Το «Αϊντίνικο» του Καραπιπέρη, οι τορπιλοφόρες κι ένα παράδοξο
Δημοσιεύτηκε: 21 Μαρ 2016 10:34 am
Όλοι γνωρίζουμε το «Αϊντίνικο» (29/4/1929) του Καραπιπέρη και οι περισσότεροι υποθέτω είχαμε όλα αυτά τα χρόνια «πλαντάξει», τι άραγε να τραγουδά ο άτιμος εκεί στο επίμαχο σημείο μετά το «ρίξε τα μαλλιά σου πλώρα»… Χίλια μύρια είχαν ακουστεί από τα αφτιά ενός εκάστου ακροατή, αλλά νοηματική άκρη δεν έβγαινε. Ώσπου, γύρω στο 2009, θαρρώ, μέσα από καθαρή κόπια, λύθηκε το μυστήριο: «ελληνικιά τορπιλοφόρα [τροπιλοφόρα]» λέει το άσμα.
Γρήγορα γρήγορα ήλθε στην επιφάνεια του διαδικτύου και η μετά πάσης βεβαιότητας εξήγηση για την έμπνευση των συγκεκριμένων λέξεων: αφορμή και επιρροή για τον Καραπιπέρη να αναφέρει τα περί τορπιλοφόρας υπήρξε, λέει, το γεγονός ότι στις 18/10/1912 ένα ελληνικό τορπιλοβόλο, με κυβερνήτη τον Βότση, βύθισε μέσα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης το τουρκικό «Feth-i-Bulend».
Εδώ θα κάνω μία στάση, προκειμένου να αξιολογήσω κατά δύναμιν αυτή την ερμηνεία. Στο «Αϊντίνικο», η παρομοίωση της αγαπημένης με «ελληνικιά τορπιλοφόρα» νομίζω πως δεν φωτίζεται καθόλου με την παραπάνω ερμηνεία, αλλά μάλλον συσκοτίζεται. Ένας πρώτος λόγος ένστασής μου είναι ότι ο Καραπιπέρης μιλάει για τορπιλοφόρα, ενώ το σκηνικό με τον Βότση το 1912 έγινε βέβαια με τορπιλοβόλο, και για την ακρίβεια με το τορπιλοβόλο 11. Η διαφορά μεταξύ τορπιλοβόλου και τορπιλοφόρου είναι αξιοσημείωτη και καθοριστική: τα τορπιλοβόλα ήταν μικρά και γρήγοτα πολεμικά σκάφη, το δε τορπιλοβόλο 11, για το οποίο η συζήτηση, είχε εκτόπισμα 85 τόνους και μήκος 36 μέτρα, ενώ το τορπιλοφόρο «Κανάρης», π.χ., της ίδιας εποχής, είχε εκτόπισμα 870 τόνους και μήκος 90 μέτρων! Άλλωστε, το μέγεθος μαρτυρείται και στο «Μαρς Βότση» που ηχογράφησε σχετικά με το περιστατικό η Κυρία Κούλα: «που μπήκε στο ενδέκατο μικρό τορπιλοβόλο»…
Τι θέλω εδώ να πω; Ότι εάν είχε κάτι στον νου εκείνη την ώρα ο Καραπιπέρης, για να παρομοιάσει την «νταρντάνα» αγαπημένη του τραγουδιού, αυτό πρέπει να ήταν κάτι σαν τον «Κανάρη» και επ’ ουδενί κάτι σαν το μικρουλάκι το 11 του Βότση: μη μας διαφεύγει άλλωστε ότι ο Καραπιπέρης μιλάει για τορπιλοφόρο και όχι για τορπιλοβόλο! Κατά συνέπεια, εκτιμώ ότι αυτή η ερμηνεία περί του τορπιλοβόλου του Βότση δεν ευσταθεί με τίποτα και εγώ τουλάχιστον την έχω θέσει εκτός γηπέδου.
