – ζήτω ο Αλλάχ, δόξα στον Αλλάχ<ref name="Σχορέλης_Α"/> Κυριολεκτικά θα πει ένας (είναι ο) Αλλάχ! από το τουρκικό bir Allah! Φέρνω κάποιον στο μπιρ Αλλάχ = εκβιάζω, βασανίζω, δέρνω, πιέζω κάποιον τόσο που να ζητήσει έλεος, φέρνω κάποιον στο αμήν (στο απροχώρητο)<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • μπουγιουρντί - έγγραφη διαταγή, έγγραφη άδεια, πιστοποιητικό, δίπλωμα. Από το τούρκικο buyurdi που θα πει διετάχθη, προσετάχθει.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • μπουζουριέρα -το χρησιμοποιούμενον προς κάλυψιν παρανόμου πράξεως μέσον/προπέτασμα/προκάλυμμα/τεχνητό εμπόδιο <ref name=Καπετανάκης> (βλ. "Βάρκα μου μπογιατισμένη" του Μπάτη)
  • μπουζουριάζω -ά)σκοτώνω <ref name Δαγκίτση> (βλ. "Ο ισοβίτης" Μάρκου), β)τρώω (βλ. "Το λεξικό του μάγκα" του Π. Κυριακού)
  • μπουλασαλίκι -εριστικότητα (ίσως από το τουρκικό boluculuk=διάσπαση/διχασμός<ref name=Τουρκο-ελληνικό Λεξικό> (βλ. "Ο συνάχης" του Μάρκου")
  • μπουφετζής – αυτός που εξυπηρετεί τους πελάτες του «μπουφέ», εκεί που προσφέρονται ναρκωτικά και ποτά<ref name="Σχορέλης_Α"/>
  • μυτιά -πρέζα/δόση ηρωίνης<ref name=Δαγκίτσης> (βλ. "Ο πόνος του πρεζάκια" του Δελιά)

