ΛΑΜΠΡΟΣ ΛΕΟΝΤΑΡΙΔΗΣ

Kάποιος βάζει πληροφορίες,στοιχεία,φωτο , οι άλλοι ας συμπληρώνουν να μαζέψουμε όσο περισσότερα μπορούμε.
Απάντηση
Μήνυμα
Συγγραφέας
Άβαταρ μέλους
Adonis
συντονιστής<br>(03/2008 ως τώρα)
Δημοσιεύσεις: 232
Εγγραφή: 13 Οκτ 2005 12:10 am

ΛΑΜΠΡΟΣ ΛΕΟΝΤΑΡΙΔΗΣ

#1 Δημοσίευση από Adonis »

Ο Χαράλαμπος(Λάμπρος) Λεονταρίδης ως άνθρωπος και ως μουσικός

Ο Χαράλαμπος(Λάμπρος) Λεονταρίδης υπήρξε ο «ένας αλλά λέων» με πολίτικη λύρα στις ηχογραφήσεις των 78 στροφών που έγιναν στην Ελλάδα. Ο πατέρας του Αναστάσιος, ο αδελφός του Παράσχος, αλλά και ο πρώτος του εξάδελφος Αλέκος Μπατζανός έπαιζαν επίσης πολίτικη λύρα και ηχογραφήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Ο Λάμπρος από την Πόλη βρέθηκε κάποια στιγμή στην Ελλάδα και διέπρεψε ως λυράρης. Όμως μέχρι τώρα οι πληροφορίες για τον ίδιο και το έργο του ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Ο Κυριάκος Καλαϊτζίδης από το «ΕΝ ΧΟΡΔΑΙΣ» της Θεσσαλονίκης είχε πρώτος την ιδέα, την άνοιξη του 2004, να κάνουμε ένα αφιέρωμα στον Λεονταρίδη. Έτσι άρχισε η έρευνα γύρω από το έργο του και την προσωπικότητά του, ώσπου το φθινόπωρο του 2004 ο νεαρός μουσικός και φίλος Σταύρος Κουρούσης ανακάλυψε το τηλέφωνο του γιου του Αναστάσιου, ο οποίος μας έδωσε πληροφορίες και στοιχεία για τον πατέρα του.

Ο Λάμπρος λοιπόν, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1898. Έμαθε λύρα κοντά στον πατέρα του και καθιερώθηκε επαγγελματικά εκεί από νεαρή ηλικία. Το 1922, στη διάρκεια της Μικρασιατικής καταστροφής, έτυχε να είναι σε μουσική περιοδεία στην Αίγυπτο και στη Βηρυτό. Αναγκαστικά λόγω των γεγονότων ήρθε στην Ελλάδα και έκτοτε για μεγάλο διάστημα θεωρείτο φυγάς από το τούρκικο κράτος(προφανώς γιατί απέφυγε την επιστράτευση), οπότε δεν μπορούσε να γυρίσει στην Πόλη. Συνέχισε τη μουσική του σταδιοδρομία στην Ελλάδα, και το 1936-37 παντρεύτηκε την Παναγιώτα Δανιηλίδου που καταγόταν από την Πριγκιπόνησο. Ρώτησα τον γιό του τι άνθρωπος ήταν και μου αποκρίθηκε ότι «είχε ένα προτέρημα που καμιά φορά στη ζωή θεωρείται ελάττωμα, ήταν κιμπάρης άνθρωπος, δεν έμπαινε σε ίντριγκες και ζηλοφθονίες με τους συναδέλφους του. Πέρασε και δύσκολες εποχές, όμως δεν έριξε ποτέ κανέναν για να του πάρει το ψωμί. Παρ’ όλο που έκανε μια δουλειά της νύχτας ποτέ δεν τον άκουσα να φωνάζει ή να βρίζει και ποτέ δεν ένιωσα ούτε ένα χαστούκι του. Αν και έπινε τα ουζάκια του με τους φίλους του, ποτέ δεν τον είδα «μεθυσμένο».

