Βασίλης Τσιτσάνης

Από στίχοι
Αναθεώρηση ως προς 00:00, 1 Ιανουαρίου 1970 από τον ntouzenis (συζήτηση) (→‎1935-1937 Τα πρώτα χρόνια στην Αθήνα)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Βιογραφικά στοιχεία

Τρίκαλα, 18 Ιανουαρίου 1915 - Λονδίνο, 18 Ιανουαρίου 1984

Γιος του Κώστα Τσιτσάνη ή Τσατσάνη, ξακουστού τσαρουχά από το Μέτσοβο και της Βικτωρίας (Βίτως) Λάζου, από τα Ζαγόρια ήταν το 8ο απο τα 14 παιδιά αλλα το 5ο από τα 6 παιδιά τους εν ζωη. Ο πατέρας του Βασίλη λεγόταν Κώστας Τσατσάνης και γεννήθηκε το 1864. Το 1886 ο κατατάσσεται στο στρατο και παίρνει μέρος στο Θεσσαλικό πόλεμο με ειδικότητα σανδαλοποιού. Επιστρέφει στα Γιάννινα και παντρεύεται τη 16χρονη Βικτωρία, μια πανέμορφη κοπέλλα. Μαζι πάνε στα Τρίκαλα όπου γνώριζε απο τη θητεία του και μετα απο ένα χρόνο διαμονής σε ένα μικρο χωριό, ανοίγει τσαρουχάδικο δίπλα στο ποτάμι και κοντα στις φυλακές των Τρικάλων ενω αργότερα , το 1900, φτιάχνει το σπίτι τους στην οδο Λαρίσης. Το σπίτι αυτο κατεδαφίστηκε το 1991 αφου οι συζητήσεις να γίνει μουσείο δεν καρποφόρησαν με τον εκει Δήμο ! Τα αδέλφια του Τσιτσάνη ήταν η Αλεξάνδρα, ο Νίκος, ο Χρήστος και η Χόρη (Τερψιχόρη). Ο πιο μεγάλος ο Βασίλης πέθανε 15 χρόνων το 1916 και έτσι δώσαν το όνομα σε αυτον. Ο Χρήστος (Κίτσος) έπαιζε επίσης μπουζούκι και διατηρούσε για πολλά χρόνια το καφενείο "Τσιτσάνης" στα Τρίκαλα. Ενώ ήταν αγαπημένοι, δεν μάθαμε ποτέ κατά πόσο τον επηρρέασε ή δίδαξε σαν μεγαλύτερος αδερφός, ενώ υπόνοιες άφησαν πολλοί για αγνώστου αριθμού τραγούδια ότι είναι του Χρήστου. Από το 1937 έως το 1940 υπηρέτησε τη θητεία του στη Θεσσαλονίκη, όπου και γνώρισε και παντρεύτηκε τη Ζωή Σαμαρά το 1938. Μαζί έκαναν δύο παιδιά την Βικτωρία και τον Κώστα.