Ν

  • νεφέσι - Η ρουφηξιά του τσιγάρου με χασίς. Από το τούρκικο nefes = εισπνοή<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • νταγιαντώ -ανέχομαι/υπομένω (τουρκ. dayanmak)<ref name+Τουρκο-ελληνικό Λεξικό> (βλ. "Μπαρμπούνι μου θαλασσινό" στο όνομα της Ρ. Εσκενάζι)
  • νταηλίκι - παλικαριά<ref name="Σχορέλης_Α"/>
  • νταής - παλικαράς<ref name="Σχορέλης_Α"/>
  • νταλγκαδάκι – στεναχώρια από ερωτική απογοήτευση<ref name="Σχορέλης_Α"/>
  • νταλγκάς – (τουρκ. dalga =κύμα, τρικλοποδιά) ερωτικός καημός<ref name="Σχορέλης_Α"/>
  • νταμίρα -χασίς<ref name=Πετρόπουλος-Δαγκίτσης-Καπετανάκης> (βλ. "Η νταμίρα" του Νταλγκά)
  • ντερβίσης (και δερβίσης) -έτσι ονομαζόταν ο μανιώδης καπνιστής που ανήκε στο ιερό τάγμα των Μαβλεβή-Ντερβίς/λεβέντης/ασίκης/συνεπής στον λόγο του<ref name=Καπετανάκης> (βλ. "Νέοι χασικλήδες" με τον Νταλγκά)
  • ντιγκιντάγκ -ο θηλυπρεπής<ref name=Καπετανάκης-Δαγκίτσης> (βλ. "Ο ρεμπέτης" του Κ. Ρουμελιώτη [=Φαλτάιτς])
  • NRA (έν α ρε) -Στην περίοδο που ακολούθησε την Κρίση του 1929 στην Αμερική, μεταξύ άλλων θεσπίστηκε ο νόμος National Industrial Recovery Act (NIRA), που συχνά ατυχώς γραφόταν και ως National Recovery Act (NRA), δημιουργώντας αρκετή σύγχυση με τη National Recovery Administration (NRA) που ιδρύθηκε βάσει των διατάξεων της NIRA στις 20 Ιουνίου 1933 και είχε την εποπτεία επί των θεσπιζομένων κωδίκων θεμιτού εμπορίου και λοιπών εργασιακών ζητημάτων. Στο πλαίσιο των NIRA/NRA, ρυθμίζονταν ζητήματα που αφορούσαν τις ώρες εργασίας, τα κατώτατα όρια μισθών των εργαζομένων και τις εν γένει εργασιακές σχέσεις. Στο συγκεκριμένο τραγούδι, φαίνεται ότι αυτές οι «εκατό δραχμές την ώρα» ήταν το ωρομίσθιο που εξασφάλιζε ο ήρωας μέσα από τις ευνοϊκές ρυθμίσεις της NIRA/NRA, πράγμα που του επέτρεπε να πάρει στην αγαπημένη του και καναπέ. (βλ. «Εργάτης τιμημένος» του Τούντα, στην εκτέλεση Αμερικής με τον Δούσα)
  • ντου -επίθεση/διαρπαγή/λεηλασία <ref name=Δαγκίτση> (βλ. "Θα κάνω ντου βρε πονηρή" του Τσιτσάνη)
  • ντουζένι: α) το κατά διάφορο τρόπο κούρδισμα εγχόρδου μπουζουκιού ή άλλου μουσικού οργάνου <ref name=Καπετανάκης-Πετρόπουλος> (βλ. «Ο δερβίσης» του Μάρκου) β)κέφι/έξαρση <ref name=Πετρόπουλος-Καπετανάκης-Δαγκίτσης>(βλ. «Όταν πλύνω τουμπεκάκι» του Μάρκου)γ)αρμονία/τραγούδι <ref name=Κωστίου> (βλ. «Έτοιμος είναι ο μπαγλαμάς» του Χρυσίνη)δ) μουσική αρμονία/σκοπός/μελωδία/χαβάς (Αεροκωπηλάτης) (βλ. «Τον μπαγλαμά μου έσπασα» του Ευσταθίου) ε)βλάμικο τραγούδι/μόρτικες στροφές (εδώ έχουμε μια άγνωστη έως τώρα ονομασία των ρεμπέτικων τραγουδιών εκ μέρους του Τύπου της εποχής: βλ. Η Πολιτεία 21/3/1923, Σκριπ 30/8/1927, 4/9/1927, Η Εθνική 29/11/1936)
  • ντουμάνι – ασφυκτική ατμόσφαιρα από καπνούς<ref name="Σχορέλης_Α"/>
  • ντουντού -γκόμενα/αγαπητικιά/αγαπημένη/εκλεκτή/καλή/σύζυγος/χαμούρα που κάνει την κυρία<ref name=Πετρόπουλος-Καπετανάκης-Δαγκίτσης> (βλ. "Ντουντού" του Νταλγκά)
  • ντερμπεντέρης ή ντελμπεντέρης-λεβέντης/γενναιόψυχοε/άντρας καθώς πρέπει/γενναιόδωρος/αφεντάνθρωπος/ντερβίσης<ref name=Πετρόπουλος-Καπετανάκης-Δαγκίτσης" (βλ. "Ξύσου γέρο" του Νταλγκά)
  • ντουμπλές (ο) -α)μέταλλο με λεπτότατο επίχρισμα χρυσού ή αργύρου<ref name=Λεξικό ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ-ΜΠΡΙΤΑΝΝΙΚΑ> (βλ. "Εγώ θέλω πριγκιπέσσα" του Τούντα), β)πράγμα που επαναλαμβάνεται δύο φορές<ref name=Λεξικό ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ-ΜΠΡΙΤΑΝΝΙΚΑ> (βλ. "Σ' ένα ντεκέ σκαρώσαμε" του Τσιτσάνη)

Ξ

Ο

  • ολμάζ! - Αυτό δεν γίνεται σε καμία περίπτωση! Από το τούρκικο olmaz = δεν γίνεται<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • οντουλασιόν -τεχνητό κατσάρωμα των μαλλιών (και ρήμα οντουλάρω, βλ. ""Μπερμπεράκι" Μπάτη), βλ. "Στα κατσαρά σου βάλθηκα" του Χρυσαφάκη.

