"Ο Άγιος Μάγκας"



Απάντηση
Μήνυμα
Συγγραφέας
Άβαταρ μέλους
KONSTANTINOS
More than 50 posts user
Δημοσιεύσεις: 95
Εγγραφή: 07 Οκτ 2004 09:46 pm

"Ο Άγιος Μάγκας"

#1 Δημοσίευση από KONSTANTINOS »

Το μεταφέρω όπως μου το έστειλαν, να σται καλά:

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Δυο λόγια

Ο Στέλιος είναι φίλος μου.

Πρωτοβρέθηκα στο σπίτι του το 1994, αρχές Νοέμβρη. Δούλευα τότε στις
«Εικόνες» και ο αγαπητός μου Σωκράτης Τσιχλιάς, διευθυντής του
περιοδικού,
είχε αποδεχτεί την πρότασή μου να γράψω ένα κομμάτι για κάποιο δίσκο
που
ετοιμαζόταν να κυκλοφορήσει στην αγορά, με τον παράξενο τίτλο: «Σ’ Ένα
Μπαρ
Του Μισισίπι Ένας Ναύτης Απ’ Τη Σύρα». Δημιουργός του ήταν ο συνθέτης
Στέλιος Βαμβακάρης, ο μεσαίος από τους τρεις γιους του Μάρκου Βαμβακάρη
–πατριάρχη και γκουρού του ρεμπέτικου.

Επικοινώνησα με τον Στέλιο, συμφώνησε για τη συνέντευξη και την Τρίτη 8
Νοεμβρίου 1994, στις επτά το βράδυ, χτυπούσα την πόρτα του. Το
μαγνητόφωνό
μου κατέγραψε το δίωρο εκείνης της πρώτης μας συνάντησης και στην
ετικέτα
της κασέτας υπάρχουν όλες οι πληροφορίες για την ημέρα και την ώρα.

Ξεκινώντας την μαγνητοφώνηση εξήγησα στον συνομιλητή μου πως θα
χρησιμοποιήσω τη συζήτησή μας ως πρώτη ύλη και θα δημοσιεύσω στο
περιοδικό
ένα κείμενο για το δίσκο που ετοίμαζε. Όμως τρεις βδομάδες αργότερα,
στις 29
του μηνός, οι κύλινδροι των πιεστηρίων τύπωναν το τελευταίο τεύχος των
«Εικόνων» –ακολουθούσε αναστολή της κυκλοφορίας του περιοδικού κι έτσι
το
υλικό της συνέντευξης θα έμενε στα χέρια μου, αχρησιμοποίητο για την
ώρα.

Τηλεφώνησα αμέσως στον Στέλιο Βαμβακάρη, να τον ενημερώσω για τις
εξελίξεις
και να του πω ότι η δημοσίευση του επίμαχου κειμένου αναβάλλεται προς
το
παρόν. Μου λέει: «Ντο ματζόρε, μάγκα μου. Μη στεναχωριέσαι, δεν τρέχει
τίποτα. Ήταν η ευκαιρία και γνωριστήκαμε. Σε περιμένω να ξανάρθεις
όποτε
γουστάρεις».


Συναντηθήκαμε πολλές φορές με τον Στέλιο εκείνο το χειμώνα, καθώς και
στα
χρόνια που ακολούθησαν. Πάντοτε οι σκέψεις του, όποιο κι αν ήταν το
θέμα που
κουβεντιάζαμε, στρέφονταν για λίγο -ή για πολύ- στον Μάρκο. Μιλούσε ο
Στέλιος για τον πατέρα του μ’ έναν τρόπο που καταργούσε όλα τα
στερεότυπα
μιας συνηθισμένης αφήγησης, έπαιρνε λεξιλόγιο και συντακτικό και τα
‘βαζε να
χορέψουν βαρύ ζεϊμπέκικο. Ψάρευε λέξεις στριμωγμένες στα υπόγεια και
στα
μπουντρούμια του καθημερινού λόγου και τις εκσφενδόνιζε στο φως, σαν
ταχυδακτυλουργός που έχει πάντα κοντά του ένα καπέλο θαύματα.
Καλοδεχόταν ο
Στέλιος τις επισκέψεις μου στο σπίτι του και μου έκανε το δώρο των
αναμνήσεών του. Ακροβατούσε πάνω στις ερωτήσεις μου και στα θέματα που
άνοιγα. Άφηνε τη σκέψη του να στροβιλίζεται στις πιο απόμακρες περιοχές
των
βιωμάτων. Μου μιλούσε για τον Μάρκο κι εγώ παρακολουθούσα άναυδος κάθε
εκρηκτική εξιστόρηση. Γέννημα-θρέμμα της οδού Πατησίων είμαι. Αθήνα
μεριά.
Μ’ αρέσει ν’ ακούω πειραιώτικες ιστορίες.

