ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΜΥΡΙΒΗΛΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΜΑΝΕ (1937)
Δημοσιεύτηκε: 10 Σεπ 2014 01:52 pm
[Άλλο ένα άρτι ανακαλυφθέν αθησαύριστο κείμενο, του Στρατή Μυριβήλη, παρακαλώ, με αφορμή την Μεταξική απαγόρευση του αμανέ στα τέλη Νοεμμβρίου 1937]
«Ο αμανές» (εφημ. Η Εθνική, 2 Δεκεμβρίου 1937)
Απηγορεύθη, λέει, ο αμανές. Πολύ καλά. Σαν νομοταγής πολίτης δεν έχω να μιλήσω τίποτε εναντίον της διαταγής που τον καταργεί. Ήθελα όμως να μου πη ο σκληρός νομοθέτης τι θ΄απογίνη τώρα με το περισσεύον μεράκι των ευθυμούντων Ελλήνων. Διότι ως γνωστόν δεν υπάρχει τίποτε μελαγχολικώτερον από το να βλέπης ανθρώπους του λαού εν ευθυμία. Το λεγόμενον «γλέντι» είναι απλώς μία εύφημος έκφρασις. Εις την πραγματικότητα πρόκειται περί πραγμάτων απολύτως πενθίμων. Μόλις ο Έλλην φθάση εις κατάστασιν «ευθυμίας», η συνοφρύωσις τρικυμίζει τη φάτσα του, τα βλέμματά του γίνονται απλανή, και κάπου κάπου περιφέρονται υπόπτως επάνω στα πρόσωπα των συνευθυμούντων, με την ελπίδα να συλλάβουν μίαν αφορμήν της περιποθήτου «παρεξηγήσεως». Όλοι είναι βλοσυροί, περίλυποι μέχρι θανάτου, και αγέλαστοι.
¬-Εβίβα!
Και πίνουν το κρασί, σοβαροί και αποφασιστικοί, περίπου με τον ίδιον τρόπον με τον οποίον θα έπιε και ο Σωκράτης το κώνειον.
Όλοι οι υπόλοιποι λαοί πίνουν και γίνονται εύθυμοι, κάμουν χαρούμενες τρέλλες, μεταβάλλονται σε παιδιά, διασκεδάζουν με λίγα λόγια. «Διασκεδάζουν». Ελληνική η λέξις. Θα πη «διασκορπίζουν». Τι γυρεύουν λοιπόν να διασκορπίσουν οι Έλληνες πίνοντας; Τον καημό τους. Τα ντέρτια και τα βάσανα της βιοπάλης. Και το αποτέλεσμα είναι όλως διόλου αντίθετον με την αξιέπαινον πρόθεσιν. Διότι μόλις τα ντέρτια και τα βάσανα ποτισθούν δεόντως από κρασί ή από ούζο, αχνίζουν, φουσκώνουν την καρδιά, διαλύονται εις ατμούς περιπαθείας και διονυσιακής θλίψεως, που γυρεύουν διέξοδον. Το μεράκι είναι η συνισταμένη όλων των θλιβερών περιπαθειών του Έλληνος. Έρως ανικανοποίητος, ανεργία, τιμή του αδελφού, φιλότιμον πάσχον, γρίνα οικογενειακή, όλα μαζί. Είναι μία κατάστασις καταθλιπτική, που διαστέλλει τον αισθηματισμόν του και τα πάθη του εις δύναμιν εντάσεως πολλών ατμοσφαιρών. Και αυξάνει ολοένα η πίεσις μαζί με το μεράκι.