1915-1935 Τα πρώτα χρόνια στα Τρίκαλα

Αρχείο:Βασίλης Τσιτσάνης.jpg

Ο πατέρας του είχε μία μαντόλα και έπαιζε μετά τη δουλειά κλέφτικα τραγούδια. Το σπίι τους ήταν στην εξοχή, στους μπαξέδες και κοντα ήταν η στρατώνα με το θρυλικό 5ο Σύνταγμα, που έστελναν όλους τους χασικλήδες, κατάδικους και σκληρους του υποκόσμου. Ακόμα εκει κοντα είναι η μάντρα με την ταβέρνα του Αλευρά με πελάτες απο μανάβηδες και χασάπηδες της αγοράς μέχρι κάθε στοιχείο του περιθωρίου, ενω πιο κει είναι τα σπίτια με τις κοινες γυναίκες. Οι πρώτες εικόνες που εντυπωσιάζουν το μικρο Βασίλη είναι οι παρέες με τους φαντάρους και τους πρόσφυγες εκει κοντα στο σπιτι τους, στους μπαξέδες, να πίνουν, να καπνίζουν, να τραγουδούν, να παίζουν ένα όργανο που έμοιαζε με μαντόλα και πολλες φορες να χορεύουν ! Τα τραγούδια που ακούγονταν απο τη στρατώνα και απο την ταβέρνα του Αλευρά και αυτα που έπαιζε με τη μαντόλα ο πατέρας του, είναι τα πρώτα μουσικά ακούσματα του μικρου Βασιλάκη !! Το 1922-23 ο πατέρας του πηγαίνει τη μαντόλα σε κάποιον οργανοποιό Καρύδα στα Πετράλωνα και αλλάζει το χέρι το έκανε πιο μακρυ και έτσι έμοιαζε με το μπουζούκι που είχε δει ! Η μετατροπή μαντολίνων αλλα και ταμπουράδων σε μπουζούκια εκείνη ακριβώς την εποχή φαίνεται ότι ήταν "επιβεβλημένη", λόγω της διάδοσης του μπουζουκιού και του ρεπερτορίου του με μάγκικα και άλλα. Ο Στέφανος Μιλάνος έβαλε κι αυτος τάστα στον παλιό ταμπουρά του πατέρα του το 1925. Αμέσως μόλις άλλαξε τη μαντόλα σε μπουζούκι, άλλαξε και το ρεπερτόριο ο πατέρας του και έπαιζε τραγούδια όπως αυτα που άκουγε στις διασκεδάσεις των προσφύγων και των στρατιωτών αλλα και κανταδόρικα. Στο δημοτικό ακόμα πρέπει ναταν ο Τσ. όταν ο πατέρας του βλέποντας την κλίση του στη μουσική τον πηγαίνει στον αρχιμουσικό της Φιλαρμονικής και αυτος του προτείνει να τον πάει στο Ωδείο. Εκει θα πάρει τα πρώτα μαθήματα στο βιολί απο τον Στέλιο Περιστέρη, αδερφό του Σπύρου. Το 1925 γίνεται εξέγερση των αγροτών και εργατών στα Τρίκαλα και στα αιματηρά επεισόδια με τους χωροφύλακες συμμετέχει και ο πατέρας του, ο οποίος τραυματίζεται και έτσι σιγα σιγα αποσύρεται απο το τσαγκάρικο. Με αφορμή αυτο, ο Τσ. λέει στο βιογράφο του ότι : "το σπίτι έπαψε να γεμίζει με τα τραγούδια του πατέρα μου ...", πράγμα που δείχνει οτι ο πατέρας του δεν γρατσούναγε απλως το μπουζούκι αλλα ήταν ένας ερασιτέχνης καλος μουσικός !! Το 1927 ο πατέρας του πεθαίνει, κάτι που στοιχίζει πολυ στην αγαπημένη τους οικογένεια ! Στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου (1927-28) ήρθε στα Τρίκαλα ο Ιταλός μαέστρος Ραφαέλ Γιόσσα με το τρίο "Μπαρόνι" και ο Βασιλάκης παίρνει μαθήματα βιολιού. Κάποιος εισαγγελέας που νοικιάζει στο σπίτι τους, εντυπωσιάζεται απο την ωριμότητα του μικρου Βασίλη και του δίνει το παρατσούκλι "Μεσσίας". Τότε είναι που ξεκινάει να παίζει με το μπουζούκι και από 14 χρόνων πια να γράφει τα πρώτα του τραγούδια. Δεν ξέρουμε αν ο μεγαλύτερος αδερφός του Κίτσος (Χρήστος) είχε ήδη μάθει μπουζούκι και έδειξε στο Βασίλη. Σε μία απο τις λιγοστες του αναφορές ο "Τσίλας" λέει ότι παραβγαίναν με τον αδερφό του, ποιος θα παίξει την πιο γλυκιά