Γεννήθηκα την εποχή που ξεφύτρωναν παντού κάτι δηλητηριώδεις
πολυκατοικίες
–ακόμα και φρεσκοχτισμένες δείχνανε μίζερες. Ήμουν δέκα ετών όταν
άκουσα ένα
μεσημέρι τους μεγάλους της γειτονιάς που έλεγαν να μην παρκάρει κανείς
το
αμάξι του εκείνο το βράδυ στο στενό διότι έπρεπε την επομένη το πρωί να
περάσουν οι μπουλντόζες για να γκρεμίσουν το παλιό, αρχοντικό κτίριο,
που
βρισκόταν στο βάθος του δρόμου. Το σπίτι αυτό το γνώριζα μόνο εξ όψεως,
ήταν
επί χρόνια ακατοίκητο και ποτέ δε μου είχε περάσει απ’ το μυαλό να το
επισκεφθώ σπρώχνοντας τις ερειπωμένες πόρτες. Απ’ όσο θυμόμουν, ποτέ
δεν
γνώρισα κάποιους που να ζουν εκεί –ήταν αιωνίως κλειστό. Και, εκτός του
δέους που μου προξενούσε η σφραγισμένη του πρόσοψη, υπήρχαν και οι
ρητές
εντολές της μάνας μου που φώναζε να μην τολμήσω να μπω στον ξένο κήπο
διότι
υπήρχε πηγάδι μέσα –σκεπασμένο βέβαια με καπάκι, αλλά επικίνδυνο.

Την επομένη οι εργάτες άρχισαν να ξηλώνουν πυρετωδώς το εσωτερικό του
σπιτιού και ως το απόγευμα είχε γεμίσει ο κήπος και ο δρόμος με πόρτες,
πατώματα, νιπτήρες, μπανιέρες, ξύλινα κουφώματα, χαρτόκουτες και
σκουπίδια.
Πλησίασα να δω τη φάση από κοντά. Πίσω από τα κάγκελα του σιδερένιου
φράχτη
είδα ένα κορίτσι, δυο-τρία χρόνια μεγαλύτερο από μένα, που είπε πως
ήταν η
κόρη του παλιού ιδιοκτήτη και πως βοηθούσε τον πατέρα της να φορτώσει
στο
αμάξι τα τελευταία χρήσιμα πράγματα αυτού του ερειπίου, πριν το
γκρεμίσουνε,
πριν το πάρει και το σηκώσει ο διάβολος.

Δε θυμάμαι το όνομα της μικρής –ας την πούμε Μαρία. Στεκόταν στη μέση
της
πρασιάς και πέταγε στο ανοιχτό πηγάδι του κήπου στοίβες από παλιά
περιοδικά
και εφημερίδες κιτρινισμένες και έτοιμες να διαλυθούνε στο πρώτο
άγγιγμα.
Ίσως να την κοίταξα απορημένος διότι μου είπε κοφτά: «Τι θέλεις εδώ
πέρα;
Δουλεύουμε, δεν ήρθαμε για παιχνίδι. Ή βάλε κανα χεράκι να καθαρίσουμε
λίγο
ή δίνε του».

Πλησίασα και άρχισα να πετάω κι εγώ χαρτιά στο πηγάδι. Αμόλαγα τα
δέματα από
το ανοιχτό στόμιο και ο επεισοδιακός παφλασμός των υπογείων υδάτων,
πολλαπλασιασμένος απ’ το φρεάτιο, επιβεβαίωνε την επιτυχή πτώση. Πρώτη
φορά
άκουγα τις αντιδράσεις του νερού όταν του πετάξεις από ψηλά κάτι με
βάρος.
Στον ενθουσιασμό μας ρίξαμε κι ένα μικρό σεντούκι. Προσπαθήσαμε πρώτα
να
παραβιάσουμε το σκουριασμένο λουκέτο, αλλά το ξύλινο μπαουλάκι δεν
άνοιγε με
τίποτα. Στο τέλος η Μαρία θύμωσε και το πέταξε και αυτό στο πηγάδι.