Αλλά ας προχωρήσουμε τη διερεύνηση. Το 2010, στη σειρά που εξέδωσε ο Κουνάδης, με γενικό τίτλο Τα ρεμπέτικα, στον τρίτο τόμο παρουσιάζεται και γίνεται λόγος για το «Αϊντίνικο» του Καραπιπέρη. Εκεί ο Κουνάδης μνημονεύει την ύπαρξη ενός ναυτικού διηγήματος του Κώστα Φαλτάιτς («Η ρούσσικια τορπιλλοφόρα»). Το κακό είναι ότι δεν δίνει ούτε χρονολογία έκδοσης του διηγήματος ούτε και φορέα έκδοσης (αυτό θα το σχολιάσω παρακάτω, διότι πιθανολογώ ότι δεν πρόκειται για παραδρομή). Πάντως, το διήγημα μπορεί να το δει κανείς και να έχει πλήρη εποπτεία του εδώ:
http://pleias.lis.upatras.gr/index.php/ ... iew/134039
Πράγματι, διαπιστώνουμε ότι το διήγημα είναι αποκαλυπτικό για αυτά που συζητάμε, διότι μας δίνει στο πιάτο τους περισσότερους από τους στίχους του «Αϊντίνικου» (με το «ρούσσικια» στη θέση του «ελληνικιά»):
Ρούσικια τορπιλλοφόρα/ρίξε τα μαλλιά σου πλώρα
Ρίξε τα μαλλιά σου πίσω/να σε ιδώ να σ’ αγαπήσω
Και ο Κουνάδης καταλήγει: «Η παρομοίωση της άστατης Μαριέττας με το τορπιλοφόρο έλυσε και το αίνιγμα που μας απασχολούσε επί χρόνια, μη μπορώντας να καταλάβουμε τι ακριβώς έλεγε ο Μανώλης Καραπιπέρης στο αντίστοιχο σημείο του τραγουδιού. Μόνο που αντικατέστησε το επίθετο ρούσσικια με το ελληνικιά».
Η ερμηνεία του Κουνάδη φαντάζει ορθή και εντυπωσιακή, σε συνδυασμό με το εύρημα-διήγημα του Φαλτάιτς. Όμως, ποιο είναι το αγκάθι που αμέσως με τσίμπησε; Η χρονολόγηση του διηγήματος! Και τότε πιθανολόγησα για ποιο λόγο ο Κουνάδης δεν ανέφερε χρονολογία για το διήγημα: διότι έτσι ο αναγνώστης οδηγείται από τον Κουνάδη να πιστέψει ότι το διήγημα του Φαλτάιτς προηγείται και ο Καραπιπέρης έπεται, οπότε διαβάζοντας, ας υποθέσουμε, ο Καραπιπέρης στην Αμερική το δημοφιλές περιοδικό Μπουκέτο (γιατί εκεί δημοσιεύτηκε), εικάζουμε ότι «ξεσήκωσε» τους παραπάνω στίχους, άλλαξε το «ρούσσικια» με το «ελληνικιά» και πρόσθεσε και τα «μαλλιά τα πλεγμένα».
Έλα όμως που το διήγημα είναι δημοσιευμένο στις 21/5/1933, τέσσερα ολόκληρα χρόνια μετά τον Καραπιπέρη! Κρατάω μια ελάχιστη επιφύλαξη, μην τυχόν δεν είναι αυτή η πρώτη δημοσίευση, ωστόσο δεν υπάρχει κάποια σχετική ένδειξη στο περιοδικό ότι είναι επανέκδοση, ούτε από τη σχετική έρευνα που έκανα στη βιβλιογραφία του Φαλτάιτς βρήκα να έχει δημοσιευτεί ποτέ αυτό το διήγημα πριν από το 1933… Από την άλλη πλευρά, όπωσδήποτε με προϊδεάζομαι ότι κάποια ενδεχομένως συσχέτιση πρέπει να υπάρχει, τόσο από το γεγονός ότι έχει τηρηθεί η αναλογία στον τύπο «ελληνικιά» με τον τύπο «ρούσσικια» (ενώ θα μπορούσε ο Καραπιπέρης να πει «ελληνική» εάν δεν είχε κατά νου το «ρούσσικια» του Φαλτάιτς) και από την άλλη, πράγματι, μέσα στο διήγημα βλέπουμε πώς ακριβώς προέκυψε η παρομοίωση: ο ήρωας του διηγήματος, με αφορμή ρώσικο κατάλευκο πολεμικό που ναυλοχούσε στον Πειραιά, παρομοίασε την παχουλή και ξανθή αγαπημένη του με αυτό. Δηλαδή, αντιστοιχήθηκε το «παχουλή» με το ογκώδες ως φαίνεται ρώσικο πολεμικό, και το «ξανθή» με το κατάλευκο του πλοίου.
