Βασίλης Τσιτσάνης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από στίχοι
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ntouzenis (συζήτηση)
 
ntouzenis (συζήτηση)
Γραμμή 8: Γραμμή 8:
[[Εικόνα:Βασίλης_Τσιτσάνης.jpg|frame|left]]
[[Εικόνα:Βασίλης_Τσιτσάνης.jpg|frame|left]]
Ο πατέρας του είχε μία μαντόλα και έπαιζε μετά τη δουλειά κλέφτικα τραγούδια. Το σπίι τους ήταν στην εξοχή, στους μπαξέδες και κοντα ήταν η στρατώνα. Οι πρώτες εικόνες που εντυπωσιάζουν το μικρο Βασίλη είναι οι παρέες με τους φαντάρους και τους πρόσφυγες εκει κοντα στο σπιτι τους, στους μπαξέδες, να πίνουν, να καπνίζουν, να τραγουδούν, να παίζουν ένα όργανο που έμοιαζε με μαντόλα και πολλες φορες να χορεύουν ! Το 1922-23 ο πατέρας του πηγαίνει τη μαντόλα σε κάποιον οργανοποιό Καρύδα στα Πετράλωνα και αλλάζει το χέρι το έκανε πιο μακρυ και έτσι έμοιαζε με το μπουζούκι που είχε δει ! Η μετατροπή μαντολίνων αλλα και ταμπουράδων σε μπουζούκια εκείνη ακριβώς την εποχή φαίνεται ότι ήταν "επιβεβλημένη", λόγω της διάδοσης του μπουζουκιού και του ρεπερτορίου του με μάγκικα και άλλα. Ο Στέφανος Μιλάνος έβαλε κι αυτος τάστα στον παλιό ταμπουρά του πατέρα του το 1925. Αμέσως μόλις άλλαξε τη μαντόλα σε μπουζούκι, άλλαξε και το ρεπερτόριο ο πατέρας του και έπαιζε τραγούδια όπως αυτα που άκουγε στις διασκεδάσεις των προσφύγων και των στρατιωτών αλλα και κανταδόρικα. Ο Τσιτσάνης ξεκινάει να μαθαίνει βιολί με τον Ιταλό μαέστρο Γιόσσα, που βρίσκεται τα καλοκαίρια στα Τρίκαλα με το τρίο "Μπαρόνι". Το 1925 γίνεται εξέγερση των αγροτών και εργατών στα Τρίκαλα και στα αιματηρά επεισόδια με τους χωροφύλακες συμμετέχει και ο πατέρας του, ο οποίος τραυματίζεται και έτσι σιγα σιγα αποσύρεται απο το τσαγκάρικο. Με αφορμή αυτο, ο Τσ. λέει στο βιογράφο του ότι : "το σπίτι έπαψε να γεμίζει με τα τραγούδια του πατέρα μου ...", πράγμα που δείχνει οτι ο πατέρας του δεν γρατσούναγε απλως το μπουζούκι αλλα ήταν ένας ερασιτέχνης καλος μουσικός !! Το 1927 ο πατέρας του πεθαίνει, κάτι που στοιχίζει πολυ στην αγαπημένη τους οικογένεια ! Λίγο αργότερα ξεκινάει να παίζει με το μπουζούκι και από 14 χρόνων να γράφει τα πρώτα του τραγούδια. Δεν ξέρουμε αν ο μεγαλύτερος αδερφός του Κίτσος (Χρήστος) είχε ήδη μάθει  μπουζούκι και έδειξε στο Βασίλη. Σε μία απο τις λιγοστες του αναφορές ο "Τσίλας" λέει ότι παραβγαίναν με τον αδερφό του, ποιος θα παίξει την πιο γλυκιά πεννιά !! Ο Τσιτσάνης πάει στο γυμνάσιο και αποτελεί το βασικό μέλος της παρέας που διασκεδάζει με το μπουζούκι του. Η χήρα μητέρα του ωστόσο για να τα βγάλει πέρα, αναλαμβάνει να πλένει τα ρούχα του στρατοπέδου αλλα αυτο οδηγεί στον εξευτελισμό του απο κάποια κακόβουλα πλουσιόπαιδα. Ο Νίκος και ο Χρήστος αναλαμβάνουν να τον σώσουν απο τον πετροπόλεμο. Φτωχος σε μία κοινωνία με όλες τις διαβαθμίσεις, σε μια αρκετά αναπτυγμένη πόλη όπως ήταν τα προπολεμικα Τρίκαλα, νοιώθει ακόμα πιο απορριπτέος μια και παίζει το "παράνομο" όργανο "μπουζούκι" ενω έχει παρατήσει το βιολί που όλοι έβλεπαν να έχει μέλλον σε αυτο !  Παρ'ολα αυτα εκτος απο τους συμμαθητές του όλοι και πιο πολλοι τον καλουν να  παίξει σε ταβέρνες, καντάδες και κάθε είδους διασκεδάσεις ακόμα και οι καθηγητές στο σχολείο εκτιμούν τη μουσική του. Με τους φίλους διασκεδάζουν στις ταβέρνες "Κάστρα" στα Τρίκαλα,  "Πράσινα σαλόνια" και στην "Ακαδημία" στην Καλαμπάκα και κάνουν συχνα καντάδες στις όμορφες συμμαθήτριες στη συνοικία των λεφτάδων, το Βαρούσι. Ο κιθαρίστας που τον συνοδεύει είναι κάποιος άλλος μαθητής, ο Κιούσης του οποίου ο πατέρας είχε γραμμόφωνο και απο εκει άκουγε ο Τ. να νέα τραγούδια. Βάζοντας στοιχεία από τα εφηβικά του βιώματα ο Τσιτσάνης στα τραγούδια του συνθέτει και στιχουργεί ακατάπαυστα. Η "Παραγουάη"('''[[Σε φίνο ακρογιάλι]]''') είναι από τα πρώτα του τραγούδια, η "'''[[Ματσαράγκα]] (Στου Αλευρά τη μάντρα)'''" αναφέρεται σε πραγματικό γεγονός στα Τρίκαλα, η "'''[[Καλαμπακιώτισσα]]'''" είναι συγκεκριμένη συμμαθήτρια του με την οποία είναι τσιμπημένος κλπ.  