Ο παλιατζής
Ρούχα, παλιά παπούτσια αγοράζω, μεσ’ στις γειτονιές γυρίζω κι οτι βρω παλιό ψωνίζω και παπούτσια και χαλιά κι οτι ρούχα βρω παλιά, μεσ’ στο τρύπιο μου τσουβάλι μπαίνουν περασμένα κάλλη, μεσ’ στο τρύπιο μου τσουβάλι μπαίνουν περασμένα κάλλη.
Μια δουλίτσα μαυρομάτα μου ‘πε παλιατζή σταμάτα, σου τα δίνω αν θες αυτά, μα δε θέλω εχώ λεφτά και μου το ‘κλεισε το μάτι όλο τσαχπινιά γεμάτη και μου το ‘κλεισε το μάτι όλο τσαχπινιά και γεμάτη.
Ρούχα, παλιά παπούτσια αγοράζω, άλλη μια γεροντοκόρη μου ‘φερ’ ένα μισοφώρι και της λέγω ευθύς εγώ, τέτοια δεν τα κυνηγώ, το ‘παιρνα και με χρυσάφι, αν δεν έμενε στο ράφι, το ‘παιρνα και με χρυσάφι, αν δεν έμενε στο ράφι.
Μια κυρία κούκλα πρώτης μου ‘χε φέρει το μαγιό της και της είπα ορθά κοφτά, δε θα πιάσω τα λεφτά, ξέβαψε πανάθεμα το κι όλο τρύπες είν’ γεμάτο, ξέβαψε πανάθεμα το κι όλο τρύπες είν’ γεμάτο.