Γιοβάν Τσαούς

Από στίχοι
Αναθεώρηση ως προς 00:00, 1 Ιανουαρίου 1970 από τον bill1961 (συζήτηση)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γιάννης Εϊτζιρίδης ή Ετσειρίδης ή Γιοβάν Τσαούς (Κασταμονή Πόντου 1893 – Κοκκινιά 1942)


Βιογραφία

Ο Γιάννης Εϊτζιρίδης ήταν ποντιακής καταγωγής. Γεννήθηκε στην Κασταμονή του Ικονίου της Μικράς Ασίας στα 1893. Ασχολήθηκε από μικρή ηλικία με τη μουσική, παίζοντας ταμπούρ και άλλα έγχορδα (βιολί, ούτι κ.ά.). Όντας Τούρκος υπήκοος υπηρέτησε στον Τούρκικο Στρατό με το βαθμό του Λοχία (Τσαούς), γι’ αυτό και απέκτησε το παρατσούκλι Γιοβάν Τσαούς. Πριν ακόμη τη Μικρασιατική καταστροφή, είναι πασίγνωστος ως μουσικός στη Μικρά Ασία, σε σημείο που να καλείται από το σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ για να παίξει στην αυλή του. Με τη Μικρασιατική καταστροφή, ο Γιοβάν Τσαούς βρίσκεται από τα παλάτια του Αβδούλ Χαμίτ, στα προσφυγικά υπόστεγα του Πειραιά. Μετά τα πρώτα δύσκολα χρόνια, η οικογένεια του κατόρθωσε να φτιάξει ένα διώροφο σπίτι, κοντά στις εγκαταστάσεις του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς, στην επέκταση των γραμμών του σιδηροδρομικού σταθμού του Πειραιά.

Στην Ελλάδα δε δούλεψε καθόλου σαν επαγγελματίας μουσικός. Έπαιζε και έγραφε για το κέφι του. Δεν ανέβηκε ποτέ σε πάλκο, με τη μορφή που πήρε στην Ελλάδα τα χρόνια εκείνα.

‘’Δεν παίζω εγώ για να χορεύουν οι πουτάνες’’, έλεγε.

Ζούσε κάνοντας το ράφτη με βοηθό τη γυναίκα του Αικατερίνη, το γένος Καραγιώργη Χουρμούζη, στο ραφείο που εγκατέστησε στο ισόγειο του σπιτιού τους. Το 1930-31 νοίκιασαν και λειτούργησαν ένα μαγειριό-ουζερί προς το Πέραμα. Μετά το 1932 μετέτρεψε το ραφείο σε ουζερί.

Ο Γιοβάν Τσαούς απέκτησε τη φήμη του καλύτερου δεξιοτέχνη μπουζουξή της εποχής του (φήμη που κατά ένα μέρος οφείλεται στα ατελείωτα ταξίμια του αλλά και στα «περίεργα» μουσικά του όργανα που κανείς άλλος δε μπορούσε να παίξει) με άριστες γνώσεις των δρόμων (μακάμ) της ανατολίτικης μουσικής τις οποίες μετέδωσε και σε άλλους σύγχρονούς του λαϊκούς δημιουργούς.

Την περίοδο 1935-37 φωνογραφεί τα δώδεκα τραγούδια που υπάρχουν στο όνομά του και συμμετέχει στην ηχογράφηση μιας δεκάδας περίπου τραγουδιών άλλων συνθετών, όπως για παράδειγμα του Τούντα . Παύει και αυτός (όπως και ο Βαγγέλης Παπάζογλου, κ.ά.) να φωνογραφεί μετά την επιβολή της Μεταξικής λογοκρισίας.

Το 1937 μετακόμισαν από τον Πειραιά οριστικά στο σπίτι τους στην Κοκκινιά. Ο Γιοβάν Τσαούς πέθανε ξαφνικά τον Οκτώβριο του 1942 από δηλητηρίαση: Έφαγε τηγανόψωμο που έφτιαξε με χαλασμένο αλεύρι που το βρήκε σε ένα βομβαρδισμένο πλοίο στον Πειραιά. Λίγες ώρες αργότερα, από την ίδια αιτία, πέθανε και η γυναίκα του.


Δισκογραφία

Ο Γιάννης Εΐτζιρίδης έγραψε αρκετά ρεμπέτικα αριστουργήματα αλλά φωνογράφησε μόνο δώδεκα στο όνομά του. Οι στίχοι των τραγουδιών του οφείλονται κυρίως στη γυναίκα του. Από το σπίτι τους, η θέα των πρεζάκηδων που έβρισκαν καταφύγιο στα βαγόνια του τραίνου, θα συγκινήσει βαθειά το ζεύγος Εϊτζιρίδη και θα γράψει μερικά από τα ωραιότερα ρεμπέτικα με θεματολογία γύρω από τα ναρκωτικά, όπως για παράδειγμα το τραγούδι «Ο πρεζάκιας» (που μαζί με το «Ο πόνος του πρεζάκια» του Δελιά είναι ίσως τα συγκλονιστικότερα τραγούδια του είδους).

Τα τραγούδια του τραγούδησαν ο ερασιτέχνης τραγουδιστής, μηχανουργός στο επάγγελμα Αντώνης Καλυβόπουλος και ο Στελλάκης Περπινιάδης.

Τα τραγούδια του:

  1. Πέντε μάγκες (1935)
  2. Γιοβάν Τσαούς (1935)
  3. Παραπονούνται οι μάγκες μας (1936)
  4. Κατάδικος (1936)
  5. Η Ελένη η ζωντοχήρα (1936)
  6. Ο πρεζάκιας (1935) με τον Αντώνη Καλυβόπουλο
  7. Βλάμισσα (1936)
  8. Διαμάντω αλανιάρα (1936)
  9. Γελασμένος (1936)
  10. Μάγκισσα (1936)
  11. Σε μια μικρούλα (1936)
  12. Δροσάτη Πελοπόννησος

Σύμφωνα με διάφορες μαρτυρίες, τραγούδια όπως η «Βαρβάρα», «Εγώ θέλω πριγκηπέσσα» κ.ά. που εμφανίζονται στο όνομα άλλων συνθετών είναι δικές του συνθέσεις.