Στο Σχολαρχείο θα χάσει μια χρονιά γιατι έχει αρχίσει να μη διαβάζει και τον Ιούλη του 1933 η τάξη του τελειώνει ενω αυτος θα πάρει το απολυτήριο το Φλεβάρη του '34. Τότε οι δικοι του ανοίγουν το καφενείο "Η Μουριά" μετέπειτα "Τσιτσάνης" δίπλα στο σπίτι τους στην οδο Λαρίσης. Στη μεγάλη εμποροπανήγυρη των Τρικάλων της 14ης Σεπτέμβρη του '34 ο Θανάσης Μπουρλιά(σ)κος φίλος του μουσικός θα τον γνωρίσει με τον δημοτικό τραγουδιστή [[Δημήτρης Περδικόπουλος|Δημήτρη Περδικόπουλο]]. Αφου τον ακούσει θα τον πάρει μαζι του και θα παίξουν στη Λαμία όπου ο Τσιτσάνης παίρνει το βάπτισμα του πυρός. Κάποιες υποσχέσεις για διορισμό στην Αγροτική Τράπεζα Τρικάλων δεν θα ευωδωθούν και έτσι συνεχίζει να παίζει σε διάφορες ταβέρνες. Παίζει στο Βόλο στα "Πευκάκια" και στη Λάρισα με τον Περδικόπουλο. Το 1935 εκμεταλευόμενος το ότι ο Κονδύλης βάζει μισο εισιτήριο στο τραίνο για την υποδοχή του Βασιλιά, στοιβάζεται με όλους και κατεβαίνει στην Αθήνα. Ο Περδικόπουλος του είχε πει : κατέβα στην Αθήνα να με βρεις, πάρε και το μπουζούκι ! Στην Αθήνα αναζητά με ποιο τρόπο θα μπει στη Νομική μια και είχε τη θέληση να πετύχει και να διαψεύσει αυτους που τον αμφισβητούσαν και τον χλεύαζαν στην κλειστη κοινωνία των Τρικάλων, μεταξύ των οποίων μιά συμμαθήτρια του που είχε ερωτευτεί αλλωστε δεν μπορουσε να προβλέψει την επιτυχία που θα ερχόταν σε 2 χρόνια και παράλληλα παίζει σε ένα μικρο ουζερί κοντα στη Θεμιστοκλέους όπου κοιμάται στο πατάρι. Θα επιστρέψει στα Τρίκαλα και το 1936 παίρνει την απόφαση να κατεβεί στην Αθήνα για τις επεχόμενες σπουδες του αλλα και γιατι διαβλέπει ότι με τη μουσική μπορει να έχει μέλλον ! Με τον Περδικόπουλο παίζουν σε μικρά ταβερνάκια όπως τα "Μπιζέλια" στον Κολωνό, το μπαρ "Κουκλάκι" στην 3η Σεπτεμβρίου και Ιουλιανού και στον "Πλάτανο", ένα ταβερνάκι κοντά στο σταθμό Λαρίσης που συχνάζουν φοιτητές. Από διηγήσεις μαθαίνουμε ότι με τον Περδικόπουλο παρακολουθούν από τη μάντρα το πρόγραμμα του "Δάσους" στο Βοτανικό γύρω στα 1936-37, ενώ παίζουν οι Μάρκος, Κηρομύτης, Χατζηχρήστος και άλλοι. Στον κύκλο των μουσικών ήδη έχει βγει η φήμη ότι έχει έρθει κάποιος βλάχος που παίζει φοβερό μπουζούκι ! Εν τω μεταξύ ο Περδικόπουλος καταφέρνει να γράψει ο Τ. τα δύο πρώτα του τραγούδια μέσα στο 1936, με την τραγουδίστρια Ελβίρα Κάκκη. Είναι τα "'''[[Μαντήλι χρυσοκεντημένο]]'''" καλαματιανό και το "'''[[Πικρός θα 'ναι ο πόνος μου]]'''" ζεϊμπέκικο. Λανθασμένα  η Κάκκη θεωρήθηκε παλιότερα ότι είναι η Ελβίρα ντε Ιντάλγκο τραγουδίστρια της όπερας που τραγούδησε το '33 μία από τις 5 εκτελέσεις του Μπάρμπα-Γιάννη Κανατά.  
Ο πατέρας του είχε μία μαντόλα και έπαιζε μετά τη δουλειά κλέφτικα τραγούδια. Το σπίι τους ήταν στην εξοχή, στους μπαξέδες και κοντα ήταν η στρατώνα. Οι πρώτες εικόνες που εντυπωσιάζουν το μικρο Βασίλη είναι οι παρέες με τους φαντάρους και τους πρόσφυγες εκει κοντα στο σπιτι τους, στους μπαξέδες, να πίνουν, να καπνίζουν, να τραγουδούν, να παίζουν ένα όργανο που έμοιαζε με μαντόλα και πολλες φορες να χορεύουν ! Το 1922-23 ο πατέρας του πηγαίνει τη μαντόλα σε κάποιον οργανοποιό Καρύδα στα Πετράλωνα και αλλάζει το χέρι το έκανε πιο μακρυ και έτσι έμοιαζε με το μπουζούκι που είχε δει ! Η μετατροπή μαντολίνων αλλα και ταμπουράδων σε μπουζούκια εκείνη ακριβώς την εποχή φαίνεται ότι ήταν "επιβεβλημένη", λόγω της διάδοσης του μπουζουκιού και του ρεπερτορίου του με μάγκικα και άλλα. Ο Στέφανος Μιλάνος έβαλε κι αυτος τάστα στον παλιό ταμπουρά του πατέρα του το 1925. Αμέσως μόλις άλλαξε τη μαντόλα σε μπουζούκι, άλλαξε και το ρεπερτόριο ο πατέρας του και έπαιζε τραγούδια όπως αυτα που άκουγε στις διασκεδάσεις των προσφύγων και των στρατιωτών αλλα και κανταδόρικα. Ο Τσιτσάνης ξεκινάει να μαθαίνει βιολί με τον Ιταλό μαέστρο Γιόσσα, που βρίσκεται τα καλοκαίρια στα Τρίκαλα με το τρίο "Μπαρόνι". Το 1925 γίνεται εξέγερση των αγροτών και εργατών στα Τρίκαλα και στα αιματηρά επεισόδια με τους χωροφύλακες συμμετέχει και ο πατέρας του, ο οποίος τραυματίζεται και έτσι σιγα σιγα αποσύρεται απο το τσαγκάρικο. Με αφορμή αυτο, ο Τσ. λέει στο βιογράφο του ότι : "το σπίτι έπαψε να γεμίζει με τα τραγούδια του πατέρα μου ...", πράγμα που δείχνει οτι ο πατέρας του δεν γρατσούναγε απλως το μπουζούκι αλλα ήταν ένας ερασιτέχνης καλος μουσικός !! Το 1927 ο πατέρας του πεθαίνει, κάτι που στοιχίζει πολυ στην αγαπημένη τους οικογένεια ! Λίγο αργότερα ξεκινάει να παίζει με το μπουζούκι και από 14 χρόνων να γράφει τα πρώτα του τραγούδια. Δεν ξέρουμε αν ο μεγαλύτερος αδερφός του Κίτσος (Χρήστος) είχε ήδη μάθει  μπουζούκι και έδειξε στο Βασίλη. Σε μία απο τις λιγοστες