Π

  • παιχνίδια -μουσικά όργανα (βλ. "Το νέο χασαπάκι" του Καρακάση)
  • παμεινώντας -το παλτό<ref name=Πετρόπουλος> (βλ. "Το λεξικό του μάγκα" του Π. Κυριακού)
  • παξιμάδα -γυναίκα του δρόμου (που πεινάει και που κλέβει παξιμάδια)/πόρνη (βλ. "Τρελή μου παξιμαδοκλέφτρα" του Καρρά)<ref name Δαγκίτση>
  • παπάς -απαγορευμένο παιχνίδι με τρία τραπουλόχαρτα, παιζόμενο λαθροχειρικώς/γνωστό δήθεν τυχερό παιχνίδι με έναν παπά και 2 άλλα τραπουλόχαρτα: όποιος μαντέψειποιο απ' τα 3 είναι ο παπάς κερδίζει -παπατζής -ο επαγγελματικώς παίζων αυτό με τη βοήθεια αβανταδόρων <ref name= Δαγκίτσης-Καπετανάκης>(βλ. "Ο παπατζής" του Παπάζογλου)
  • παρασάγγας (απέχει) -έχει τεράστια διαφορά/βρίσκεται πολύ μακριά (παρασάγγης: αρχαίο μέτρο μήκους των Περσών)<ref name=Μπαμπινιώτη> (βλ. "Ο ρεμπέτης" του Κ. Ρουμελιώτη [=Φαλτάιτς])
  • Παρλαμά (στου) –περίφημη προπολεμική ταβέρνα στην είσοδο του λιμένος Πειραιώς, στην ακτή Αλκίμου, μέσα στο πευκόφυτο τότε Βασιλικό Περίπτερο («Παλατάκι»). Κατά τη γερμανική κατοχή, ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας, Μανώλης Παρλαμάς, μετείχε στην ομάδα ναυτικών πληροφοριών «Πάρις» της οργάνωσης κατασκοπείας και σαμποτάζ «Απόλλων», που υπαγόταν στον Σταθμό Μέσης Ανατολής (Force 133) του αγγλικού Στρατηγείου. Για την αντιστασιακή δράση του συνελήφθη και εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στο Χαϊδάρι στις 8/9/1944.<ref name ΔΙΣ, Αρχεία Εθνικής Αντίστασης, τόμος 7ος, «Αντιστασιακές οργανώσεις εσωτερικού», 1998-Ακρόπολις 16/2/1933> (βλ. "Οι αδικοπνιγμένοι" του Ρούκουνα)
  • πάτα κιούτα κιουτ -πατακιούτ=κρότος χτυπημάτων, ξυλιές, γροθιές<ref name Δαγκίτση> (βλ. "Χλαπάτσος και Μπισμπιρής" του Μακρή)
  • πέριξ (τα) -απόκεντρα και μακρινά μέρη, υπόγεια, υπαίθρια καταφύγια, που επιλέγονται για τη χρήση χασίς, ως τεκέδες<ref name=Σκούρας> (βλ. "Της μαστούρας ο σκοπός" του Τσιτσάνη)
  • πίκα -πείσμα (βάζω πίκα=το βάζω πείσμα),<ref name=Δαγκίτσης>(βλ. "Βλάμης και ναζού" του Γιαννακού)
  • πολιτσμάνοι ή μολυσμάνοι - αστυνομικοί, αστυφύλακες<ref name="Σχορέλης_Α"/>
  • πόντος -άνθρωπος επίφοβος, επικίνδυνος<ref name Δαγκίτση> (βλ. "Είσαι πόντος" του Ασίκη)
  • πουλεύω -φεύγω/εξαφανίζομαι/γίνομαι πουλί<ref name=Πικρός-Δαγκίτσης-Καπετανάκης> (βλ. "Καπνουλούδες" του Μπαγιαντέρα)
  • πράσο -πορτοφόλι/κλοπιμαίο/<ref name=Πικρός-Δαγκίτσης-Καπετανάκης> (βλ. "Πάνε για το πράσο" του Χρυσαφάκη)

