ΟΙ ΞΑΚΟΥΣΤΟΙ ΓΙΑΓΙΑΔΕΣ
Δημοσιεύτηκε: 30 Νοέμ 2005 11:02 pm
«Λόγω του ότι αυτοί οι άνθρωποι είχανε κάποια διαφορά με το κράτος-τώρα τι είναι αυτά είναι κρατικά πράματα-θέλαν να κάμουν την Σάμος αυτονομία όπως ήτανε πρώτα και για τον λόγο αυτόνε βγήκανε οι άνθρωποι στο βουνό. Δεν ξέρω πως έγινε το πράμα, αυτά είναι λεπτά πράματα, δεν μπορώ να ξέρω. Δεν είμαι και κατασκοπεία να γνωρίζω τα πάντα. Και επειδής βγήκανε στο βουνό εγενήκανε τόσα επεισόδια. Σκοτωθήκανε τόσοι Κρητικοί. Και μετά καθαριστήκανε όλοι σχεδόν και πήρε πια ο τελευταίος ο Γιάννης αμνηστία.
Ήντουσαν τέσσερα αδέλφια. Ο Γιώργος, ο Κώστας, ο Κίμων και ο Γιάννης. Αυτοί ήντουσαν από καλή οικογένεια, νοικοκυραίοι καλοί, εγγράμματοι. Αλλά τώρα πως έγινε αυτό δεν μπορώ να ξέρω. Εγώ θεώρησα καλώς να τους βγάλω τραγούδια. Ήντουσαν παλληκάρια. Τότες πούγινε το πρώτο που σκοτώσανε το Γιώργη απάνω στους Κοσμαδαίους, πάνω στο Κέρκι, ήμουνα ακόμα στη Σάμος.
Σε κάποια βάφτιση κάποιος ρουφιάνος τους πρόδωσε και έγινε μάχη ανάμεσα στους Γιαγιάδες και στους Χωροφυλάκους και σκοτώσανε τον Γιώργο κείνο το βράδυ, το οποίον τούβγαλα εγώ το τραγούδι. Μετά έβγαλα το άλλο που κάψανε ζωντανή την μάνα τους για να μαρτυρήση πούναι τα παιδιά της. Αν γίνεται τέτοιο πράμα. Αυτή ’τανε γρηά, δεν ήξερε βέβαια. Τι ξέρει η γριά πούτανε 80 χρονώ γυναίκα-μπορεί νάταν και παραπάνω-η συγχωρεμένη η Μαριώ. Βέβαια και νάξερε δεν θα τους το λεγε. Αφού την κάψαν ζωντανή εθεώρησα καλώς όπως βγάζαν τόσα τραγούδια, ας πούμε για το 21, να της βγάλω και εγώ ένα. Ε μετά έβγαλα το άλλο τον Κώστα τον Γιαγιά ο οποίος ήτονε αποκηρυγμένος.
Ο Γιάννης ο οποίος ήτονε δικηγόρος και ο Κίμων είχανε πάρη αμνηστία. Του Κώστα του κάναν αποκήρυξη για 750.000 γιατί αυτός και τ’ αδέλφια του οποιανού ρίχνανε τον βρίσκανε στο φρύδι. Και ένεκα τούτου αυτουνού του κάνανε γλυκά και τον φαρμακέψανε γιατί, βέβαια, δεν μπορούσαν να τον σκοτώσουν. Του τάδωσε ένας πρώτος ξάδελφός του-που ήτονε έμπιστός του και τροφοδότης του. Τώρα πώς έγινε αυτό το πράμα, τι σπείρα κάνανε, πως τα κανονήσανε δεν ξέρω. Ένα πρωί που πήγε στο Κέρκι, πάνω από τον Μαραθόκαμπο, του τάδωσε τα γλυκά και καθώς πηγαίνανε στη βρύση για νερό τον πειάσανε οι πόνοι τον Κώστα. Τώρα εκεί μέσα μπερδουκλώθηκε η δουλειά. Του ρίξανε, τον σκοτώσανε. Τώρα ο ίδιος ο Κοκκώνης τόνε σκότωσε πρώτα και μετά είπε στ’ απόσπασμα ρίχτε του απάνω για να δικαιολογηθή αυτός στην πράξη του, δεν ξέρω. Δεν μπορώ να το γνωρίζω αυτό το πράμα. Μπορεί όμως να έγινε κι έτσι. Λοιπόν αφού τον σκοτώσανε του πήρανε το κεφάλι, πήγανε κάτω, πήρανε την αμοιβή, όλα τα φτα, τέλος πάντων πάει τέλειωσε. Και τότες βγάζω και του Κώστα ένα τραγούδι. Αυτά όλα τα τραγούδια μου τα γύρισα στην ODEON, εξόν από τους Γιαγιάδες στην COLUMBIA».