του αναφορές ο "Τσίλας" λέει ότι παραβγαίναν με τον αδερφό του, ποιος θα παίξει την πιο γλυκιά πεννιά !! Ο Τσιτσάνης πάει στο γυμνάσιο και αποτελεί το βασικό μέλος της παρέας που διασκεδάζει με το μπουζούκι του. Η χήρα μητέρα του ωστόσο για να τα βγάλει πέρα, αναλαμβάνει να πλένει τα ρούχα του στρατοπέδου αλλα αυτο οδηγεί στον εξευτελισμό του απο κάποια κακόβουλα πλουσιόπαιδα. Ο Νίκος και ο Χρήστος αναλαμβάνουν να τον σώσουν απο τον πετροπόλεμο. Φτωχος σε μία κοινωνία με όλες τις διαβαθμίσεις, σε μια αρκετά αναπτυγμένη πόλη όπως ήταν τα προπολεμικα Τρίκαλα, νοιώθει ακόμα πιο απορριπτέος μια και παίζει το "παράνομο" όργανο "μπουζούκι" ενω έχει παρατήσει το βιολί που όλοι έβλεπαν να έχει μέλλον σε αυτο !  Παρ'ολα αυτα εκτος απο τους συμμαθητές του όλοι και πιο πολλοι τον καλουν να  παίξει σε ταβέρνες, καντάδες και κάθε είδους διασκεδάσεις ακόμα και οι καθηγητές στο σχολείο εκτιμούν τη μουσική του. Με τους φίλους διασκεδάζουν στις ταβέρνες "Κάστρα" στα Τρίκαλα,  "Πράσινα σαλόνια" και στην "Ακαδημία" στην Καλαμπάκα και κάνουν συχνα καντάδες στις όμορφες συμμαθήτριες στη συνοικία των λεφτάδων, το Βαρούσι. Ο κιθαρίστας που τον συνοδεύει είναι κάποιος άλλος μαθητής, ο Κιούσης του οποίου ο πατέρας είχε γραμμόφωνο και απο εκει άκουγε ο Τ. να νέα τραγούδια. Βάζοντας στοιχεία από τα εφηβικά του βιώματα ο Τσιτσάνης στα τραγούδια του συνθέτει και στιχουργεί ακατάπαυστα. Η "Παραγουάη"('''[[Σε φίνο ακρογιάλι]]''') είναι από τα πρώτα του τραγούδια, η "'''[[Ματσαράγκα]] (Στου Αλευρά τη μάντρα)'''" αναφέρεται σε πραγματικό γεγονός στα Τρίκαλα, η "'''[[Καλαμπακιώτισσα]]'''" είναι συγκεκριμένη συμμαθήτρια του με την οποία είναι τσιμπημένος κλπ.  Στο Σχολαρχείο θα χάσει μια χρονιά γιατι έχει αρχίσει να μη διαβάζει και τον Ιούλη του 1933 η τάξη του τελειώνει ενω αυτος θα πάρει το απολυτήριο το Φλεβάρη του '34. Τότε οι δικοι του ανοίγουν το καφενείο "Η Μουριά" μετέπειτα "Τσιτσάνης" δίπλα στο σπίτι τους στην οδο Λαρίσης. Στη μεγάλη εμποροπανήγυρη των Τρικάλων της 14ης Σεπτέμβρη του '34 ο Θανάσης Μπουρλιά(σ)κος φίλος του μουσικός θα τον γνωρίσει με τον δημοτικό τραγουδιστή [[Δημήτρης Περδικόπουλος|Δημήτρη Περδικόπουλο]]. Αφου τον ακούσει θα τον πάρει μαζι του και θα παίξουν στη Λαμία όπου ο Τσιτσάνης παίρνει το βάπτισμα του πυρός. Κάποιες υποσχέσεις για διορισμό στην Αγροτική Τράπεζα Τρικάλων δεν θα ευωδωθούν και έτσι συνεχίζει να παίζει σε διάφορες ταβέρνες. Παίζει στο Βόλο στα "Πευκάκια" και στη Λάρισα με τον Περδικόπουλο. Το 1935 εκμεταλευόμενος το ότι ο Κονδύλης βάζει μισο εισιτήριο στο τραίνο για την υποδοχή του Βασιλιά, στοιβάζεται με όλους και κατεβαίνει στην Αθήνα. Ο Περδικόπουλος του είχε πει : κατέβα στην Αθήνα να με βρεις, πάρε και το μπουζούκι ! Στην Αθήνα αναζητά με ποιο τρόπο θα μπει στη Νομική μια και είχε τη θέληση να πετύχει και να διαψεύσει αυτους που τον αμφισβητούσαν και τον χλεύαζαν στην κλειστη κοινωνία των Τρικάλων, μεταξύ των οποίων μιά συμμαθήτρια του που είχε ερωτευτεί αλλωστε δεν μπορουσε να προβλέψει την επιτυχία που θα ερχόταν σε 2 χρόνια και παράλληλα παίζει σε ένα μικρο ουζερί κοντα στη Θεμιστοκλέους όπου κοιμάται στο πατάρι. Θα επιστρέψει στα Τρίκαλα και το 1936 παίρνει την απόφαση να κατεβεί στην Αθήνα για τις επεχόμενες σπουδες του αλλα και γιατι διαβλέπει ότι με τη μουσική μπορει να έχει μέλλον ! Με τον Περδικόπουλο παίζουν σε μικρά ταβερνάκια όπως τα "Μπιζέλια" στον Κολωνό, το μπαρ "Κουκλάκι" στην 3η Σεπτεμβρίου και Ιουλιανού και στον "Πλάτανο", ένα ταβερνάκι κοντά στο σταθμό Λαρίσης που συχνάζουν φοιτητές. Από διηγήσεις μαθαίνουμε ότι με τον Περδικόπουλο παρακολουθούν από τη μάντρα το πρόγραμμα του "Δάσους" στο Βοτανικό γύρω στα 1936-37, ενώ παίζουν οι Μάρκος, Κηρομύτης, Χατζηχρήστος και άλλοι. Στον κύκλο των μουσικών ήδη έχει βγει η φήμη ότι έχει έρθει κάποιος βλάχος που παίζει φοβερό μπουζούκι ! Εν τω μεταξύ ο Περδικόπουλος καταφέρνει να γράψει ο Τ. τα δύο πρώτα του τραγούδια μέσα στο 1936, με την τραγουδίστρια Ελβίρα Κάκκη. Είναι τα "'''[[Μαντήλι χρυσοκεντημένο]]'''" καλαματιανό και το "'''[[Πικρός θα 'ναι ο πόνος μου]]'''" ζεϊμπέκικο. Λανθασμένα  η Κάκκη θεωρήθηκε παλιότερα ότι είναι η Ελβίρα ντε Ιντάλγκο τραγουδίστρια της όπερας που τραγούδησε το '33 μία από τις 5 εκτελέσεις του Μπάρμπα-Γιάννη Κανατά.  
 