Γύρω στο 1936, που ήταν ακόμα στις δόξες του, έχτισε ένα αρχοντικό σπίτι στη Νέα Ελβετία που το ονόμασε «Βίλα Νότα¨, χάριν της μουσικής νότας αλλά και της συζύγου του Παναγιώτας(Νότας). Το χολ του σπιτιού του ήταν τεράστιο και στο δάπεδο υπήρχε ψηφιδωτό όπου απεικονιζόταν μια λύρα. Το σημείο είχε καλή ακουστική και εκεί έκαναν πρόβες με τους άλλους μουσικούς. Ο γιος του Λάμπρου, γεννημένος το 1938, είχε τα πρώτα του ακούσματα από αυτές τις πρόβες, που τις περισσότερες φορές εξελίσσονταν σε γλέντια ανατολίτικα. Οι ήχοι αυτοί έμειναν ονειρικοί και ανεξίτηλοι στη μνήμη του.

Όμως ήρθε ο πόλεμος και η κατοχή και όσες οικονομίες υπήρχαν από τις καλές εποχές εξανεμίστηκαν. Ευτυχώς ο Λάμπρος Λεονταρίδης είχε φέρει αρκετά κοσμήματα στη γυναίκα του από τις περιοδείες του στη Μέση Ανατολή. Στη μεγάλη πείνα πήγαινε στα χωριά, έδινε τα κοσμήματα και έπαιρνε τρόφιμα. Μετά την κατοχή και τον εμφύλιο, το 1949, η Ελλάδα ήταν γεμάτη πόνο και ερείπια και ο κόσμος έφευγε στο εξωτερικό αναζητώντας μια καλύτερη μοίρα. Πολλοί μουσικοί πήραν τότε το δρόμο της ξενιτιάς. Έτσι και ο Λάμπρος πήγε με την οικογένειά του το 1950 στην Πόλη, να ανταμώσει τους συγγενείς και τους παλιούς φίλους. Έμεινε εκεί περίπου τρεις μήνες και έπαιξε για λίγο στο ίδιο μαγαζί με τον μικρότερο αδελφό του Παράσχο, ωστόσο τελικά γύρισε πίσω στην Ελλάδα. Την ίδια χρονιά έλαβε μέρος στους Απάχηδες των Αθηνών, μια ταινία της «Ολύμπια Φιλμ» σε σενάριο και σκηνοθεσία του Ηλία Παρασκευά. Στις 02/09/1951, όπως φαίνεται στο διαβατήριό του, ξαναπήγε στην Πόλη, μαζί με τον ουτίστα Αγάπιο Τομπούλη και την τραγουδίστρια Ρόζα Εσκενάζυ, που ήταν παλιοί του φίλοι, συμπατριώτες και συνεργάτες. Εκεί σε συνεργασία με τον αδελφό του Παράσχο και κάποιους Τούρκους μουσικούς ηχογράφηση Αμερική από την εταιρεία Balkan. Τον Νοέμβριο του 1951 επιστρέφει στην Ελλάδα και εργάζεται στο κέντρο «Τριάννα» όπου για λίγο διάστημα ήρθε και έπαιξε μαζί του ο αδελφός του Παράσχος. Αυτή ήταν και η τελευταία του επαγγελματική αναλαμπή. Συνέχισε βέβαια να παίζει σε γιορτές και πανηγύρια, όμως το τοπίο είχε αλλάξει, ο κόσμος άκουγε άλλα πράγματα και οι παλιοί δεξιοτέχνες περνούσαν πλέον στην αφάνεια. Σ’ αυτή τη δύσκολη περίοδο, όταν ο μικρός τότε μοναχογιός του Τάσος πλησίαζε τις λύρες του πατέρα του, άκουγε τη μάνα του να τον αποπαίρνει με κάθε τρόπο. Έτσι το 1965 που ο Λάμπρος πέθανε από την ανίατη ασθένεια πήρε μαζί του τα μυστικά μιας μεγάλης μουσικής παράδοσης. Η Ρόζα Εσκενάζυ ήταν στη κηδεία του και έκλαιγε απαρηγόρητη τον Πολίτη Λυράρη που σίγησε για πάντα.