Ρ

  • ρεμιζάρω παρκάρω/αράζω<ref name=Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη> (βλ. "Βαλεντίνα" του Μητσάκη)
  • ρεμπελιό -ζωή τεμπέλικη, ακατάστατη και χωρίς προκοπή<ref name= Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη> (βλ. "Ο κουμπούρας απ' τη Βάθη" του Στάμου)
  • ρεφάρω – ισοφαρίζω, παίρνω πίσω τα χαμένα. Λύνω τα οικονομικά μου προβλήματα<ref name="Σχορέλης_Α"/>
  • ρεστάρω -μένω ρέστος/κάνω κάποιον να μείνει ρέστος/τον καταστρέφω οικονομικά<ref name=Καπετανάκης> (βλ. "Πάλιωσε το σακάκι μου" του Τσιτσάνη)
  • ρόδα (κόβω) -φεύγω <ref name Δαγκίτση> (βλ. "Τα τσαγκαράκια" του Μάρκου)
  • ροσόλι - σερμπέτι, γλυκό

Σ

  • σακουλεύομαι - αντιλαμβάνομαι<ref name="Τουμπεκί"/> και Σακούλα - προστακτική του σακουλεύομαι
  • σαλτάρω – πηδάω<ref name="Σχορέλης_Α"/>
  • σάνος -ενέχυρο<ref naame=Σχορέλης> (βλ. "Το μπαρμπούτι" του Τούντα)
  • σαρμάκο (κάνω) μένω με ανοιχτό το στόμα/δεν βγάζω τσιμουδιά/κάνω πως δεν καταλαβαίνω <ref name=Καπετανάκης-Δαγκίτσης-Πετρόπουλος>(βλ. "Ο Μάρκος κάνει σαρμάκο")
  • σεκλέτια - στεναχώριες<ref name="Τουμπεκί"/>
  • σερμπέτι - γλυκό
  • σκαλέτα - [σκαλέτο] τρόπος, μέθοδος χαρτοκλεψίας<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • σορόκα -η αλλήθωρη(βλ. "Το λεξικό του μάγκα" του Π. Κυριακού)
  • σουπιά - Χαφιές<ref name="Τουμπεκί"/>
  • σουρουκλεμές -αλανιάρης/αλήτης<ref name=Δαγκίτσης> (βλ. "Με πιάνουνε ζαλάδες" του Κωστή)
  • σπαγάνι - α) μυρωδάτο τουμπεκί του Ισπαχάν β) πρώτης ποιότητας αντικείμενο, εμπόρευμα, πρόσωπο<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • σπάγκος - Ο τσιγγούνης<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • σπλάχνο -η γκόμενα(βλ. "Το λεξικό του μάγκα" του Π. Κυριακού)
  • στανάχωρο - δαχτυλίδι<ref name="Τουμπεκί"/>
  • σταυρωτής -αστυνομικός/χωροφύλακας<ref name=Πετρόπουλος-Δαγκίτσης> (βλ. "Ο σερέτης" του Μοντανάρη)
  • στενή - Η φυλακή, το πειθαρχείο<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • συνάχης - Θυμωμένος, τσαντισμένος
  • σώτος -κερδισμένος<ref name Καπετανάκη> (βλ."Τεκετζής" του Περιστέρη)