Συμπέρασμα; Εάν είχαμε τεκμηριωμένη τη δημοσίευση του εν λόγω διηγήματος σε προγενέστερο χρόνο από την έκδοση του δίσκου του Καραπιπέρη, θα μπορούσαμε πανευτυχείς να συναγάγουμε όσα συνάγει και ο Κουνάδης, ο οποίος όμως αποσιώπησε τη χρονολόγηση του διηγήματος. Γνωρίζοντας, ωστόσο, ότι το διήγημα είναι πολύ μεταγενέστερο του τραγουδιού, ενδεχομένως να μπαίνει κανείς σε ανάποδες σκέψεις; Ότι δηλ. ίσως ο Φαλτάιτς, και λόγω της θέσης του στα δισκογραφικά δρώμενα της εποχής, να είχε πρόσβαση στον δίσκο, ή ο δίσκος να κυκλοφόρησε και στην Ελλάδα, και από εκεί να εμπνεύστηκε τα όσα συμπίπτουν με το τραγούδι του Καραπιπέρη. Από την άλλη, ομολογώ ότι κάτι τέτοιο δεν μου έρχεται τόσο εύλογο, διότι το εν λόγω διήγημα του Φαλτάιτς φαίνεται πως αντλεί από την πραγματικότητα της εποχής και ανακαλεί την περίοδο ζωής του «Άρη», δηλ. 1880-1923: πράγματι το πλοίο «Άρης» λειτουργούσε όντως ως ναυτοφυλακή, και είναι γνωστό (από τον ίδιο τον Φαλτάιτς) ότι υπήρξε φυτώριο ρεμπέτικης δυναμικής, λόγω των επί έτη εγκλείστων εκεί φυλακισμένων ναυτών, όπως αντίστοιχα φυτώρια υπήρξαν και οι υπόλοιπες φυλακές της Ελλάδας, με κυρίαρχη βέβαια την Παλιά Στρατώνα.
Τι να συνέβη άραγε -και εντέλει- με τη ρούσικια και την ελληνικιά τορπιλοφόρα, θα μάθουμε ποτέ;
Γρήγορα γρήγορα ήλθε στην επιφάνεια του διαδικτύου και η μετά πάσης βεβαιότητας εξήγηση για την έμπνευση των συγκεκριμένων λέξεων: αφορμή και επιρροή για τον Καραπιπέρη να αναφέρει τα περί τορπιλοφόρας υπήρξε, λέει, το γεγονός ότι στις 18/10/1912 ένα ελληνικό τορπιλοβόλο, με κυβερνήτη τον Βότση, βύθισε μέσα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης το τουρκικό «Feth-i-Bulend».