Σύμφωνα με τα στοιχεία απο τις πλάκες γραμμοφώνου και των δισκογραφικών εταιρειών που συγκέντρωσε ο Διονύσης Μανιάτης βλεπουμε ότι με σειρα ο ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ ηχογραφησε ως εξης τα πρώτα του τραγούδια στην ODEON-PARLOPONE : Σ'ενα τεκε σκαρώσανε (2430), Μαντήλι χρυσοκεντημένο (αρ.μήτρας : GO 2607), Πικρος είναι ο πόνος μου (2613), Να γιατι περνω (2639), Γειτόνισα (2640). Το "Σεάνα τεκε" τραγούδησε η τραγουδίστρια δημοτικών [[Γεωργία Μηττάκη]], σε μία από τις λίγες της ηχογραφήσεις με ρεμπέτικα, ενώ στην άλλη πλευρά ήταν μια άλλη διαχρονική επιτυχία το "'''[[Σιγά καλέ μου την άμαξα]]'''" του Περδικόπουλου. Βλέπουμε στα πρώτα τραγουδια του Τσιτσάνη, οτι είναι δύο σε δημοτικό ύφος, δύο ζεϊμπέκικα και ένα χασάπικο. Δεν γνωρίζουμε αν το "Σ'ενα τεκε" ηχογραφήθηκε πριν την απαγόρευση του Μεταξά πάντως η εταιρεία το κυκλοφόρησε με θάρρος στις αρχες του '37 Εκείνες τις μέρες κάνει και τη μεγάλη επιτυχία η "Φαληριώτσια" του ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ! Σε ένα δίσκο κυκλοφόρησαν έπειτα τα δύο τραγούδια με την Ελβίρα Κάκκη (αρ.κυκλ.GA 1990) και μετα το "Να γιατι περνω" (αρ.κυκλ.GA 7005) με τη Σοφία Καρίβαλη που συμμετείχε και στα τραγούδια "Σαν δεν ήξευρες" και "Μάρκος  ο Πολυτεχνίτης" που ηχογραφήθηκαν μαζι. Το τραγούδι του Μάρκου μπήκε στην πίσω πλευρα του "Να γιατι περνω" ώστε να στηριχτεί ακόμα πιο πολυ μια και ο Μάρκος ήταν στο απόγειο της εμπορικότητας του !
Σύμφωνα με τα στοιχεία απο τις πλάκες γραμμοφώνου και των δισκογραφικών εταιρειών που συγκέντρωσε ο Διονύσης Μανιάτης βλεπουμε ότι με σειρα ο ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ ηχογραφησε ως εξης τα πρώτα του τραγούδια στην ODEON-PARLOPONE : Μαντήλι χρυσοκεντημένο (αρ.μήτρας : GO 2607), Πικρος είναι ο πόνος μου (2613), Σ'ενα τεκε σκαρώσανε (2630), Να γιατι περνω (2639), Γειτόνισα (2640). Απο τους αριθμού κυκλοφορίας όμως βλέπουμε ότι η εταιρεία κυκλοφόρησε πρώτα τα : "Σ'ενα τεκε σκαρώσανε" (ζεϊμπέκικο) στην ODEON και "Γειτόνισα" (συρτο) στην PARLOPHONE. Μάλιστα για να τα στηρίξει η εταιρεία βάζει στην πίσω πλευρα τα "Σιγα καλε μου την άμαξα" του φίλου του ΠΕΡΔΙΚΟΠΟΥΛΟΥ και το "Σαν δεν ήξευρες" (αρ.μητρ.GO 2640), του ΤΟΥΝΤΑ με την ΣΟΦΙΑ ΚΑΡΙΒΑΛΗ αντίστοιχα. Απο πληροφορίες ξέρουμε ότι το "Σ'ένα τεκε" κυκλοφόρησε αρχες του 1937 ενω ακόμα δεν μπορούμε να ξέρουμε τη συσχέτιση μεταξυ της κυκλοφορίας Odeon-Parlophone που βέβαια ήταν υπο τη στέγη μίας εταιρείας του Μπενβενίστε. Το "Σεάνα τεκε" τραγούδησε η τραγουδίστρια δημοτικών [[Γεωργία Μηττάκη]], σε μία από τις λίγες της ηχογραφήσεις με ρεμπέτικα, ενώ στην άλλη πλευρά ήταν μια άλλη διαχρονική επιτυχία το "'''[[Σιγά καλέ μου την άμαξα]]'''" του Περδικόπουλου. Βλέπουμε στα πρώτα τραγουδια του Τσιτσάνη, οτι είναι δύο σε δημοτικό ύφος, δύο ζεϊμπέκικα και ένα χασάπικο. Δεν γνωρίζουμε αν το "Σ'ενα τεκε" ηχογραφήθηκε πριν την απαγόρευση του Μεταξά πάντως η εταιρεία το κυκλοφόρησε με θάρρος στις αρχες του '37 Εκείνες τις μέρες κάνει και τη μεγάλη επιτυχία η "Φαληριώτσια" του ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ! Σε ένα δίσκο κυκλοφόρησαν έπειτα τα δύο τραγούδια με την Ελβίρα Κάκκη (αρ.κυκλ.GA 1990) και μετα το "Να γιατι περνω" (αρ.κυκλ.GA 7005) με τη Σοφία Καρίβαλη που συμμετείχε και στα τραγούδια "Σαν δεν ήξευρες" και "Μάρκος  ο Πολυτεχνίτης" που ηχογραφήθηκαν μαζι. Το τραγούδι του Μάρκου μπήκε στην πίσω πλευρα του "Να γιατι περνω" ώστε να στηριχτεί ακόμα πιο πολυ μια και ο Μάρκος ήταν στο απόγειο της εμπορικότητας του !
   