Το ίδιο βράδυ ξαναείδα τη σκηνή στον ύπνο μου. Ονειρεύτηκα όμως ότι
τελικά
την είχα σπάσει την κλειδαριά και πως το μπαούλο ήταν γεμάτο τετράδια.
Η
Μαρία έλεγε να μην τ’ αγγίξω, διότι σ’ αυτά έγραφαν οι άνθρωποι τις
ιστορίες
τους. Ξαφνικά φύσηξε αέρας, παρέσυρε τα φύλλα ενός τετραδίου, το άνοιξε
και
είδα τα γράμματα που υπήρχαν μέσα να διαλύονται στο φως και τις σελίδες
ν’
απομένουν λευκές, άδειες. Η Μαρία άρπαξε το μπαούλο και θυμωμένη το
πέταξε
και πάλι στο πηγάδι. Λυπήθηκα και άρχισα να κλαίω στον ύπνο μου γι’
αυτές
τις χαμένες ιστορίες –εγώ το είχα ανοίξει το λουκέτο και ένιωθα
υπεύθυνος
που τις πήρε το νερό, το πηγάδι και ο άνεμος…

Απ’ αυτό το όνειρο κατάγεται η επιθυμία μου ν’ ανακαλύψω μια-δυο από
τις
ιστορίες αυτές και να τις ξαναγράψω με το χέρι, στο ξύπνο μου, για
άσκηση
και τιμωρία. Όταν, λοιπόν, άκουσα τον φίλο μου τον Στέλιο να μου λέει
για
όλ’ αυτά που έζησε πλάι στον πατέρα του, κατάλαβα ότι ο άνθρωπος αυτός
κουβάλαγε μια αφήγηση που έπρεπε να παρακολουθήσω πυρετικά, σαν πιστός
που
προσεύχεται. Ένιωσα ότι ο Στέλιος Βαμβακάρης είχε μέσα του μια απ’ τις
ιστορίες που είχε σβήσει ο άνεμος εκείνου του ονείρου.

Και του λέω: «Στέλιο, φίλε μου, είσαι να τα λέμε εμείς και να
απομνημονεύει
η τεχνολογία; Όταν έρχομαι να σε δω, θα βάζω το μαγνητόφωνο να
καταγράφει
τις συζητήσεις μας. Κι ύστερα θα προσπαθώ να μεταφέρω στο χαρτί όλα όσα
βλέπω μέσα στη ψυχή μου όταν μου μιλάς για τον πατέρα σου, διότι πρέπει
να
μάθουν κι άλλοι τις ιστορίες που μου λες για τον Μάρκο. Άσε με να βάλω
τις
ψηφίδες των σκέψεων τη μια δίπλα στην άλλη. Τα λόγια και τις αναμνήσεις
σε
μια σειρά. Να δαμάσω τα κύματα, να ταξινομήσω τα βότσαλα και να χτενίσω
την
άμμο. Θέλω να κατανοήσω τον ψαλμό σου και να γράψω τον Βίο και την
Πολιτεία
του Άγιου Μάγκα –που ήταν Ποιητής, Μπουζουξής, Τραγουδιστής, Χορευτής,
Αριστοκράτης, Χαμάλης».


Μάνος Τσιλιμίδης "ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ. Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΓΚΑΣ. Ο ΣΤΕΛΙΟΣ
ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ". Εκδόσεις "Κάκτος"




ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Κάρο Με Στερεοφωνικό, Στην Ανηφόρα Προς Τα Ιεροσόλυμα

Γεννήθηκα στις 2 Μαρτίου του ’47 στον Πειραιά, στην Παλιά Κοκκινιά.

Στην παιδική μου ηλικία ήμουν πάντα μόνος μου, ένας ψηλολέλεκας με τους
ώμους σκυφτούς και με φωνάζανε καμπούρη. Δύσκολα έπιανα παρτίδες, τα
τακίμια
μου δε μπορούσαν να με ακολουθήσουν στο βιολί που βάραγα εγώ, ο δρόμος
ο
δικός μου ήταν αλλιώτικος, ήμουν -για να πούμε τα πράγματα στα ίσια-
ένας
βιοπαλαιστής του αισχίστου είδους. Έφαγα πολύ ποδαρόδρομο, σου λέω.
Παρακάλαγα το Θεό να ‘χω ένα πενηνταράκι στην τσέπη μου να πάρω μια
τυρόπιτα
απ’ τον γυρολόγο που τις κρατούσε ζεστές μέσα σε μια μόστρα γυάλινη.

Δεν φαινόντουσαν τα χρόνια μου ότ’ ήτανε λίγα, επειδή ήμουνα πολύ
ψηλός,
γυμνασμένος και τραβηγμένος από την ξυπολησιά και τα πεζοδρόμια. Είχα
ξεσηκώσει από νωρίς τα σχέδια του μάγκα, η όψη μου έκρυβε πολλά και
μπορούσα
να ξεγελάσω και να περάσω για πιο μεγάλος. Ήμουνα ο μόνος από τους
φίλους
μου που κορόιδευε τον ταμία κι έμπαινε στα έργα τα ακατάλληλα.