Το παραπάνω απόσπασμα καταγράφηκε στην αυτοβιογραφία που εξέδωσε ο Τάσος Σχορέλης και ο Μίμης Οικονομίδης το 1974 με τίτλο: Ένας ρεμπέτης ΚΩΣΤΑΣ ΡΟΥΚΟΥΝΑΣ «σαμιωτάκι».
Οι στίχοι του τραγουδιού για την ιστορία της μάνας των Γιαγιάδων με τίτλο «Κάψαν τη μάνα των γιαγιάδων», καθιστικό, το οποίο τραγουδά συγκλονιστικά ο Κώστας Ρούκουνας είναι οι παρακάτω:
Μια μάνα είχαν τα παιδιά, οι ξακουστοί γιαγιάδες.
ήταν λεβέντισσα κι αυτή όπως και τα παιδιά της.
Δεν έφταιξε ποτέ αυτή κι άδικα την επιάσαν
πετρέλαιο της ρίξανε και ζωντανή την ’κάψαν.
Την ώρα που την καίγανε φωνάζει τα παιδιά της
για να την εγλιτώσουνε από τα βάσανά της.
Για τον θάνατο του Γιώργου στο Κέρκι, έγραψε το παρακάτω τραγούδι με τίτλο: «Στης Σάμος τα περίχωρα» σε ρυθμό Χιτζάζ, χορός Τσάμικος.
Στης Σάμος τα περίχωρα, σ’ ένα χωριό στον Κέρκη
μια νύχτα τ’ αποσπάσματα ανοίξανε τουφέκι.
Οι σφαίρες πέφτανε βροχή, δεκάδες, δωδεκάδες
να πιάσουνε τους ξακουστούς και τρομερούς Γιαγιάδες.
Κείνο το βράδυ σκότωσαν τον Γιώργο απ’ τους Γιαγιάδες
αλλά κι’ απ’ τ’ αποσπάσματα κλάψαν πολλές μανάδες.
Για τον Κώστα, ο Κώστας Ρούκουνας έγραψε ένα κλέφτικο με τίτλο «Στης Σάμος τα ψηλά βουνά» με τους παρακάτω στίχους:
Στης Σάμος τα ψηλά βουνά, στου Κέρκι τα λημέρια
εκεί ξεχείμαζε ο Γιαγιάς.
Είχε για τροφοδότη του έναν αξαδελφό του
Κοκώνη τον ελέγανε.
Αυτός του έκανε γλυκά και τούβαλε φαρμάκι
ένα πρωί του τάδωσε.
Εκεί που έπινε νερό να σβύση την φωτιά του
έξαφνα πυροβολισμοί.
Άξαφνα πυροβολισμοί καρφώσαν την καρδιά του
και ο Κοκκώνης φώναξε:
Κόφτε παιδιά την κεφαλή για το Βαθύ να πάμε
την αμοιβή να πάρωμε.
Ήντουσαν τέσσερα αδέλφια. Ο Γιώργος, ο Κώστας, ο Κίμων και ο Γιάννης. Αυτοί ήντουσαν από καλή οικογένεια, νοικοκυραίοι καλοί, εγγράμματοι. Αλλά τώρα πως έγινε αυτό δεν μπορώ να ξέρω. Εγώ θεώρησα καλώς να τους βγάλω τραγούδια. Ήντουσαν παλληκάρια. Τότες πούγινε το πρώτο που σκοτώσανε το Γιώργη απάνω στους Κοσμαδαίους, πάνω στο Κέρκι, ήμουνα ακόμα στη Σάμος.
Σε κάποια βάφτιση κάποιος ρουφιάνος τους πρόδωσε και έγινε μάχη ανάμεσα στους Γιαγιάδες και στους Χωροφυλάκους και σκοτώσανε τον Γιώργο κείνο το βράδυ, το οποίον τούβγαλα εγώ το τραγούδι. Μετά έβγαλα το άλλο που κάψανε ζωντανή την μάνα τους για να μαρτυρήση πούναι τα παιδιά της. Αν γίνεται τέτοιο πράμα. Αυτή ’τανε γρηά, δεν ήξερε βέβαια. Τι ξέρει η γριά πούτανε 80 χρονώ γυναίκα-μπορεί νάταν και παραπάνω-η συγχωρεμένη η Μαριώ. Βέβαια και νάξερε δεν θα τους το λεγε. Αφού την κάψαν ζωντανή εθεώρησα καλώς όπως βγάζαν τόσα τραγούδια, ας πούμε για το 21, να της βγάλω και εγώ ένα. Ε μετά έβγαλα το άλλο τον Κώστα τον Γιαγιά ο οποίος ήτονε αποκηρυγμένος.