Τελειώνοντας αυτή τη συζήτηση-συνέντευξη με τον Τάσο Λεονταρίδη, τον ρώτησα για τις μουσικές του προτιμήσεις του πατέρα του, δηλαδή ποιους μουσικούς και τραγουδιστές εκτιμούσε. «Εγώ θυμάμαι τον Τομπούλη, τη Ρόζα και τον Σαββαΐδη με το κανονάκι, αυτοί ήταν οι αγαπημένοι του φίλοι και συνεργάτες. Πιο μικρός τον άκουγα να αναφέρει με εκτίμηση τα ονόματα του Αντώνη Νταλγκά, της Μαρίκας Πολίτισσας και του Γρηγόρη Ασίκη. Όμως θα σου πω και κάτι άλλο, μετά την κατοχή είχε βρει έναν δέκτη παγκοσμίου λήψεως από εγγλέζικο τανκ. Έπιανε λοιπόν τον ραδιοφωνικό σταθμό της Άγκυρας, που αν θυμάμαι καλά ξεκινούσε με τα λόγια: «Burasi Ankara-Anatolas Anti». Άκουγε με θρησκευτική κατάνυξη τον εξάδελφό του ουτίστα Γιώργο Μπατζανό και έναν Τούρκο τραγουδιστή, τον Νουρεντίν. Ο Γιώργος Μπατζανός είχε έρθει, μάλλον το 1939, φιλοξενούμενος στο σπίτι μας, ο πατέρας ήταν πολύ περήφανος γι’ αυτόν που δίδασκε σε Κονσερβατουάρ, που ήταν δηλαδή σπουδαγμένος μουσικός».

Στη συνέχεια αυτής της πρώτης συνάντησης με τον Τάσο Λεονταρίδη είδαμε δυο λύρες του πατέρα του, αρκετές φωτογραφίες και λίγους δίσκους γραμμοφώνου. Η μια λύρα ήταν του παππού του από την Πόλη, ένα αντικείμενο τέχνης με σκάφος από ελεφαντόδοντο. Στους δίσκους δεν υπήρχε κανένας με τον Λάμπρο, ήταν όμως κάποιοι με τον Αλέκο Μπατζανό, τον Ταμπουρί Τζεμίλ και την Αιγύπτια τραγουδίστρια Ούμ Κουλθούμ. Έπειτα ο κύριος Τάσος μου έδωσε προς ανατύπωση αρκετές φωτογραφίες του πατέρα του, κι εγώ του υποσχέθηκα ένα καλό αφιέρωμα για τον Πολίτη Λυράρη.

Ωστόσο, εκτός από τις πληροφορίες που έδωσε ο γιος του, θα πρέπει να αναφέρουμε και κάποια συμπεράσματα που προκύπτουν από τη μελέτη της δισκογραφίας. Διαπιστώνουμε ότι ο Λάμπρος εμφανίζεται τον Ιούνιο του 1928 στην εταιρεία His Master’s Voice, όπου παίζει κάποια οργανικά κομμάτια και σε άλλα συνοδεύει τον περίφημο τραγουδιστή Αντώνη Νταλγκά. Την ίδια περίπου εποχή παίζει είτε σόλο είτε συνοδεύοντας την επίσης πολίτισσα τραγουδίστρια Μαρίκα Φραντζεσκοπούλου στη γερμανική εταιρεία Polydor. Δεν μπορούμε να πούμε με ακρίβεια ποιος ήταν ο πρώτος του δίσκος, γιατί όσον αφορά την Polydor μεγάλο μέρος από τα αρχεία της καταστράφηκε στον πόλεμο και τα περισσότερα στοιχεία για εκείνη την περίοδο τα ανακαλύπτει η συλλεκτική σκαπάνη.

Το γεγονός πάντως είναι ότι στην Ελλάδα, από το 1927 κυρίως, αρχίζουν να μπαίνουν στη δισκογραφία οι παραδοσιακοί μουσικοί και τραγουδιστές του Μικρασιάτικου-Πολίτικου αλλά και γενικότερα του Δημοτικού τραγουδιού. Μέχρι τότε τα μεγάλα ονόματα της παράδοσης, εξαίρετοι μουσικοί και τραγουδιστές, είναι όλοι εκτός δισκογραφίας, ακούγονται όμως ζωντανά από τον λαό στα μαγαζιά και στα πανηγύρια. Όσον αφορά στη σταδιοδρομία του Λάμπρου, υποθέτουμε ότι τον προώθησε ο πατριώτης του Αντώνης Νταλγκάς ο οποίος ηχογραφούσε τουλάχιστον ένα χρόνο νωρίτερα. Ο Λάμπρος με τη δεξιοτεχνία του καθιερώθηκε γρήγορα και στη συνέχεια συνεργάστηκε με όλες τις τότε εταιρείες δίσκων και με τα μεγαλύτερα ονόματα του μουσικού στερεώματος. Για να καθιερωθείς εκείνη την περίοδο έπρεπε να είσαι άριστος, οι ηχογραφήσεις δεν επιδέχονταν λάθη, και παρότι δεν ανακαλύπτουμε στη δισκογραφία άλλον ανταγωνιστή με πολίτικη λύρα, υπήρχαν τα δυο κορυφαία βιολιά, ο Δημήτρης Σέμσης και ο Γιάννης Δραγάτσης ή Ογδοντάκης, που κατείχαν και ισχυρές θέσεις στις εταιρείες δίσκων.