Οι συνομήλικοι μου πήγαιναν ο ένας αριστερά, ο άλλος δεξιά. Εγώ
ακολουθούσα
την ευθεία γραμμή, διότι γραμμή στα μάτια μου ήταν ο πατέρας μου –δεν
έφευγα
απ’ το δρόμο του κι απ’ τα βήματά του, δεν απομακρυνόμουν, ήμουνα όλη
την
ώρα πλάι του. Έβλεπα το πιάσιμο του μπουζουκιού απ’ τον Μάρκο κι ήθελα
να το
κάνω ίδιο. Παρατηρούσα το χέρι του το αριστερό και το δεξί του πόδι.
Ξέρεις
τι σημαίνει αυτό; Ρυθμός που σου γαμάει τα ράμματα. Δε χρειάζεσαι
ορχήστρα
να σε συνοδεύει για να παίξεις ένα ζεϊμπέκικο. Έχεις για κρουστό το
πόδι
σου. Τη στιγμή που βαράς την πενιά σου, χτυπάς και το πόδι σου στη γη.
Και
μες απ’ αυτό το χτύπο μιλάει η ψυχή σου. Και τα δάχτυλα του αριστερού
χεριού
χορεύουν στα τέλια και πληρώνουν τα χρέη της καρδιάς. Και φανερώνεις
όλα
εκείνα τα μυστικά που δεν τα ξέρει κανένας, δίνεις του άλλου να
καταλάβει
της ζωής σου το σενάριο. Όλα τα φυλαγμένα πάθη σου που σ’ έχουν
τυραννήσει,
τα βγάζεις μες από ένα ωραίο ταξίμι.


Η μάνα μου ήταν η δεύτερη γυναίκα του Μάρκου, καταγόταν από τη Σύμη κι
όλο
της το σόι δούλευε στη θάλασσα. Ο πατέρας της είχε βάρκες στη Βούλα και
πήγαινε βαρκάδες τα ζευγαράκια μέχρι το Πασαλιμάνι. Ακριβώς δίπλα μας
υπήρχε
μπακάλικο, το είχε ένας ρώσος, Περσιάδης λεγότανε. Στο ισόγειο
βρισκόταν το
μαγαζί και το υπόγειο το ‘χε κάνει ταβέρνα με μια σόμπα στη μέση κι ένα
ραδιόφωνο να παίζει τραγούδια αραβικά και τούρκικα και άκουγες την Ουμ
Καλσούμ, την Ασμαχάν και τον Αμπντέλ Χαλίμπ. Σ’ αυτό το μπακάλικο -στην
Κατοχή, το ’40- έγινε και το γαμήλιο γλέντι του Μάρκου, εκεί μέσα
χόρεψαν
όλοι οι φίλοι του -ο Παγιουμτζής, ο Μπάτης και οι άλλοι- και
ξεσηκωθήκανε
όλα τ’ Άσπρα Χώματα.

Στη Σύρα εγώ πήγα πρώτη φορά το ’57 – ‘58, μαζί με τον πατέρα μου τον
Μάρκο.
Έκτοτε ξαναπήγαμε πολλές φορές, για να τραγουδήσουμε στις ταβέρνες και
να
μαζέψουμε δεκάρες και φραγκοδίφραγκα στο πιατάκι μας. Το πιατάκι το
έβγαζα
εγώ. Ήμουνα εξασκημένο ζητιανάκι. Καθηγητής στη Σφουγγάρα. Ξέρεις τι
πάει να
πει Σφουγγάρα; Βουτάς το όργανό σου, πας και κάθεσαι εκεί που περνάει ο
πολύς κόσμος, αρχινάς να παίζεις, σε βλέπει ο άλλος, του αρέσεις και
σου
πετάει το κέρμα του.

Ποτέ δεν παίρναμε για τη Σύρα το καράβι της γραμμής, με καΐκι
πηγαίναμε, να
πνιγούμε. Δεν υπήρχαν λεφτά για ναύλα, έπρεπε ή να χωθείς στη ζούλα και
να
ταξιδέψεις λαθρεπιβάτης ή να τρέχεις πάνω κάτω στις αποβάθρες και στο
μόλο
ώσπου να τρακαριστείς με κανα γνωστό σου λοστρόμο και να σε φορτώσει,
μαζί
με τις πραμάτειες και τα τσουβάλια, στο αμπάρι ενός σαπιοκάϊκου. Και
φαντάσου κύμα. Και τον Μάρκο να τον σκοτώνει ο πόνος απ’ τ’ αρθριτικά
του
και να μη μπορεί να πιάσει το μπουζούκι του. Αυτά δεν ήταν ταξίδια,
ήταν
κεφάλαια της Οδύσσειας.