Προσοχή λοιπόν. Κίνδυνος-θάνατος. Μη εγγίζετε για τ’ όνομα του Θεού. Η κατάστασις είναι κρίσιμος. Τότε ακριβώς χρειάζεται μία δικλείς ασφαλιστική, από την οποίαν να ξεθυμάνη συρίζων ο περισσεύων ατμός, διά να μη γίνη η μοιραία έκρηξις. Όπως συμβαίνει στο καζάνι της μηχανής. Και η δικλείς υπάρχει. Είναι ο αμανές. Ανοίγει η γλωσσοθυρίς όταν τα γράδα ανεβούν εις τον βαθμόν του κινδύνου, και το περίσσιο μεράκι εξέρχεται φλογερόν, αχνίζον και καίον.
-Άαααάαααάαααμάααανννν!
Εσείς νομίζετε πως είναι μουσικόν επιφώνημα υπό μορφήν ατέρμονος κορώνας. Αγία η άγνοιά σας αλλά παύσατε να γελιέσθε. Αυτή η κραυγή εκ βαθέων, η πλήρης θλίψεως, άλγους, απογνώσεως, παραπόνου και βόγγου επιθανατίου, είναι οι περισσεύοντες ατμοί του μερακιού, που διαφεύγουν από την ασφαλιστικήν δικλείδα. Δοκιμάσατε αν σας βαστά, να πάτε την ώρα που ορύεται τον αμανέ του ένας μερακλής ευρισκόμενος εις το κέφι, να του φιμώσετε την τρομεράν αυτήν κραυγήν. Δύο τινά θα συμβούν τότε αφεύκτως. Ή ο φιμωθείς θα διαρραγή εις εκατόν κομμάτια ως χειροβομβίς, ή θα βγάλη την κουμπούρα του και θα σας φονεύση. Το ίδιο θα συμβή και όταν καταπιέσετε με υπερφόρτωσιν ατμών τον λέβητα μιας μηχανής, κλείνοντες την ασφαλιστικήν δικλείδα της. Η έκρηξις θα επέλθη ασφαλώς με την βεβαιότητα που έχουν οι φυσικοί νόμοι εις τας δυναμικάς εκδηλώσεις των.
Σήμερα διατάσσεται η κατάργησις του αμανέ. Διατάσσεται δηλαδή το κλείσιμο των ασφαλιστικών δικλείδων της ελληνικής «ευθυμίας». Αν πραγματικά πρόκειται να επιδιωχθή με κάθε τρόπο η εφαρμογή της διαταγής αυτής, είναι ανάγκη να προηγηθή μία άλλη, η οποία να καταργή το πιοτί. Κάθε πιοτί που ημπορεί να προκαλέσει εκρηκτικόν μεράκωμα. Άλλως… Άλλως ας ετοιμασθώμε να θρηνήσωμε πολλά θύματα από τα επακόλουθα της καταργήσεως του αμανέ.
Είπον.
«Ο αμανές» (εφημ. Η Εθνική, 2 Δεκεμβρίου 1937)
Απηγορεύθη, λέει, ο αμανές. Πολύ καλά. Σαν νομοταγής πολίτης δεν έχω να μιλήσω τίποτε εναντίον της διαταγής που τον καταργεί. Ήθελα όμως να μου πη ο σκληρός νομοθέτης τι θ΄απογίνη τώρα με το περισσεύον μεράκι των ευθυμούντων Ελλήνων. Διότι ως γνωστόν δεν υπάρχει τίποτε μελαγχολικώτερον από το να βλέπης ανθρώπους του λαού εν ευθυμία. Το λεγόμενον «γλέντι» είναι απλώς μία εύφημος έκφρασις. Εις την πραγματικότητα πρόκειται περί πραγμάτων απολύτως πενθίμων. Μόλις ο Έλλην φθάση εις κατάστασιν «ευθυμίας», η συνοφρύωσις τρικυμίζει τη φάτσα του, τα βλέμματά του γίνονται απλανή, και κάπου κάπου περιφέρονται υπόπτως επάνω στα πρόσωπα των συνευθυμούντων, με την ελπίδα να συλλάβουν μίαν αφορμήν της περιποθήτου «παρεξηγήσεως». Όλοι είναι βλοσυροί, περίλυποι μέχρι θανάτου, και αγέλαστοι.