Ο Λάμπρος Λεονταρίδης, εκτός από τα οργανικά του κομμάτια τα οποία ερμηνεύει, συνοδεύει σε μανέδες και άλλα τραγούδια τον Αντώνη Νταλγκά και τη Μαρίκα Πολίτισσα, καθώς και άλλους μεγάλους τραγουδιστές, όπως τη Ρόζα Εσκενάζυ, τον Γρήγορη Ασίκη, τον Δημήτρη Ατραΐδη, τον Κώστα Νούρο κ.α. Η χρυσή εποχή του διαρκεί από το 1928 έως το 1932, ενώ συνεχίζει με αραιότερες ηχογραφήσεςι μέχρι το 1937. Μετά εξαφανίζεται από τη δισκογραφία, όπως οι περισσότεροι της «Ανατολικής παράδοσης». Οι λόγοι υπήρξαν αφενός πολιτικοί(λογοκρισία Μεταξά) και αφετέρου κοινωνικοί-πολιτιστικοί, γιατί οι προτιμήσεις του κόσμου στρέφονταν προς τη «δυτικότροπη» και «ευκολοχώνευτη» μουσική.

Στην προπολεμική περίοδο, εκτός της δισκογραφίας, ο Λάμπρος συνεχίζει τις μουσικές του περιοδείες στη Μέση Ανατολή. Ο γιος του αναφέρει ότι έπαιξε ακόμα και στο Παρίσι, όπου υπήρχε προσφυγικό κοινό και κάποιοι συγγενείς του. Παράλληλα τον βλέπουμε σε φωτογραφίες με οπισθογραφήσεις να παίζει σε περιοχές της Θήβας, της Λειβαδιάς, της Πετρομαγούλας και αλλού, σε Δημοτικά σχήματα με τον Γιώργο Παπασιδέρη, τη Γεωργία Μηττάκη, τη Ρόζα Εσκενάζη και άλλους.

Ακολουθώντας και πάλι τα ίχνη του στις 78 στροφές τον ακούμε ξανά σε δίσκους της αμερικανικής εταιρίας Balkan. Όπως προαναφέραμε, οι ηχογραφήσεις αυτές έγιναν στην Κωνσταντινούπολη τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του 1951 με σχήμα ανάμικτο από Έλληνες και Τούρκους μουσικούς. Η πλούσια αυτή ορχήστρα δεν μας επιτρέπει να παίξουμε στο παίξιμο της λύρας, είναι σημαντικό όμως για τον Λάμπρο ότι μετά από χρόνια ηχογραφεί και πάλι με μια πολίτικη παρέα. Στην Ελλάδα βέβαια δεν γίνεται καν λόγος για επάνοδό του στη δισκογραφία, μέχρι που το 1962, σε μια σειρά από ηχογραφήσεις 45 στροφών της RCA Victor, πάλι με Τούρκους και Έλληνες καλλιτέχνες, παίζει σε δυο οργανικά κομμάτια-στο ένα σόλο λύρα και στο άλλο μαζί με άλλα όργανα.

Η συνολική αποτίμηση του έργου του στη δισκογραφία είναι πολύ δύσκολη υπόθεση, σύμφωνα πάντως με ό,τι εντοπίσαμε έως τώρα συνόδευσε με τη λύρα του τουλάχιστον εκατό τραγούδια. Ως συνθέτης εμφανίζεται σε ένα μόνο τραγούδι, Το βάσανο του Φθισικού, του οποίου υπάρχουν δυο εκτελέσεις, μια με τον Αντώνη Νταλγκά και μια με την Μαρίκα Πολίτισσα. Επιπλέον, έχουμε εντοπίσει κα ι δεκαοχτώ οργανικά κομμάτια, στα περισσότερα από τα οποία παίζει μόνος του και σε ορισμένα με τον Τομπούλη ή με άλλους μουσικούς. Αυτά ηχογραφήθηκαν κυρίως μεταξύ 1928-1929 και δεν αναγράφουν συνθέτη, στην πρώιμη όμως αυτή περίοδο η μη αναγραφή συνθέτη δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο. Έτσι μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα περισσότερα από αυτά τα δεκαοχτώ οργανικά κομμάτια ήταν δικές του εμπνεύσεις ή διασκευές.