Πηγαίναμε καμιά φορά και στη Μύκονο, στο «Σαλί-Μπαγλί» -μια ταβέρνα που
σερβίριζε καραβίδες, κεφτέδες, πατάτες τηγανιτές και είχε πάντα ουζάκι,
κρασί και παγωμένες μπύρες. Έψηνε ο Μάρκος τον ταβερνιάρη κι αυτός μας
άφηνε
και καθόμαστε σε μια γωνιά περιμένοντας να ξεμπουκάρουν οι εφοπλιστές
και οι
λεφτάδες από τα καΐκια και τα πλεούμενα, να έρθουν στην ταβέρνα να
φάνε, να
πιούνε και στο τέλος να μας παραγγείλουν να τους παίξουμε μουσική. Η
Μύκονος
ήταν πολύ χλιδάτη τότε, σήκωνε μόνο τους εφοπλιστές, τους βιομηχάνους
κι
αυτούς που είχανε τα χρυσοχοεία. Δεν ήταν, όπως κατάντησε τώρα, νησί
για
τους πολλούς. Τότε έβρισκες τα βράδια της Παρασκευής -ακόμα και το
χειμώνα-
τουλάχιστον πενήντα πανάκριβα κότερα αραγμένα στο λιμάνι. Και όλοι,
-ιδιοκτήτες, φιλοξενούμενοι και πληρώματα- τρώγανε στο «Σαλί-Μπαγλί».
Και
στο ξεφάντωμά τους, καλούσανε τον Μάρκο να τους τραγουδήσει. Και
ξηγιόντουσαν γενναιόδωρα τη χαρτούρα τους.


Στο κάθε νησί μέναμε αρκετές μέρες. Τις πρώτες πηγαίναμε αρκετά καλά,
μετά
όμως το θέμα χάλαγε και σταματούσε να έρχεται κόσμος να μας δει, μέναμε
ρέστοι και πέφταμε στη λούμπα –διότι ή του ύψους ή του βάθους είναι η
δουλειά του μουσικού. Ο πατέρας μου έπρεπε να μας ζήσει όλους εμάς και
παράλληλα να βρει λεφτά να βάλει δόντια για να κλείσουν τα κενά στο
στόμα
του και να πάει λίγες μέρες στης Ικαρίας τα λουτρά μήπως και οι πηγές
του
ισιώσουν τα χέρια. Από τα μαγαζιά πληρωνόμασταν ένα μηδαμινό ποσό ή μας
δίνανε μια μακαρονάδα και την τρώγαμε. Τις πιο πολλές φορές έπρεπε να
μας
αρκεί η τιμή που μας κάνανε να μας αφήσουν να παίξουμε για τους πελάτες
τους
και να μαζέψουμε τη χαρτούρα. Οι ταβερνιάρηδες βγάζανε πολλά απ’ τα
κρασιά
και τις μπύρες. Ο Μάρκος τους γέμιζε τις καρέκλες, αλλά εκείνοι δεν του
το
αναγνωρίζανε όπως έπρεπε και δεν του δίνανε το ανάλογο πριμ.

Μόλις όμως πάταγε ο Μάρκος το πόδι του στη Σύρα, γινότανε χαμός. Με το
που
κατέβαινε απ’ το καΐκι, τον παραλάμβανε ένας αδελφικός του φίλος –ο
Αρτέμης
ο νερουλάς με το γάιδαρο και τη σούστα του. Η Σύρα είναι βράχος, ο
Αρτέμης
φόρτωνε με νερό το κάρο και ο γάιδαρος το ανέβαζε ως την κορφή. Είχε
πάντοτε
κι ένα γραμμόφωνο μαζί του ο Αρτέμης –σα να λέμε: Κάρο με στερεοφωνικό.
Πούλαγε πόρτα-πόρτα το νερό και κάθε τόσο ξανακούρδιζε το γραμμόφωνο
και
έβαζε συνέχεια τον ίδιο δίσκο απ’ την αρχή: «…Σκύλα μ’ έκανες και λιώνω
/
μες στη σκοτεινιά με πόνο. / Σκύλα μ’ έκανες ρεζίλι / στον πασά και στο
βεζίρη. / Σκύλα μ’ έκανες κομμάτια / με τα δυό σου μαύρα μάτια…» -είχε
ψύχωση μ’ αυτό τραγούδι του Μάρκου. Το άκουγε, το ξανάκουγε,
μερακλωνόταν
στο απροχώρητο, παράταγε τα νερά και τα κανάτια και χόρευε ζεϊμπέκικο
μπροστά στων νοικοκυραίων τις πόρτες.