   
----
----

Αναθεώρηση της 00:00, 1 Ιανουαρίου 1970

Βιογραφικά στοιχεία

Τρίκαλα, 18 Ιανουαρίου 1915 - Λονδίνο, 18 Ιανουαρίου 1984

Γιος του Κώστα Τσιτσάνη ή Τσατσάνη, ξακουστού τσαρουχά από το Μέτσοβο και της Βικτωρίας (Βίτως) Λάζου, από τα Ζαγόρια ήταν το 4ο από τα 6 παιδιά τους. Ο πατέρας του Βασίλη λεγόταν Κώστας Τσατσάνης και γεννήθηκε το 1864. Το 1886 ο Κώστας Τσατσάνης κατατάσσεται στο στρατο και παίρνει μέρος στο Θεσσαλικό πόλεμο με ειδικότητα σανδαλοποιού. Επιστρέφει στα Γιάννινα και παντρεύεται τη 16χρονη Βικτωρία, μια πανέμορφη κοπέλλα. Μαζι πάνε στα Τρίκαλα όπου γνώριζε απο τη θητεία του και μετα απο ένα χρόνο διαμονής σε ένα μικρο χωριό, ανοίγει τσαρουχάδικο δίπλα στο ποτάμι και κοντα στις φυλακές των Τρικάλων ενω αργότερα , το 1900, φτιάχνει το σπίτι τους στην οδο Λαρίσης. Το σπίτι αυτο κατεδαφίστηκε το 1991 αφου οι συζητήσεις να γίνει μουσείο δεν καρποφόρησαν με τον εκει Δήμο ! Τα αδέλφια του Τσιτσάνη ήταν ο Νίκος, ο Χρήστος και η Χόρη (Τερψιχόρη). Ο πιο μεγάλος ο Βασίλης πέθανε 15 χρόνων το 1916 και έτσι δώσαν το όνομα σε αυτον. Ο Χρήστος (Κίτσος) έπαιζε επίσης μπουζούκι και διατηρούσε για πολλά χρόνια το καφενείο "Τσιτσάνης" στα Τρίκαλα. Ενώ ήταν αγαπημένοι, δεν μάθαμε ποτέ κατά πόσο τον επηρρέασε ή δίδαξε σαν μεγαλύτερος αδερφός, ενώ υπόνοιες άφησαν πολλοί για αγνώστου αριθμού τραγούδια ότι είναι του Χρήστου. Από το 1937 έως το 1940 υπηρέτησε τη θητεία του στη Θεσσαλονίκη, όπου και γνώρισε και παντρεύτηκε τη Ζωή Σαμαρά το 1938. Μαζί έκαναν δύο παιδιά την Βικτωρία και τον Κώστα.