πεννιά !! Ο Τσιτσάνης πάει στο γυμνάσιο και αποτελεί το βασικό μέλος της παρέας που διασκεδάζει με το μπουζούκι του. Η χήρα μητέρα του ωστόσο για να τα βγάλει πέρα, αναλαμβάνει να πλένει τα ρούχα του στρατοπέδου αλλα αυτο οδηγεί στον εξευτελισμό του απο κάποια κακόβουλα πλουσιόπαιδα. Ο Νίκος και ο Χρήστος αναλαμβάνουν να τον σώσουν απο τον πετροπόλεμο. Φτωχος σε μία κοινωνία με όλες τις διαβαθμίσεις, σε μια αρκετά αναπτυγμένη πόλη όπως ήταν τα προπολεμικα Τρίκαλα, νοιώθει ακόμα πιο απορριπτέος μια και παίζει το "παράνομο" όργανο "μπουζούκι" ενω έχει παρατήσει το βιολί που όλοι έβλεπαν να έχει μέλλον σε αυτο ! Παρ'ολα αυτα εκτος απο τους συμμαθητές του όλοι και πιο πολλοι τον καλουν να παίξει σε ταβέρνες, καντάδες και κάθε είδους διασκεδάσεις ακόμα και οι καθηγητές στο σχολείο εκτιμούν τη μουσική του. Με τους φίλους διασκεδάζουν στις ταβέρνες "Κάστρα" στα Τρίκαλα, "Πράσινα σαλόνια" και στην "Ακαδημία" στην Καλαμπάκα και κάνουν συχνα καντάδες στις όμορφες συμμαθήτριες στη συνοικία των λεφτάδων, το Βαρούσι. Ο κιθαρίστας που τον συνοδεύει είναι κάποιος άλλος μαθητής, ο Κιούσης του οποίου ο πατέρας είχε γραμμόφωνο και απο εκει άκουγε ο Τ. να νέα τραγούδια. Βάζοντας στοιχεία από τα εφηβικά του βιώματα ο Τσιτσάνης στα τραγούδια του συνθέτει και στιχουργεί ακατάπαυστα. Η "Παραγουάη"(Σε φίνο ακρογιάλι) είναι από τα πρώτα του τραγούδια, η "Ματσαράγκα (Στου Αλευρά τη μάντρα)" αναφέρεται σε πραγματικό γεγονός στα Τρίκαλα, η "Καλαμπακιώτισσα" είναι συγκεκριμένη συμμαθήτρια του με την οποία είναι τσιμπημένος κλπ. Στο Σχολαρχείο θα χάσει μια χρονιά γιατι έχει αρχίσει να μη διαβάζει και τον Ιούλη του 1933 η τάξη του τελειώνει ενω αυτος θα πάρει το απολυτήριο το Φλεβάρη του '34. Τότε οι δικοι του ανοίγουν το καφενείο "Η Μουριά" μετέπειτα "Τσιτσάνης" δίπλα στο σπίτι τους στην οδο Λαρίσης. Εχει τελειώσει το γυμνάσιο και οι παρέες και οι μερακλήδες τον καλουν σε κάθε περίσταση. Με την άμαξα κάποιου φίλου γυρνάνε στα Τρίκαλα και στην Καλαμπάκα ενω ο κιθαρίστας του τώρα ειναι ο Ταμβακάς και η στενη παρέα του ο Ζαρακώτας, ο Δεληλίγκας, ο Αλιάγας, ο Μάτης, ο Μπακοβασίλης και άλλοι. Δυστυχώς ξαφνικά χάνει τον καλύτερο του φίλο Ζαρακώτα απο καλπάζουσα φυματίωση. Καθόλου συμφιλιωμένος με το θάνατο, του στοιχίζει πολυ, οι φίλοι του κρύβουν το μπουζούκι για να έρθει μαζι τους και όταν κατεβάζουν το φίλο τους στον τάφο, θα παίξει ένα καταπληκτικό σόλο στο μπουζούκι. Στη μεγάλη εμποροπανήγυρη των Τρικάλων της 14ης Σεπτέμβρη του '34 ο Θανάσης Μπουρλιά(σ)κος φίλος του μουσικός θα τον γνωρίσει με τον δημοτικό τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο. Αφου τον ακούσει θα τον πάρει μαζι του και θα παίξουν στη Λαμία όπου ο Τσιτσάνης παίρνει το βάπτισμα του πυρός. Κάποιες υποσχέσεις για διορισμό στην Αγροτική Τράπεζα Τρικάλων δεν θα ευωδωθούν και έτσι συνεχίζει να παίζει σε διάφορες ταβέρνες. Παίζει στο Βόλο στα "Πευκάκια" και στη Λάρισα με τον Περδικόπουλο για τα τσιγάρα και το χαρτζηλίκι του. Εν τω μεταξύ ο Περδικόπουλος επαγγελματίας χρόνια και με δισκογραφία, του είχε πει : κατέβα στην Αθήνα να με βρεις, πάρε και το μπουζούκι !