Ο Αρτέμης, το καθημερινό του δρομολόγιο το άλλαζε μόνο για το χατίρι
του
Μάρκου –σου μιλάω για πολύ μεγάλη αγάπη. Υπολόγιζε την ώρα που θα
‘φτανε το
καΐκι και ερχόταν να μας παραλάβει απ’ το λιμάνι. Μας ανέβαζε πάνω στη
σούστα και μας πήγαινε γραμμή στο σπίτι του. Τράβαγε ο γάιδαρος το
φορτίο,
περνάγαμε από τις γειτονιές κι έβγαινε ο κόσμος στο δρόμο για να
μιλήσει του
Μάρκου και να του σφίξει το χέρι. Ο Μάρκος ήτανε το καμάρι του νησιού,
τον
αγαπούσε όλη η κοινωνία, όλη η γκάμα της, όλο το σύμπαν της Σύρας –από
τους
εφοπλιστές και τους δημόσιους υπάλληλους, μέχρι τους δικηγόρους και
τους
περιθωριακούς. Το μπουζούκι ήταν το κλειδί -και αν το καλοσκεφτείς
μοιάζει
με κλειδί- που άνοιγε και τα πορνεία και τα σαλόνια, και τους τεκέδες
και
τις φάμπρικες.


Τον αγαπάγανε τον Μάρκο οι άνθρωποι γιατί τον ξέρανε από παιδάκι.
Έβλεπες
τον κόσμο να τρέχει κοντά του για να τον υποδεχτεί και νόμιζες ότι το
συγκεντρωμένο πλήθος θα έστρωνε μ’ ένα χαλί από βάγια τους ανηφορικούς
δρόμους, για να περάσει το γαϊδουράκι που οδηγούσε τον Άγιο Μάγκα στην
ανηφόρα προς τα Ιεροσόλυμα.

Όταν κάποτε η σούστα έφτανε στο τσαρδί του Αρτέμη, ένα νησιώτικο σπίτι
με
όλη την ευγένεια και την αρχοντιά που είχε αυτός ο άνθρωπος πάνω του,
αμέσως
στρωνότανε τσιμπούσι στην αυλή -ανάμεσα σε κανάρια, τριαντάφυλλα,
γαρύφαλλα,
βασιλικούς, μαντζουράνες- και έβγαιναν αμέσως τα κεράσματα –οι
βανίλιες, τα
γλυκά του κουταλιού, οι καφέδες και τα λικεράκια. Και δίπλα το
γραμμόφωνο
που έπαιζε συνέχεια τον ίδιο σκοπό, μέχρι να ξεκουραστεί ο Μάρκος από
το
ταξίδι, να πιάσει το μπουζούκι και ν’ αρχίσει το ταξίμι του, το
καραντουζένι
του, και να τραγουδήσει τη «Σκύλα…». Το καραντουζένι ήταν η ψυχή του,
γιατί
ο Μάρκος κούρντιζε το μπουζούκι στη φωνή του, στον τόνο του, κι έπαιζε,
γουστάριζε και κένταγε. Λάλαγε σαν την καλή γαλιάντρα –ένα πουλί
αγριεμένο
και φουκαριάρικο.

Τον Μάρκο, οι φίλοι του τον λατρεύανε. Είχε τακίμια σε όλα τα γύρω
νησιά
-στην Άνδρο, στην Τήνο, στη Μύκονο, ακόμα και στη Σάμο, την Ικαρία,
τους
Φούρνους και τη Μυτιλήνη- που κάνανε κέφι να τον ακούσουν να παίζει και
να
λέει τα τραγούδια του. Κι επειδή η Σύρα ήτανε και κόμβος διοικητικός με
τις
δημόσιες υπηρεσίες και τα δικαστήρια, κυκλοφορούσε πολύς κόσμος και
κάθε
φορά, εκεί που έπαιζε ο Μάρκος, γινότανε προσκύνημα. Για τους πιστούς
και
τους θαμώνες ο Μάρκος ήτανε δώρο Θεού, διότι ακούγανε έναν μεγάλο
καλλιτέχνη
στην πιο αυθεντική μορφή ενός μουσικού είδους. Ο Μάρκος ήτανε γνήσιος
γιατί
ήταν γαλουχημένος μες στα προβλήματα των ανθρώπων.