Τ

  • ταράφα - φατρία. κόμμα, συμμορία<ref name="Τουμπεκί"/> δεν απαντά, νομίζω, σε ρεμπέτικο τραγούδι η λέξη
  • τάφος - χρηματοκιβώτιο<ref name="Τουμπεκί"/>
  • τεκές η ντεκές – (τουρκ. tekke ισλαμικό μοναστήρι) τόπος που καπνίζουν χασίσι η παίρνουν διάφορα ναρκωτικά<ref name="Σχορέλης_Α"/>
  • τέρτσος - Ο χαμένος ή ζημιωμένος, ο γκρινιάρης στη χαρτοπαιχτική γλώσσα. Από το ιταλικό terzo = τρίτος <ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • τζαρές -δουλειά/τρόπος/λύση/βόλεμα<ref name καπετανάκη-Δαγκίτση> (βλ. "Μάγκες πιάστε τα βουνά" του Στράτου)
  • τζες – κάποιος που δεν εκτιμούμε η δεν υπολογίζουμε, π.χ. ο τζες σου, φυλαχτείτε απ’ τους τζέδες (αστυνομικούς ή τους ρουφιάνους)<ref name="Σχορέλης_Α"/>
  • τζιμάλι/τζεμάλι -εκλεκτός/υπέροχος/ξεχωριστός/αξιαγάπητος/πλήρης προτερημάτων<ref name=Δαγκίτσης-Καπετανάκης> (βλ. "Το μπαγλαμαδάκι σπάσε" του Νταλγκά).Δεδομένου ότι ο τύπος "τζιμάλι" προηγήθηκε (τουλάχιστον από το 1895 σε κείμενο του Τραυλαντώνη, βλ. ιστολόγιο Ν. Σαραντάκου), πιθανολογώ ότι μάλλον ο τύπος "τζιμάνι", που ληματογραφείται αμέσως παρακάτω, είναι παρεφθαρμένος/παράλληλος τύπος από ένα μεταγενέστερο χρονικό σημείο και μετά.Η σημασία πάντως είναι κοινή.
  • τζιμάνι - 1.Από το g-man (government man), o άνθρωπος της κυβέρνησης, αποδιδόταν συνθηματικά στους ειδικούς πράκτορες του F.B.I.. Αργότερα πήρε θετική σημασία και χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος είναι έξυπνος και ικανός πχ. παιδί τζιμάνι. Χρησιμοποιείται και ειρωνικά πχ. Τζιμάνι είσαι μωρ' αδερφάκι μου! <ref name="Μπαμπινιώτης"/> 2. Ο εξαιρετικός άντρας, ο αξιαγάπητος αλλά και σεβαστός, που κανένας δεν τολμάει να τον θίξει ή να του κάνει τον έξυπνο γιατί ξέρει ότι θα έχει άσχημα ξεμπερδέματα μαζί του. Από την αμερικάνικη συντετμημένη λέξη G. man, που έφτασε ως το ελληνικό κοινό κατά δύο δυνατούς τρόπους: α) Από τις αμερικάνικες ταινίες του Μεσοπολέμου που είχαν για ήρωες μέλη της καναδικής έφιππης αστυνομίας που στο πηλίκιό τους έγραφε G, δηλαδή Guardian = φύλακας, αστυφύλακας και β) από τις αμερικάνικες ταινίες και την αστυνομική φιλολογία της "Μάσκας" που είχαν για ήρωες μέλη του F.B.I., το Λέμυ Κώσιον κλπ. που ονομάζονταν G. man = government man, άνθρωποι της κυβερνήσεως. Κατά τη γνώμη μας μάλλον η δεύτερη σημασία είχε μεγαλύτερη διάδοση στην Αθήνα και αυτή προκάλεσε τη δημιουργία της εικόνας του ευγενικού αλλά αποτελεσματικού άντρα. Ο Καπετανάκης επειδή δεν ξέρει