Οι παραπάνω πληροφορίες που προκύπτουν από τη μελέτη της δισκογραφίας και των άλλων δεδομένων, καθώς και τα σημαντικά στοιχεία που πρόσφερε ο γιος του, συμπληρώνουν μια αρκετή καλή εικόνα για το ποιος ήταν ο Χαράλαμπος Λεονταρίδης ως άνθρωπος και ως μουσικός. Το 1965 ο θάνατος πήρε μαζί του τον ευαίσθητο λυράρη, όμως η λύρα του πάλλεται ακόμα στα αυλάκια των παλιών δίσκων. Ακούγοντάς τους η ψυχή μας γεμίζει μελαγχολία και μεράκι, και αυθόρμητα αναφωνούμε μαζί τον Αντώνη Νταλγκά «Γιασά Λάμπο μου, Γιασά».

Ηλίας Μπαρούνης

Η λύρα και ο Λάμπρος

Είναι γνωστό ότι ο τρόπος παιξίματος ενός μουσικού οργάνου δεν επιβάλλεται από το όργανο καθαυτό, αλλά διαμορφώνεται από τον μουσικό βάσει της μουσικής παράδοσης που ίδιος εκπροσωπεί. Αρκετά συχνά μάλιστα παρατηρούνται και κατασκευαστικές διαφοροποιήσεις του οργάνου προκειμένου να προσαρμοστεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στις εκτελεστικές ανάγκες της εκάστοτε μουσικής παράδοσης. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι υπάρχουν σήμερα στον ευρύτερο χώρο του Αιγαίου διάφοροι τύποι αχλαδόσχημης λύρας. Η κρητική, η πολίτικη, η θρακιώτικη, η μακεδονική, η νησιώτικη και η βουλγάρικη λύρα είναι σχεδόν βέβαιο ότι προέκυψαν από ένα αρχικό μοντέλο οργάνου το οποίο διαδόθηκε σε αυτές τις περιοχές, και με την πάροδο του χρόνου υπέστη μικρές ή μεγαλύτερες κατασκευαστικές αλλαγές σύμφωνα με τις τεχνικές απαιτήσεις των μουσικών παραδόσεων αυτών των περιοχών. Η πολίτικη λύρα με τη μορφή που τη γνωρίζουμε σήμερα παίζεται στην Κωνσταντινούπολη το λιγότερο τα τελευταία διακόσια χρόνια. Όπως και οι «συγγενείς» της κλήθηκε να εκτελέσει τη λαϊκή μουσική αυτού του τόπου: τσιφτετέλια, καρσιλαμάδες, χασάπικα και συρτά. Ο συγκεκριμένος τόπος όμως, η Κωνσταντινούπολη, υπήρξε και το κέντρο της καλλιέργειας μιας από τις σημαντικότερες αστικές μουσικές παραδόσεις, της κλασικής μουσικής της Πόλης. Η πολίτικη λύρα σταδιακά αφομοίωσε το ύφος, τον τρόπο εκφοράς της κλασικής μουσικής, με αποτέλεσμα τη διαφοροποίηση της τεχνικής παιξίματός της σύμφωνα με τις απαιτήσεις του αυστηρού, λιτού και αργόσυρτου αυτού ύφους. Κατά την περίοδο της ακμής της λύρας στην Κωνσταντινούπολη-τέλη δεκάτου με αρχές εικοστού αιώνα-πολλοί σπουδαίοι λυράρηδες χειρίζονταν με επιδεξιότητα τόσο τον λαϊκό όσο και τον κλασικό τρόπο παιξίματος του οργάνου. Ήδη από τις αρχές του εικοστού αιώνα όμως, άρχισαν να προτιμούν όλο και περισσότερο τον κλασικό τρόπο παιξίματος, ώσπου από το 1950 και ύστερα αυτός ο τρόπος επιβλήθηκε οριστικά.