Και οι άνθρωποι του παραγγέλνανε τις «Βεργούλες» και το «Αντιλαλούν Οι
Φυλακές» και στο τέλος μας δίνανε καφάσια με σταφύλια και με μήλα,
τελάρα με
αυγά, τσουβάλια με πατάτες, κεφάλια τυριά, ντομάτες, σακιά με πεπόνια,
καρπούζια, σύκα ξερά, κουτιά με κυνηγόσκυλα, κλουβιά με γαλιάντρες, με
λούγαρα, με φανέτα και καρδερινοκάναρα –μας φορτώνανε δώρα. Και τι
κάναμε
εμείς που πεινάγαμε; Τα μπάζαμε τα φαγώσιμα όλα σ’ ένα καΐκι, δίναμε
ένα
μερίδιο στο λοστρόμο που ήτανε εξίσου φουκαράς κι όταν έφταναν στον
Πειραιά,
ο λοστρόμος φόρτωνε μια μηχανή ή τα καρότσια των χαμάληδων και πήγαινε
τις
προμήθειες από το λιμάνι μέχρι την Παλιά Κοκκινιά, στο σπίτι του
Μάρκου, στο
σπίτι μας, στα κτίσματα του συνοικισμού, για να ‘χουνε να τρώνε τα δυό
αδέλφια και η μάνα μου. Έφταναν μαζί και τα κλουβάκια. Στην αυλή μας
κελαηδούσανε εκατό πουλιά, συναυλία. Τα ‘χαμε κρεμασμένα κάτω απ’ τα
κεραμίδια. Νόμιζες ότι οι τοίχοι έχουνε φτερά.… Σκέψου τη χαρά που μας
κυρίευε όταν είχαμε ένα τέτοιο κέρδος και μπορούσαμε να ταΐσουμε τους
πεινασμένους, πίσω μας. Μου έλεγε ο Μάρκος: «Μάγκα, Στελάκη μου. Σήμερα
είμαστε καλά. Θα στείλουμε στη μαμά λεφτά και προμήθειες και θα ΄ναι
εντάξει
αύριο τ’ αδέλφια σου κι εκείνη».


Ήτανε δύσκολη για τον Μάρκο η ζωή, πολλά τα εμπόδια στη μέση και μαζί η
γαμιόλα η αρθρίτιδα που του παραμόρφωνε τα δάχτυλα. Και δίπλα του εγώ,
γιος
και τακίμι, που μ’ αγαπούσε και καταλάβαινε πως είχα κι εγώ καημό για
τις
μουσικές, τα στιχάκια και τα τέλια, κι ότι ίσως ήτανε της μοίρας μου να
γίνομαι η σκιά και η συνέχειά του. Τον ακολουθούσα πάντα για να τον
κοιτάζω,
να τον φροντίζω, να του κουβαλάω το μπουζούκι, να του συμπαραστέκομαι
στη
στενοχώρια του, να τον έχω φύλακα άγγελο να με προστατεύει απ’ το
ποικιλόμορφο πουταναριό της νύχτας, να τον ακούω να μου μιλάει, να τον
βλέπω
να δακρύζει, να λέει πως δεν έχει να μου πάρει κανταΐφι και πως όταν
κονομήσουμε θα μου αγοράσει ολόκληρο το ταψί και μαζί ένα ποδηλατάκι
και δυο
καινούρια πουκάμισα. Ό,τι υποσχόταν, το ‘κανε. Στο λέω με τιμιότητα. Ο
λόγος
του είχε βάρος, βάση, σκοπό και καθοδήγηση. Ό,τι έλεγε ήταν για μένα
ευαγγέλιο. Ποτέ δεν πέταγε κουβέντες της πούτσας, δεν έβγαινε απ’ το
στόμα
του ο λόγος ο σάπιος. Τον άκουγες και ήξερες τι πρέπει να κάνεις, τον
εμπιστευόσουν γιατί ποτέ δεν την πάταγες απ’ αυτόν τον άνθρωπο. Δεν
υπήρχε
περίπτωση να κάτσεις για λίγο μαζί του και να μην μπεις στο παιχνίδι
του, να
μην πάρεις από τα προτερήματά του. Δεν γινότανε να φύγεις χωρίς να
έχεις
νιώσει αυτό το αόρατο άγγιγμα.

Μάνος Τσιλιμίδης "ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ. Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΓΚΑΣ. Ο ΣΤΕΛΙΟΣ
ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ". Εκδόσεις "Κάκτος"



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

Φάε Λάδι Κι Έλα Βράδυ

Ο Μάρκος ήτανε πειραχτήρι και μέγας πλακατζής.

Μια φορά σ’ ένα νησί, κάποιος θαυμαστής του έδωσε ένα τσουβάλι ελιές.
Βαρύ
φορτίο. Έπρεπε κάποιος να τις μεταφέρει -έτσι δεν είναι;- όμως ούτε ο
Μάρκος
μπορούσε, ούτε άλλος κανείς.