την καταγωγή της λέξης την λάθος: τζιμάλι, με την ίδια σημασία. Το ίδιο και ο Δαγκίτσης την παραθέτει με τη μορφή τζιμάλης, τζιμάλι,τζιμαλοκόριτσο. <ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • τζούρα -μικρό κομμάτι χασις/αποκαϊδια του λουλά/καρβουνοποιημένο τουμπεκί/ρουφηξιά<ref name=Πετρόπουλος-Καπετανάκης-Δαγκίτσης> (βλ. "Κάφτονε Σταύρο" του Μάρκου/"Πέντε μάγκες" του Τσαούς)
  • τουμπεκί - καπνός επεξεργασμένος για κάπνισμα με ναργιλέ Πρότυπο:Πηγή
  • τούφα - φυλακή<ref name="Τουμπεκί"/> και τουφατζής ο φυλακισμένος
  • τραβηχτό - το μαρκούτσι του αργιλέ<ref name="Τουμπεκί"/>
  • τράκα -δάνειο(βλ. "Το λεξικό του μάγκα" του Π. Κυριακού)
  • τρυγόνες-κορίτσια (βλ. "Το λεξικό του μάγκα" του Π. Κυριακού)
  • τρώγω - παίρνω, αφαιρώ, δωροδοκούμαι<ref name="Τουμπεκί"/>
  • τσαγγός -ζόρικος/σέρτικος/αυστηρός/αψύς/δύστροπος <ref name Καπετανάκη-Δαγκίτση> (βλ. "Το εισπρακτοράκι" του Σέμση)
  • τσακιστή - πόρτα<ref name="Τουμπεκί"/>
  • τσαμασίρια - ασπρόρουχα/ρουχισμός/τα υπάρχοντα/συμπράγκαλα/στρωσίδια<ref name=Τουμπεκί-Πετρόπουλος-Δαγκίτσης-Καπετανάκης/> (βλ. "Το ντιβάνι" του Τσιτσάνη)
  • τσαμπουκαλίκι -θυμός (βλ. "Το λεξικό του μάγκα" του Π. Κυριακού)
  • τσαρδί - χαϊδευτικα το σπίτι, η κατοικία, με σημασία προσωρινότητας και καταφυγίου. Από το σπιτάκι του κηπουρού ή το προσωρινό καλύβι του καλοκαιριού.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>τσαρδάκα -καλύβα, παράπηγμα, παράγκα (βλ. "Ζούλα η Μαριωρή" του Τούντα)
  • τσικ λεβέντης -λεβέντης ξακουστός/πραγματικός/πρώτης τάξης/φημισμένος<ref name=Πετρόπουλος-Καπετανάκης-Δαγκίτσης> (βλ. "Νέοι χασικλήδες")
  • τσίκα - καπνός, από το γαλλικό chique Πρότυπο:Πηγή
  • τσίλια - η φρούρηση<ref name="Τουμπεκί"/>, η δουλειά του τσιλιαδόρου<ref name="Σχορέλης_Α"/>
  • τσίλιας - χωροφύλακας<ref name="Τουμπεκί"/>
  • τσιλιαδόρος - σκοπός, φρουρός, κάποιος που προσέχει για να ειδοποιήσει στην κατάλληλη στιγμή <ref name="Σχορέλης_Α"/>
  • τσίλικος - Αστραφτερός, καινούριος, ατσάλινος, γερός. Από το τούρκικο celik = το ατσάλι.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • τσιμπώ - 1. παίρνω, αφαιρώ<ref name="Τουμπεκί"/> 2. α) πέφτω στην ενέδρα, αντιδρώ β) μου προκαλείται το ενδιαφέρον γ) παίρνω χρήματα, επωφελούμαι δ) καταλαβαίνω ε) συλλαμβάνω κάποιον. έγινε τσιμπητός = τον πιάσανε<ref name="Παπαζαχαρίου"/>
  • τσουβαλιάζομαι - αντιλαμβάνομαι/"σακουλεύομαι"<ref name="Τουμπεκί"/>(βλ. "Η κολπατζού" του Μάρκου)