Σταδιοδρομία στην μουσική

Αρχείο:Βασίλης Τσιτσάνης.jpg

Ο πατέρας του είχε μία μαντόλα και έπαιζε μετά τη δουλειά κλέφτικα τραγούδια. Το σπίι τους ήταν στην εξοχή, στους μπαξέδες και κοντα ήταν η στρατώνα. Οι πρώτες εικόνες που εντυπωσιάζουν το μικρο Βασίλη είναι οι παρέες με τους φαντάρους και τους πρόσφυγες εκει κοντα στο σπιτι τους, στους μπαξέδες, να πίνουν, να καπνίζουν, να τραγουδούν, να παίζουν ένα όργανο που έμοιαζε με μαντόλα και πολλες φορες να χορεύουν ! Το 1922-23 ο πατέρας του πηγαίνει τη μαντόλα σε κάποιον οργανοποιό Καρύδα στα Πετράλωνα και αλλάζει το χέρι το έκανε πιο μακρυ και έτσι έμοιαζε με το μπουζούκι που είχε δει ! Η μετατροπή μαντολίνων αλλα και ταμπουράδων σε μπουζούκια εκείνη ακριβώς την εποχή φαίνεται ότι ήταν "επιβεβλημένη", λόγω της διάδοσης του μπουζουκιού και του ρεπερτορίου του με μάγκικα και άλλα. Ο Στέφανος Μιλάνος έβαλε κι αυτος τάστα στον παλιό ταμπουρά του πατέρα του το 1925. Αμέσως μόλις άλλαξε τη μαντόλα σε μπουζούκι, άλλαξε και το ρεπερτόριο ο πατέρας του και έπαιζε τραγούδια όπως αυτα που άκουγε στις διασκεδάσεις των προσφύγων και των στρατιωτών αλλα και κανταδόρικα. Ο Τσιτσάνης ξεκινάει να μαθαίνει βιολί με τον Ιταλό μαέστρο Γιόσσα, που βρίσκεται τα καλοκαίρια στα Τρίκαλα με το τρίο "Μπαρόνι". Το 1925 γίνεται εξέγερση των αγροτών και εργατών στα Τρίκαλα και στα αιματηρά επεισόδια με τους χωροφύλακες συμμετέχει και ο πατέρας του, ο οποίος τραυματίζεται και έτσι σιγα σιγα αποσύρεται απο το τσαγκάρικο. Με αφορμή αυτο, ο Τσ. λέει στο βιογράφο του ότι : "το σπίτι έπαψε να γεμίζει με τα τραγούδια του πατέρα μου ...", πράγμα που δείχνει οτι ο πατέρας του δεν γρατσούναγε απλως το μπουζούκι αλλα ήταν ένας ερασιτέχνης καλος μουσικός !! Το 1927 ο πατέρας του πεθαίνει, κάτι που στοιχίζει πολυ στην αγαπημένη τους οικογένεια ! Λίγο αργότερα ξεκινάει να παίζει με το μπουζούκι και από 14 χρόνων να γράφει τα πρώτα του τραγούδια. Δεν ξέρουμε αν ο μεγαλύτερος αδερφός του Κίτσος (Χρήστος) είχε ήδη μάθει μπουζούκι και έδειξε στο Βασίλη. Σε μία απο τις λιγοστες του αναφορές ο "Τσίλας" λέει ότι παραβγαίναν με τον αδερφό του, ποιος θα παίξει την πιο γλυκιά πεννιά !! Ο Τσιτσάνης πάει στο γυμνάσιο και αποτελεί το βασικό μέλος της παρέας που διασκεδάζει με το μπουζούκι του. Η χήρα μητέρα του ωστόσο για να τα βγάλει πέρα, αναλαμβάνει να πλένει τα ρούχα του στρατοπέδου αλλα αυτο οδηγεί στον εξευτελισμό του απο κάποια κακόβουλα πλουσιόπαιδα. Ο Νίκος και ο Χρήστος αναλαμβάνουν να τον σώσουν απο τον πετροπόλεμο. Φτωχος σε μία κοινωνία με όλες τις διαβαθμίσεις, σε μια αρκετά αναπτυγμένη πόλη όπως ήταν τα προπολεμικα Τρίκαλα, νοιώθει ακόμα πιο απορριπτέος μια και παίζει το "παράνομο" όργανο "μπουζούκι" ενω έχει παρατήσει το βιολί που όλοι έβλεπαν να έχει μέλλον σε αυτο ! Παρ'ολα αυτα εκτος απο τους συμμαθητές του όλοι και πιο πολλοι τον καλουν να παίξει σε ταβέρνες, καντάδες και κάθε είδους διασκεδάσεις ακόμα και οι καθηγητές στο σχολείο εκτιμούν τη μουσική του. Με τους φίλους διασκεδάζουν στις ταβέρνες "Κάστρα" στα Τρίκαλα, "Πράσινα σαλόνια" και στην "Ακαδημία" στην Καλαμπάκα και κάνουν συχνα καντάδες στις όμορφες συμμαθήτριες στη συνοικία των λεφτάδων, το Βαρούσι. Ο κιθαρίστας που τον συνοδεύει είναι κάποιος άλλος μαθητής, ο Κιούσης του οποίου ο πατέρας είχε γραμμόφωνο και απο εκει άκουγε ο Τ. να νέα τραγούδια. Βάζοντας στοιχεία από τα εφηβικά του βιώματα ο Τσιτσάνης στα τραγούδια του συνθέτει και στιχουργεί ακατάπαυστα. Η "Παραγουάη"(Σε φίνο ακρογιάλι) είναι από τα πρώτα του τραγούδια, η "Ματσαράγκα (Στου Αλευρά τη μάντρα)" αναφέρεται σε πραγματικό γεγονός στα Τρίκαλα, η "Καλαμπακιώτισσα" είναι συγκεκριμένη συμμαθήτρια του με την οποία είναι τσιμπημένος κλπ. Στο Σχολαρχείο θα χάσει μια χρονιά γιατι έχει αρχίσει να μη διαβάζει και τον Ιούλη του 1933 η τάξη του τελειώνει ενω αυτος θα πάρει το απολυτήριο το