Εδώ θα κάνω μία στάση, προκειμένου να αξιολογήσω κατά δύναμιν αυτή την ερμηνεία. Στο «Αϊντίνικο», η παρομοίωση της αγαπημένης με «ελληνικιά τορπιλοφόρα» νομίζω πως δεν φωτίζεται καθόλου με την παραπάνω ερμηνεία, αλλά μάλλον συσκοτίζεται. Ένας πρώτος λόγος ένστασής μου είναι ότι ο Καραπιπέρης μιλάει για τορπιλοφόρα, ενώ το σκηνικό με τον Βότση το 1912 έγινε βέβαια με τορπιλοβόλο, και για την ακρίβεια με το τορπιλοβόλο 11. Η διαφορά μεταξύ τορπιλοβόλου και τορπιλοφόρου είναι αξιοσημείωτη και καθοριστική: τα τορπιλοβόλα ήταν μικρά και γρήγοτα πολεμικά σκάφη, το δε τορπιλοβόλο 11, για το οποίο η συζήτηση, είχε εκτόπισμα 85 τόνους και μήκος 36 μέτρα, ενώ το τορπιλοφόρο «Κανάρης», π.χ., της ίδιας εποχής, είχε εκτόπισμα 870 τόνους και μήκος 90 μέτρων! Άλλωστε, το μέγεθος μαρτυρείται και στο «Μαρς Βότση» που ηχογράφησε σχετικά με το περιστατικό η Κυρία Κούλα: «που μπήκε στο ενδέκατο μικρό τορπιλοβόλο»…
Τι θέλω εδώ να πω; Ότι εάν είχε κάτι στον νου εκείνη την ώρα ο Καραπιπέρης, για να παρομοιάσει την «νταρντάνα» αγαπημένη του τραγουδιού, αυτό πρέπει να ήταν κάτι σαν τον «Κανάρη» και επ’ ουδενί κάτι σαν το μικρουλάκι το 11 του Βότση: μη μας διαφεύγει άλλωστε ότι ο Καραπιπέρης μιλάει για τορπιλοφόρο και όχι για τορπιλοβόλο! Κατά συνέπεια, εκτιμώ ότι αυτή η ερμηνεία περί του τορπιλοβόλου του Βότση δεν ευσταθεί με τίποτα και εγώ τουλάχιστον την έχω θέσει εκτός γηπέδου.
Αλλά ας προχωρήσουμε τη διερεύνηση. Το 2010, στη σειρά που εξέδωσε ο Κουνάδης, με γενικό τίτλο Τα ρεμπέτικα, στον τρίτο τόμο παρουσιάζεται και γίνεται λόγος για το «Αϊντίνικο» του Καραπιπέρη. Εκεί ο Κουνάδης μνημονεύει την ύπαρξη ενός ναυτικού διηγήματος του Κώστα Φαλτάιτς («Η ρούσσικια τορπιλλοφόρα»). Το κακό είναι ότι δεν δίνει ούτε χρονολογία έκδοσης του διηγήματος ούτε και φορέα έκδοσης (αυτό θα το σχολιάσω παρακάτω, διότι πιθανολογώ ότι δεν πρόκειται για παραδρομή). Πάντως, το διήγημα μπορεί να το δει κανείς και να έχει πλήρη εποπτεία του εδώ:
http://pleias.lis.upatras.gr/index.php/ ... iew/134039
Πράγματι, διαπιστώνουμε ότι το διήγημα είναι αποκαλυπτικό για αυτά που συζητάμε, διότι μας δίνει στο πιάτο τους περισσότερους από τους στίχους του «Αϊντίνικου» (με το «ρούσσικια» στη θέση του «ελληνικιά»):
Ρούσικια τορπιλλοφόρα/ρίξε τα μαλλιά σου πλώρα
Ρίξε τα μαλλιά σου πίσω/να σε ιδώ να σ’ αγαπήσω
Και ο Κουνάδης καταλήγει: «Η παρομοίωση της άστατης Μαριέττας με το τορπιλοφόρο έλυσε και το αίνιγμα που μας απασχολούσε επί χρόνια, μη μπορώντας να καταλάβουμε τι ακριβώς έλεγε ο Μανώλης Καραπιπέρης στο αντίστοιχο σημείο του τραγουδιού. Μόνο που αντικατέστησε το επίθετο ρούσσικια με το ελληνικιά».
Η ερμηνεία του Κουνάδη φαντάζει ορθή και εντυπωσιακή, σε συνδυασμό με το εύρημα-διήγημα του Φαλτάιτς. Όμως, ποιο είναι το αγκάθι που αμέσως με τσίμπησε; Η χρονολόγηση του διηγήματος! Και τότε πιθανολόγησα για ποιο λόγο ο Κουνάδης δεν ανέφερε χρονολογία για το διήγημα: διότι έτσι ο αναγνώστης οδηγείται από τον Κουνάδη να πιστέψει ότι το διήγημα του Φαλτάιτς προηγείται και ο Καραπιπέρης έπεται, οπότε διαβάζοντας, ας υποθέσουμε, ο Καραπιπέρης στην Αμερική το δημοφιλές περιοδικό Μπουκέτο (γιατί εκεί δημοσιεύτηκε), εικάζουμε ότι «ξεσήκωσε» τους παραπάνω στίχους, άλλαξε το «ρούσσικια» με το «ελληνικιά» και πρόσθεσε και τα «μαλλιά τα πλεγμένα».