Υ

Φ

  • φερμάρω-στήνω καρτέρι/παραφυλάω <ref name Καπετανάκη-Δαγκίτση> (βλ. "Πάνε για το πράσο" του Χρυσαφάκη)
  • φέρτε (είμαι)είμαι έτοιμος/ είμαι στο αμήν<ref name Καπετανάκη-Δαγκίτση> (βλ. "Οι τραγιάσκες" του Μάρκου)
  • φέσι -άλλη ονομασία του λουλά:μικρό ωωειδές δοχείο κολλημένο στην κορυφή του σέρι, για την εναπόθεση και το κάψιμο του χασίς<ref name=Σκούρας> (βλ. "Στην υπόγα" του Κωστή)
  • φουμάρω ή φουμέρνω - καπνίζω <ref name="Σχορέλης_Α"/>

Χ

  • χαλβάδες -οι κουτοί(βλ. "Το λεξικό του μάγκα" του Π. Κυριακού)
  • χαρμάνης - αυτός που δεν κάπνισε ακόμη<ref name="Τουμπεκί"/>
  • χαρχαλάς -ανακατωσούρας (βλ. "Ο πιτσιρίκος" του Δραγάτση)
  • χήνες -χιλιάρικα<ref name=Καπετανάκης-Δαγκίτσης> (βλ. "Ο Αμερικάνος" του Μοντανάρη)
  • χρυσή - Βγάζω τη χρυσή: Με πιάνει τρομερός θυμός που δεν μπορώ να τον εξωτερικεύσω. Από την εικόνα του ατόμου που πάσχει από χρυσή, δηλαδή από ίκτερο του ήπατος και από την αντίδραση πάνω στο οποίο επιδρά ο μεγάλος θυμός, γι αυτό και το θυμωμένο άτομο κιτρινίζει όπως το άτομο που πάσχει από ίκτερο ή ηπατίτιδα.<ref name="Παπαζαχαρίου"/>

Ψ

  • ψειρίζω - κλέβω, αδειάζω τις τσέπες<ref name="Τουμπεκί"/>
  • ψειρού - φυλακή<ref name="Τουμπεκί"/>
  • ψήνω - εξαγοράζω, δωροδοκώ, συμφωνώ<ref name="Τουμπεκί"/>
  • ψιλή - παντάρα, οβολός<ref name="Τουμπεκί"/>

Ω

Παραπομπές

<references/>


Πηγές

  • Τάσος Σχορέλης - «Ανθολογία ρεμπέτικου τραγουδιού» (Τόμος Α') (Εκδόσεις Πλέθρον, 1977)
  • Πέτρος Πικρός - «Τουμπεκί...» (Πρώτη έκδοση 1927)
  • Γ. Μπαμπινιώτης - «Λεξικό της Νεας Ελληνικης Γλώσσας» Εκδόσεις «Κέντρο Λεξικολογίας» 2005, Β' Έκδοση, Β' Ανατύπωση.
  • E. Παπαζαχαρίου ή Ζάχος - «Λεξικό της Ελληνικής Αργκό» ή «Λεξικό της Πιάτσας», Εκδόσεις Κάκτος, Β' Έκδοση, Δεκέμβριος 1998
  • Κ. Δαγκίτση -Λεξικό της λαϊκής (εκδ. Βασιλείου 1967)
  • Βρ. Καπετανάκη -Λεξικό της πιάτσας (γ΄ έκδοση, Αλφειός 1989)
  • Encyclopaedia Americana:A popular Dictionary of Arts, Sciences, Literature etc, τόμος 6 (1844)
  • Η Εθνική 27/4/1936
  • Η Καθημερινή (Επτά Ημέρες:Ομόνοια, η καρδιά της Αθήνας), 23/1/1994
  • ΔΙΣ, Αρχεία Εθνικής Αντίστασης, τόμος 7ος, «Αντιστασιακές οργανώσεις εσωτερικού», 1998
  • "Η Καθημερινή" 25/10/2015
  • Ακρόπολις 16/2/1933
  • Η. Πετρόπουλος -"Γλωσσάριο των ρεμπέτηδων" (α΄έκδοση "Ρεμπέτικα τραγούδια" 1968)
  • Η. Πετρόπουλος, "Γράμμα από το Παρίσι" (Ελευθεροτυπία 18/6/2000)
  • Παγουλάτου "Υπερλεξικό της νεοελληνικής"
  • Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη "Λεξικό της Κοινής νεοελληνικής"
  • Π. Κυρανούδης "Μορφολογία των τουρκικών δανείων της ελληνικής γλώσσας", Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη 2009
  • Κέντρο Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμού, "Τουρκο-ελληνικό Λεξικό" (2000)
  • "Ερμηνευτικό και ετυμολογικό Λεξικό της ελληνικής γλώσσας" (ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ-ΜΠΡΙΤΑΝΝΙΚΑ 1991)
  • "Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής", της ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ, 2014.
  • "Λεξικό Νέας Ελληνικής Γλώσσας" Μπαμπινιώτη, 2002
  • Γιάννης Σκαρίμπας Ο Κύριος του Τζακ-Πατς και απαγάι (επιμ. Κ. Κωστίου, Νεφέλη 1996)
  • Φ. Σκούρας "Οι χασισομανείς" (Ιατρικός Τύπος Ιανουάριος 1933)
  • Μ. Λαμπρυνίδης, "Οι μοσχομάγκες", Αθήναι 12/9/1904
  • εφημ. Φως30/7/1870