Φλεβάρη του '34. Τότε οι δικοι του ανοίγουν το καφενείο "Η Μουριά" μετέπειτα "Τσιτσάνης" δίπλα στο σπίτι τους στην οδο Λαρίσης. Στη μεγάλη εμποροπανήγυρη των Τρικάλων της 14ης Σεπτέμβρη του '34 ο Θανάσης Μπουρλιά(σ)κος φίλος του μουσικός θα τον γνωρίσει με τον δημοτικό τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο. Αφου τον ακούσει θα τον πάρει μαζι του και θα παίξουν στη Λαμία όπου ο Τσιτσάνης παίρνει το βάπτισμα του πυρός. Κάποιες υποσχέσεις για διορισμό στην Αγροτική Τράπεζα Τρικάλων δεν θα ευωδωθούν και έτσι συνεχίζει να παίζει σε διάφορες ταβέρνες. Παίζει στο Βόλο στα "Πευκάκια" και στη Λάρισα με τον Περδικόπουλο. Το 1935 εκμεταλευόμενος το ότι ο Κονδύλης βάζει μισο εισιτήριο στο τραίνο για την υποδοχή του Βασιλιά, στοιβάζεται με όλους και κατεβαίνει στην Αθήνα. Ο Περδικόπουλος του είχε πει : κατέβα στην Αθήνα να με βρεις, πάρε και το μπουζούκι ! Στην Αθήνα αναζητά με ποιο τρόπο θα μπει στη Νομική μια και είχε τη θέληση να πετύχει και να διαψεύσει αυτους που τον αμφισβητούσαν και τον χλεύαζαν στην κλειστη κοινωνία των Τρικάλων, μεταξύ των οποίων μιά συμμαθήτρια του που είχε ερωτευτεί αλλωστε δεν μπορουσε να προβλέψει την επιτυχία που θα ερχόταν σε 2 χρόνια και παράλληλα παίζει σε ένα μικρο ουζερί κοντα στη Θεμιστοκλέους όπου κοιμάται στο πατάρι. Θα επιστρέψει στα Τρίκαλα και το 1936 παίρνει την απόφαση να κατεβεί στην Αθήνα για τις επεχόμενες σπουδες του αλλα και γιατι διαβλέπει ότι με τη μουσική μπορει να έχει μέλλον ! Με τον Περδικόπουλο παίζουν σε μικρά ταβερνάκια όπως τα "Μπιζέλια" στον Κολωνό, το μπαρ "Κουκλάκι" στην 3η Σεπτεμβρίου και Ιουλιανού και στον "Πλάτανο", ένα ταβερνάκι κοντά στο σταθμό Λαρίσης που συχνάζουν φοιτητές. Από διηγήσεις μαθαίνουμε ότι με τον Περδικόπουλο παρακολουθούν από τη μάντρα το πρόγραμμα του "Δάσους" στο Βοτανικό γύρω στα 1936-37, ενώ παίζουν οι Μάρκος, Κηρομύτης, Χατζηχρήστος και άλλοι. Στον κύκλο των μουσικών ήδη έχει βγει η φήμη ότι έχει έρθει κάποιος βλάχος που παίζει φοβερό μπουζούκι ! Εν τω μεταξύ ο Περδικόπουλος καταφέρνει να γράψει ο Τ. τα δύο πρώτα του τραγούδια μέσα στο 1936, με την τραγουδίστρια Ελβίρα Κάκκη. Είναι τα "Μαντήλι χρυσοκεντημένο" καλαματιανό και το "Πικρός θα 'ναι ο πόνος μου" ζεϊμπέκικο. Λανθασμένα η Κάκκη θεωρήθηκε παλιότερα ότι είναι η Ελβίρα ντε Ιντάλγκο τραγουδίστρια της όπερας που τραγούδησε το '33 μία από τις 5 εκτελέσεις του Μπάρμπα-Γιάννη Κανατά. Σύμφωνα με τα στοιχεία απο τις πλάκες γραμμοφώνου και των δισκογραφικών εταιρειών που συγκέντρωσε ο Διονύσης Μανιάτης βλεπουμε ότι με σειρα ο ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ ηχογραφησε ως εξης τα πρώτα του τραγούδια στην ODEON-PARLOPONE : Σ'ενα τεκε σκαρώσανε (2430), Μαντήλι χρυσοκεντημένο (αρ.μήτρας : GO 2607), Πικρος είναι ο πόνος μου (2613), Να γιατι περνω (2639), Γειτόνισα (2640). Το "Σεάνα τεκε" τραγούδησε η τραγουδίστρια δημοτικών Γεωργία Μηττάκη, σε μία από τις λίγες της ηχογραφήσεις με ρεμπέτικα, ενώ στην άλλη πλευρά ήταν μια άλλη διαχρονική επιτυχία το "Σιγά καλέ μου την άμαξα" του Περδικόπουλου. Βλέπουμε στα πρώτα τραγουδια του Τσιτσάνη, οτι είναι δύο σε δημοτικό ύφος, δύο ζεϊμπέκικα και ένα χασάπικο. Δεν γνωρίζουμε αν το "Σ'ενα τεκε" ηχογραφήθηκε πριν την απαγόρευση του Μεταξά πάντως η εταιρεία το κυκλοφόρησε με θάρρος στις αρχες του '37 Εκείνες τις μέρες κάνει και τη μεγάλη επιτυχία η "Φαληριώτσια" του ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ! Σε ένα δίσκο κυκλοφόρησαν έπειτα τα δύο τραγούδια με την Ελβίρα Κάκκη (αρ.κυκλ.GA 1990) και μετα το "Να γιατι περνω" (αρ.κυκλ.GA 7005) με τη Σοφία Καρίβαλη που συμμετείχε και στα τραγούδια "Σαν δεν ήξευρες" και "Μάρκος ο Πολυτεχνίτης" που ηχογραφήθηκαν μαζι. Το τραγούδι του Μάρκου μπήκε στην πίσω πλευρα του "Να γιατι περνω" ώστε να στηριχτεί ακόμα πιο πολυ μια και ο Μάρκος ήταν στο απόγειο της εμπορικότητας του !