1935-1937 Τα πρώτα χρόνια στην Αθήνα

Το Φθινόπωρο του 1935 εκμεταλλευόμενος το ότι ο Κονδύλης βάζει μισο εισιτήριο στο τραίνο για την υποδοχή του Βασιλιά, στοιβάζεται με όλους και κατεβαίνει στην Αθήνα. Ο Περδικόπουλος τον περιμένει με ταξι και τον πάει στη Γαμβέτα, στο μπαράκι της Ραμπέλας, μιας Ιταλίδας προσωπικότητας της νύχτας, που τον φιλοξενεί στο πατάρι του μπαρ. Με τον Περδικόπουλο παίζουν σε μικρά ταβερνάκια όπως τα "Μπιζέλια" στον Κολωνό, το μπαρ "Κουκλάκι" στην 3η Σεπτεμβρίου και Ιουλιανού και στον "Πλάτανο", ένα ταβερνάκι κοντά στο σταθμό Λαρίσης που συχνάζουν φοιτητές. Στην Αθήνα όμως ο Τσ. αναζητά και με ποιο τρόπο θα μπει στη Νομική μια και είχε τη φιλοδοξία να σπουδάσει και να διαψεύσει αυτους που τον αμφισβητούσαν και τον χλεύαζαν στην κλειστη κοινωνία των Τρικάλων, μεταξύ των οποίων μιά συμμαθήτρια του, κόρη δικηγόρου, που είχε ερωτευτεί. Αλλωστε δεν μπορουσε να προβλέψει την επιτυχία που θα ερχόταν σε 2 χρόνια ! Στα τέλη του 1935 ο Περδικόπουλος έχει κανονίσει με την ODEON να ηχογραφήσουν το "Σιγα καλε μου την άμαξα" και το πρώτο τραγούδι του Τσιτσάνη "Σ'ένα τεκε σκαρώσανε" το οποίο είχε στίχο χασικλίδικο μια και δεν υπήρχε ακόμα η απαγόρευση που ήρθε με τη δικτατορία του Μεταξά (4 Αυγουστου '36). Τα τραγούδια του Μάρκου, του Μπάτη, του Στράτου και του Δελιά με τέτοιο στίχο, ήταν σε πρώτη ζήτηση αφου είχαν περάσει μόνο 3μιση χρόνια απο την κυκλοφορία των πρώτων. Ο Τσιτσάνης είχε ενδοιασμούς για την αποδοχή του απο τον μαέστρο της Οντεόν, Σπύρο Περιστέρη γιατι ο αδερφός του Στέλιος Περιστέρης όταν είχε πάει το 1925 στα Τρίκαλα, σαν καθηγητής μουσικής στο εκει Ωδείο, έφυγε με επεισοδιακό τρόπο ! Ο Στράτος βρίσκεται συμπτωματικά στο στούντιο και τον παίρνει σχεδον στο ψιλο αλλα όταν τον ακούει εντυπωσιάζεται : "Τι λες ρε το βλαχάκι ;" Ο δίσκος κυκλοφορεί το Φλεβάρη του '36 και λίγο αργότερα ο Τσιτσάνης επιστρέφει στα Τρίκαλα. Είναι προβληματισμένος όμως γιατι η εταιρεία αργει να τον φωνάξει ξανα για ηχογράφηση ! Ο Τρικαλινός τύπος επίσης τον αγνοεί ! Το καλοκαίρι δουλεύουν με τον Περδικόπουλο στο κέντρο "Μαρούγγενα" στη Λάρισα. Τέλη Αυγούστου πηγαίνουν στο "Θεσσαλικόν" στη Λάρισα και μετα για λίγο στη Λαμία. Επιστρέφουν στην Αθήνα το Σεπτέμβρη και τότε πρέπει να φωνογραφούν τα δύο επόμενα τραγούδια του Τσιτσάνη. Ο Περδικόπουλος ηχογραφεί 4 δικα του τραγούδια στη σειρα απο τα οποία το ένα με την Ελβ.Κάκκη. Λίγο πριν ο Μάρκος είχε φωνογραφήσει το "Γρουσούζη" και το "Μάνα με μαχαιρώσανε". Στη συνέχεια ο Τσιτσάνης φωνογραφεί τα τραγούδια : "Πικρος είναι ο πόνος μου" και "Μαντήλι χρυσοκεντημένο" με την Ελβίρα Κάκκη. Η Ελβίρα Κάκκη ήταν μια τραγουδίστρια απο την Καβάλα, που έκανε μικρη καρριέρα και που λανθασμένα στο παρελθόν ταυτίστηκε με την Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, Ισπανίδα σοπράνο της όπερας παγκοσμίου φήμης που έμεινε στην Ελλάδα αρκετά χρόνια. Από διηγήσεις μαθαίνουμε ότι με τον Περδικόπουλο παρακολουθούν από τη μάντρα το πρόγραμμα του "Δάσους" στο Βοτανικό γύρω στα 1936 ενώ παίζουν οι Μάρκος, Κηρομύτης, Χατζηχρήστος και άλλοι. Ο Περδικόπουλος φεύγει πάλι για την επαρχία στο κυνήγι του μεροκάματου. Ο Τσιτσάνης νοικιάζει τώρα ένα φτωχο δωμάτιο στον Κολωνό και παίζει σε διάφορα ταβερνάκια γύρω απο το σταθμο Λαρίσης. Στον κύκλο των μουσικών ήδη έχει βγει η φήμη ότι έχει έρθει κάποιος βλάχος που παίζει φοβερό μπουζούκι ! Παρ'ολη τη δισκογραφική του παραγωγή άγνωστος μεταξύ αγνώστων στην Αθήνα δεν έχει θέση στα πάλκα της εποχής !! Ετσι με έναν φωνογραφιτζή (πλανόδιο ιδιοκήτη γραμμοφώνου με πλάκες της εποχής), γυρνάνε στα ταβερνάκια παίζοντας εναλλάξ. Ο φωνογραφιτζής αυτος, ο Θ. Κομνηνός, κάθε που παίζει τραγούδι του Τσιτσάνη λέει : "Το τραγουδι που μόλις ακούσατε είναι του νεαρού αυτου απο τα Τρίκαλα, οποία διαφήμισις (!) και έτσι αποκόμιζαν παραπάνω χαρτούρα και γινόταν ακόμα πιο αποδεκτές οι πεννιές του !! Ο Τσιτσάνης ανυπομονούσε να ξεφύγει απο αυτη την κατάσταση ! Κάποια μέρα περνάει απο το καφενείο των μουσικών και συναντάει τον Περιστέρη. Αυτος κοφτα θα του πει : Δεν κανονίζεις με το Μάρκο και τη Σοφία (Καρίβαλη) να τους μάθεις το "Να γιατι περνω" ; Τους μαθαίνει το τραγουδι αυθημερόν και το ηχογραφούν Νοέμβρη του 1936. Μαζι με την Πειραιώτισα ρεμπέτισα Σοφία Καρίβαλη ηχογραφούν και τη "Γειτόνισα" που θα κυκλοφορήσει απο την Parlophone μαζι με το τραγούδι του ΤΟΥΝΤΑ "Σαν δεν ήξευρες" ενω το "Να γιατι περνω" κυκλοφορεί μαζι με το "Μάρκος ο Πολυτεχνίτης" του ΜΑΡΚΟΥ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ ! Λέγεται ότι ο Τσιτσάνης στα τραγούδια αυτα έπαιξε με το μπουζούκι του Μάρκου. Οι δίσκοι κυκλοφορούν μετα απο 10 μέρες. Κάθε βράδυ εν τω μεταξύ ο Τσιτσάνης στον "Πλάτανο" έχει πελάτη κάποιο μηχανικό της Columbia το Μιχαηλίδη ο οποίος εντυπωσιασμένος τον καλει στην εταιρεία. Εδω μαέστρος είναι ο Τούντας και θα γραμμοφωνήσει έτσι τα δύο πρώτα του τραγούδια στην Columbia, "Μαριώ και μανάβης" και "Γκουβερνάντα" που θα κυκλοφορήσουν το Φλεβάρη του '37.