Ο Γιάννης ο οποίος ήτονε δικηγόρος και ο Κίμων είχανε πάρη αμνηστία. Του Κώστα του κάναν αποκήρυξη για 750.000 γιατί αυτός και τ’ αδέλφια του οποιανού ρίχνανε τον βρίσκανε στο φρύδι. Και ένεκα τούτου αυτουνού του κάνανε γλυκά και τον φαρμακέψανε γιατί, βέβαια, δεν μπορούσαν να τον σκοτώσουν. Του τάδωσε ένας πρώτος ξάδελφός του-που ήτονε έμπιστός του και τροφοδότης του. Τώρα πώς έγινε αυτό το πράμα, τι σπείρα κάνανε, πως τα κανονήσανε δεν ξέρω. Ένα πρωί που πήγε στο Κέρκι, πάνω από τον Μαραθόκαμπο, του τάδωσε τα γλυκά και καθώς πηγαίνανε στη βρύση για νερό τον πειάσανε οι πόνοι τον Κώστα. Τώρα εκεί μέσα μπερδουκλώθηκε η δουλειά. Του ρίξανε, τον σκοτώσανε. Τώρα ο ίδιος ο Κοκκώνης τόνε σκότωσε πρώτα και μετά είπε στ’ απόσπασμα ρίχτε του απάνω για να δικαιολογηθή αυτός στην πράξη του, δεν ξέρω. Δεν μπορώ να το γνωρίζω αυτό το πράμα. Μπορεί όμως να έγινε κι έτσι. Λοιπόν αφού τον σκοτώσανε του πήρανε το κεφάλι, πήγανε κάτω, πήρανε την αμοιβή, όλα τα φτα, τέλος πάντων πάει τέλειωσε. Και τότες βγάζω και του Κώστα ένα τραγούδι. Αυτά όλα τα τραγούδια μου τα γύρισα στην ODEON, εξόν από τους Γιαγιάδες στην COLUMBIA».
Το παραπάνω απόσπασμα καταγράφηκε στην αυτοβιογραφία που εξέδωσε ο Τάσος Σχορέλης και ο Μίμης Οικονομίδης το 1974 με τίτλο: Ένας ρεμπέτης ΚΩΣΤΑΣ ΡΟΥΚΟΥΝΑΣ «σαμιωτάκι».
Οι στίχοι του τραγουδιού για την ιστορία της μάνας των Γιαγιάδων με τίτλο «Κάψαν τη μάνα των γιαγιάδων», καθιστικό, το οποίο τραγουδά συγκλονιστικά ο Κώστας Ρούκουνας είναι οι παρακάτω:
Μια μάνα είχαν τα παιδιά, οι ξακουστοί γιαγιάδες.
ήταν λεβέντισσα κι αυτή όπως και τα παιδιά της.
Δεν έφταιξε ποτέ αυτή κι άδικα την επιάσαν
πετρέλαιο της ρίξανε και ζωντανή την ’κάψαν.
Την ώρα που την καίγανε φωνάζει τα παιδιά της
για να την εγλιτώσουνε από τα βάσανά της.
Για τον θάνατο του Γιώργου στο Κέρκι, έγραψε το παρακάτω τραγούδι με τίτλο: «Στης Σάμος τα περίχωρα» σε ρυθμό Χιτζάζ, χορός Τσάμικος.
Στης Σάμος τα περίχωρα, σ’ ένα χωριό στον Κέρκη
μια νύχτα τ’ αποσπάσματα ανοίξανε τουφέκι.
Οι σφαίρες πέφτανε βροχή, δεκάδες, δωδεκάδες
να πιάσουνε τους ξακουστούς και τρομερούς Γιαγιάδες.
Κείνο το βράδυ σκότωσαν τον Γιώργο απ’ τους Γιαγιάδες
αλλά κι’ απ’ τ’ αποσπάσματα κλάψαν πολλές μανάδες.
Για τον Κώστα, ο Κώστας Ρούκουνας έγραψε ένα κλέφτικο με τίτλο «Στης Σάμος τα ψηλά βουνά» με τους παρακάτω στίχους:
Στης Σάμος τα ψηλά βουνά, στου Κέρκι τα λημέρια
εκεί ξεχείμαζε ο Γιαγιάς.
Είχε για τροφοδότη του έναν αξαδελφό του
Κοκώνη τον ελέγανε.
Αυτός του έκανε γλυκά και τούβαλε φαρμάκι
ένα πρωί του τάδωσε.
Εκεί που έπινε νερό να σβύση την φωτιά του
έξαφνα πυροβολισμοί.
Άξαφνα πυροβολισμοί καρφώσαν την καρδιά του
και ο Κοκκώνης φώναξε:
Κόφτε παιδιά την κεφαλή για το Βαθύ να πάμε
την αμοιβή να πάρωμε.