Δισκογραφία

Προπολεμικά Τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη

Μεταπολεμικά Τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη

Πηγές

  • Βασίλης Τσιτσάνης, Η ζωή μου και το έργο μου, Κώστα Χατζηδουλή, Εκδόσεις Νεφέλη, 1979
  • Βασίλης Τσιτσάνης - Η παιδική ηλικία ενος ξεχωριστού δημιουργού, Σώτου Αλεξίου, 1998
  • Ο ξακουστός Τσιτσάνης, Σώτου Αλεξίου, 2003
  • Βασίλης Τσιτσάνης Άπαντα, Επιμέλεια Θεόφιλος Αναστασίου, Έκδοση του Περιοδικού Λαϊκό Τραγούδι, 2004.
  • Αφιέρωμα στον Τσιτσάνη περιοδικό "Λαϊκό Τραγούδι" τεύχος 6, Ιανουάριος 2004 (Τα κέντρα και οι χρονολογίες που έπαιξε, Τα βιβλία, Γιατί δεν έγινε το Μουσείο, Κατοχή, Ο σεργιάνης, Σακαφλιάς, Αυτο είναι του αδερφού μου του Χρήστου κ.α.)
  • Βασίλης Τσιτσάνης - 1946, Μ.Αθανασάκη, Έκδοση του Περιοδικού Λαϊκό Τραγούδι, 2006.


Πρότυπο:Επέκταση