Έλα όμως που το διήγημα είναι δημοσιευμένο στις 21/5/1933, τέσσερα ολόκληρα χρόνια μετά τον Καραπιπέρη! Κρατάω μια ελάχιστη επιφύλαξη, μην τυχόν δεν είναι αυτή η πρώτη δημοσίευση, ωστόσο δεν υπάρχει κάποια σχετική ένδειξη στο περιοδικό ότι είναι επανέκδοση, ούτε από τη σχετική έρευνα που έκανα στη βιβλιογραφία του Φαλτάιτς βρήκα να έχει δημοσιευτεί ποτέ αυτό το διήγημα πριν από το 1933… Από την άλλη πλευρά, όπωσδήποτε με προϊδεάζομαι ότι κάποια ενδεχομένως συσχέτιση πρέπει να υπάρχει, τόσο από το γεγονός ότι έχει τηρηθεί η αναλογία στον τύπο «ελληνικιά» με τον τύπο «ρούσσικια» (ενώ θα μπορούσε ο Καραπιπέρης να πει «ελληνική» εάν δεν είχε κατά νου το «ρούσσικια» του Φαλτάιτς) και από την άλλη, πράγματι, μέσα στο διήγημα βλέπουμε πώς ακριβώς προέκυψε η παρομοίωση: ο ήρωας του διηγήματος, με αφορμή ρώσικο κατάλευκο πολεμικό που ναυλοχούσε στον Πειραιά, παρομοίασε την παχουλή και ξανθή αγαπημένη του με αυτό. Δηλαδή, αντιστοιχήθηκε το «παχουλή» με το ογκώδες ως φαίνεται ρώσικο πολεμικό, και το «ξανθή» με το κατάλευκο του πλοίου.
Συμπέρασμα; Εάν είχαμε τεκμηριωμένη τη δημοσίευση του εν λόγω διηγήματος σε προγενέστερο χρόνο από την έκδοση του δίσκου του Καραπιπέρη, θα μπορούσαμε πανευτυχείς να συναγάγουμε όσα συνάγει και ο Κουνάδης, ο οποίος όμως αποσιώπησε τη χρονολόγηση του διηγήματος. Γνωρίζοντας, ωστόσο, ότι το διήγημα είναι πολύ μεταγενέστερο του τραγουδιού, ενδεχομένως να μπαίνει κανείς σε ανάποδες σκέψεις; Ότι δηλ. ίσως ο Φαλτάιτς, και λόγω της θέσης του στα δισκογραφικά δρώμενα της εποχής, να είχε πρόσβαση στον δίσκο, ή ο δίσκος να κυκλοφόρησε και στην Ελλάδα, και από εκεί να εμπνεύστηκε τα όσα συμπίπτουν με το τραγούδι του Καραπιπέρη. Από την άλλη, ομολογώ ότι κάτι τέτοιο δεν μου έρχεται τόσο εύλογο, διότι το εν λόγω διήγημα του Φαλτάιτς φαίνεται πως αντλεί από την πραγματικότητα της εποχής και ανακαλεί την περίοδο ζωής του «Άρη», δηλ. 1880-1923: πράγματι το πλοίο «Άρης» λειτουργούσε όντως ως ναυτοφυλακή, και είναι γνωστό (από τον ίδιο τον Φαλτάιτς) ότι υπήρξε φυτώριο ρεμπέτικης δυναμικής, λόγω των επί έτη εγκλείστων εκεί φυλακισμένων ναυτών, όπως αντίστοιχα φυτώρια υπήρξαν και οι υπόλοιπες φυλακές της Ελλάδας, με κυρίαρχη βέβαια την Παλιά Στρατώνα.
Τι να συνέβη άραγε -και εντέλει- με τη ρούσικια και την ελληνικιά τορπιλοφόρα, θα μάθουμε ποτέ;