Η σύγχρονη γενιά των λυράρηδων, έχοντας διδαχθεί το κλασικό ρεπερτόριο, άρχισε και πάλι τα τελευταία χρόνια να αναζητά με ενδιαφέρον το «παλιό» παίξιμο, τη λαϊκή φύση της πολίτικης λύρας. Εφόσον η προφορική παράδοση έχει διακοπεί εδώ και δεκαετίες, η αναζήτηση αυτή στρέφεται στις παλιές ηχογραφήσεις. Με δεδομένο ότι οι περισσότεροι σπουδαίοι λυράρηδες της περιόδου ακμής της πολίτικης λύρας δεν πρόλαβαν να αφήσουν ηχογραφήσεις, θα ήταν ίσως αδύνατη η επαναπροσέγγιση αυτού του τρόπου παιξίματος, αν δεν είχαν υπάρξει οι ηχογραφήσεις του ξεχωριστού και σπουδαίου λυράρη Λάμπρου Λεονταρίδη.

Ο Λάμπρος Λεονταρίδης άφησε την Κωνσταντινούπολη σε μια περίοδο κατά την οποία ήταν ακόμη έντονος ο απόηχος του λαϊκού τρόπου παιξίματος της λύρας. Ερχόμενος στην Ελλάδα, απομονώθηκε από τον κύκλο των συναδέλφων του και έτσι δεν παρακολούθησε τη διαδικασία μετατροπής και αλλαγών του παιξίματος της λύρας. Ακριβώς εδώ έγκειται η ιδιαιτερότητά του. Στο γεγονός ότι έμεινε προσηλωμένος σε έναν τρόπο παιξίματος μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου και εξακολούθησε να παίζει με τον ίδιο τρόπο μακριά από το γεωγραφικό κέντρο της μουσικής του, ενώ στην Κωνσταντινούπολη οι λυράρηδες αποξενώνονταν από αυτή την τεχνική παιξίματος της λύρας. Για τον λόγο αυτό, δίκαια μπορεί να χαρακτηριστεί ο τελευταίος κρίκος της αλυσίδας των σπουδαίων λυράρηδων της περιόδου ακμής της πολίτικης λύρας.

Ανεξάρτητα από τις όποιες συγκυρίες προσδίδουν στον Λάμπρο Λεονταρίδη τον ιστορικό αυτό ρόλο, το παίξιμό του καθαυτό φανερώνει έναν πολύ προικισμένο και ολοκληρωμένο μουσικό. Η μουσική του κινείται με χαρακτηριστική άνεση σε όλη την έκταση της λύρας, διανθίζεται με περίτεχνους δακτυλισμούς και διαπνέεται από έντονο αυθορμητισμό. Η μουσικότητά του εκδηλώνεται με τον διακριτικό τρόπο που συνοδεύει τους περίφημους τραγουδιστές της εποχής του. Γίνεται επίσης φανερό μέσω των αυτοσχεδιασμών του ότι ήταν βαθύς γνώστης της θεωρίας των μουσικών δρόμων.

Το πιο σημαντικό όμως, ακούγοντας κυρίως τα οργανικά κομμάτια του Λάμπρου, είναι ότι η λύρα στα χέρια του γίνεται ένα όργανο αυτοτελές, ένα όργανο πραγματικά σολιστικό. Μπορεί για τον ίδιο καθώς και για τους παλαιότερούς του λυράρηδες αυτό να ήταν αυτονόητο, σήμερα όμως, επειδή αυτός ο τρόπος παιξίματος έχει εκλείψει, ένα τέτοιο άκουσμα προκαλεί θαυμασμό. Πιθανότατα αυτό είναι το σημαντικότερο χαρακτηριστικό που έχασε σταδιακά η πολίτικη λύρα κατά τον εικοστό αιώνα, με την ένταξή της στην ορχήστρα κλασικής μουσικής: η αυτοτέλειά της.

Σωκράτης Σινόπουλος

Το παραπάνω κείμενο προέρχεται από το CD Λάμπρος Λεονταρίδης της σειράς «Μεγάλοι δεξιοτέχνες της Μεσογείου», παραγωγή «ΕΝ ΧΟΡΔΑΙΣ».

Απάντηση

Επιστροφή σε “Βιογραφίες”