1938-1940 Θητεία, Θεσσαλονίκη, πρώτες επιτυχίες, γάμος



Δισκογραφία

Προπολεμικά Τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη

Μεταπολεμικά Τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη

Πηγές

  • Βασίλης Τσιτσάνης, Η ζωή μου και το έργο μου, Κώστα Χατζηδουλή, Εκδόσεις Νεφέλη, 1979
  • Βασίλης Τσιτσάνης - Ο ατελείωτος, Διονύση Μανιάτη, 1994
  • Βασίλης Τσιτσάνης - Η παιδική ηλικία ενος ξεχωριστού δημιουργού, Σώτου Αλεξίου, 1998
  • Ο ξακουστός Τσιτσάνης, Σώτου Αλεξίου, 2003
  • Βασίλης Τσιτσάνης Άπαντα, Επιμέλεια Θεόφιλος Αναστασίου, Έκδοση του Περιοδικού Λαϊκό Τραγούδι, 2004.
  • Αφιέρωμα στον Τσιτσάνη περιοδικό "Λαϊκό Τραγούδι" τεύχος 6, Ιανουάριος 2004 (Τα κέντρα και οι χρονολογίες που έπαιξε, Τα βιβλία, Γιατί δεν έγινε το Μουσείο, Κατοχή, Ο σεργιάνης, Σακαφλιάς, Αυτο είναι του αδερφού μου του Χρήστου κ.α.)
  • Η εκ περάτων δισκογραφία γραμμοφώνου, Διονύση Μανιάτη, 2006
  • Βασίλης Τσιτσάνης - 1946, Μ.Αθανασάκη, Έκδοση του Περιοδικού Λαϊκό Τραγούδι, 2006.


Πρότυπο:Επέκταση