Έκανε ο πατέρας μου παρέα και συνεργαζότανε κάπου-κάπου μ’ ένα χοντρό
τραγουδιστή που τον λέγανε Νομικό και είχε μια φωνή ίδια με του Γούναρη
και
τρομερή λόξα με τα σκυλιά ράτσας. Ο Νομικός είχε φτιάξει την «Κομπανία
της
Σύρας» μαζί με άλλους τρεις μουσικούς –τον Αντώνη τον Κεφάλα, τον
Βασίλη τον
Κουραμάνα και τον Βαγγέλη Πρέκα. Όποτε βρισκόταν ο Μάρκος στη Σύρα
κόλλαγε
δίπλα στους τρεις, τσοντάριζε την παρουσία του και ανανέωνε το
ενδιαφέρον
των Συριανών για τη συγκεκριμένη κομπανία. Ο κόσμος της Σύρας αγαπούσε
τα
τραγούδια του Μάρκου και η ομάδα των μουσικών γουστάριζε τον πατέρα
μου, τον
θαύμαζε, πέταγε τη σκούφια της να συνεργάζεται μαζί του. Κι έτσι ο
πατέρας
μου όταν πήγαινε σε άλλα νησιά τους έπαιρνε κοντά του, πότε έναν-έναν
και
πότε όλους μαζί, όποτε κι αυτοί μπορούσαν ν’ αφήσουν τη Σύρα και να τον
ακολουθήσουνε.


Μάρκος και Νομικός, κάνανε καλό ντουέτο οι δυο τους και ξεσυνερίζονταν
όλη
την ώρα σαν τα μικρά παιδιά, τη στήνανε ο ένας του αλλουνού και στο
τέλος
παινεύονταν για το ποιος την πάτησε πρώτος. Αθώα πειράγματα, χωρίς
κακία.

Πάει λοιπόν ο Μάρκος στο καφενείο του λιμανιού, πιάνει τον φίλο του και
του
λέει: «Ρε Νομικέ. Εσύ που είσαι καλό παιδί, γερό και νταβραντισμένο,
έλα να
γίνεις η ξεκούραση του φίλου σου. Κάνε την παλικαριά να πεταχτούμε εδώ
πιο
κάτω, να σου δώσω ένα κυνηγόσκυλο που μου κάνανε πάσα. Θέλω να μου
κουβαλήσεις ένα δέμα μέχρι το καράβι για να το πάρει ένας φίλος μου
λοστρόμος και να μου το πάει στα Άσπρα Χώματα. Και το σκυλί δικό σου.
Κράτησέ το. Είναι σπάνιο. Δεν θα το ξαναβρείς».

Αγνό και απονήρευτο παιδί ο Νομικός, άκακο πλάσμα, σηκώνεται και
ακολουθεί
τον πατέρα μου. Τον πάει ο Μάρκος στις αποθήκες του λιμανιού και τον
φορτώνει με το τσουβάλι. Σουρώνουνε οι ελιές τα ζουμιά τους στην πλάτη
και
στους ώμους του Νομικού και του κάνουν το άσπρο κοστούμι αγνώριστο.
Αλλά τι
να πει ο δικός σου; Είχε πατήσει τη μπανανόφλουδα του Μάρκου, ήταν
πλέον
αργά για διαμαρτυρίες και γκρίνιες, μετά την απομάκρυνση απ’ το ταμείο
ουδέν
λάθος αναγνωρίζεται.

Επιστρέφουν και σε όλο το δρόμο ο Νομικός είναι να τον πιάσεις από τα
ρουθούνια και να κάνει μπαμ. Μουρμούραγε και καθρεφτιζόταν σε τζαμαρίες
και
βιτρίνες, μήπως καταφέρει να υπολογίσει την έκταση της ζημιάς που είχε
υποστεί το λευκό κοστούμι του. Μπαίνουν στο καφενείο και οι θαμώνες
στράφηκαν να δουν ποιος ήταν ο λαδωμένος ποντικός που έφερνε μαζί του ο
Μάρκος ο μπουζουξής. Και τους λέει ο πατέρας μου: «Έχετε ξαναδεί ρε
μάγκες
πιο καλολαδωμένο κουστούμι;». Και ενώ η αίθουσα τρανταζόταν απ’ τα
γέλια,
γυρνάει ο Μάρκος στο θύμα του και συμπληρώνει: «Ρε Νομικέ. Σταμάτα να
φοράς
άσπρα σακάκια. Ξέρεις πόσο σου πάει το λαδί;».

Μάνος Τσιλιμίδης "ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ. Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΓΚΑΣ. Ο ΣΤΕΛΙΟΣ
ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ". Εκδόσεις "Κάκτος"

Απάντηση

Επιστροφή σε “Αναζήτηση τραγουδιού”