¬-Εβίβα!
Και πίνουν το κρασί, σοβαροί και αποφασιστικοί, περίπου με τον ίδιον τρόπον με τον οποίον θα έπιε και ο Σωκράτης το κώνειον.
Όλοι οι υπόλοιποι λαοί πίνουν και γίνονται εύθυμοι, κάμουν χαρούμενες τρέλλες, μεταβάλλονται σε παιδιά, διασκεδάζουν με λίγα λόγια. «Διασκεδάζουν». Ελληνική η λέξις. Θα πη «διασκορπίζουν». Τι γυρεύουν λοιπόν να διασκορπίσουν οι Έλληνες πίνοντας; Τον καημό τους. Τα ντέρτια και τα βάσανα της βιοπάλης. Και το αποτέλεσμα είναι όλως διόλου αντίθετον με την αξιέπαινον πρόθεσιν. Διότι μόλις τα ντέρτια και τα βάσανα ποτισθούν δεόντως από κρασί ή από ούζο, αχνίζουν, φουσκώνουν την καρδιά, διαλύονται εις ατμούς περιπαθείας και διονυσιακής θλίψεως, που γυρεύουν διέξοδον. Το μεράκι είναι η συνισταμένη όλων των θλιβερών περιπαθειών του Έλληνος. Έρως ανικανοποίητος, ανεργία, τιμή του αδελφού, φιλότιμον πάσχον, γρίνα οικογενειακή, όλα μαζί. Είναι μία κατάστασις καταθλιπτική, που διαστέλλει τον αισθηματισμόν του και τα πάθη του εις δύναμιν εντάσεως πολλών ατμοσφαιρών. Και αυξάνει ολοένα η πίεσις μαζί με το μεράκι.
Προσοχή λοιπόν. Κίνδυνος-θάνατος. Μη εγγίζετε για τ’ όνομα του Θεού. Η κατάστασις είναι κρίσιμος. Τότε ακριβώς χρειάζεται μία δικλείς ασφαλιστική, από την οποίαν να ξεθυμάνη συρίζων ο περισσεύων ατμός, διά να μη γίνη η μοιραία έκρηξις. Όπως συμβαίνει στο καζάνι της μηχανής. Και η δικλείς υπάρχει. Είναι ο αμανές. Ανοίγει η γλωσσοθυρίς όταν τα γράδα ανεβούν εις τον βαθμόν του κινδύνου, και το περίσσιο μεράκι εξέρχεται φλογερόν, αχνίζον και καίον.
-Άαααάαααάαααμάααανννν!
Εσείς νομίζετε πως είναι μουσικόν επιφώνημα υπό μορφήν ατέρμονος κορώνας. Αγία η άγνοιά σας αλλά παύσατε να γελιέσθε. Αυτή η κραυγή εκ βαθέων, η πλήρης θλίψεως, άλγους, απογνώσεως, παραπόνου και βόγγου επιθανατίου, είναι οι περισσεύοντες ατμοί του μερακιού, που διαφεύγουν από την ασφαλιστικήν δικλείδα. Δοκιμάσατε αν σας βαστά, να πάτε την ώρα που ορύεται τον αμανέ του ένας μερακλής ευρισκόμενος εις το κέφι, να του φιμώσετε την τρομεράν αυτήν κραυγήν. Δύο τινά θα συμβούν τότε αφεύκτως. Ή ο φιμωθείς θα διαρραγή εις εκατόν κομμάτια ως χειροβομβίς, ή θα βγάλη την κουμπούρα του και θα σας φονεύση. Το ίδιο θα συμβή και όταν καταπιέσετε με υπερφόρτωσιν ατμών τον λέβητα μιας μηχανής, κλείνοντες την ασφαλιστικήν δικλείδα της. Η έκρηξις θα επέλθη ασφαλώς με την βεβαιότητα που έχουν οι φυσικοί νόμοι εις τας δυναμικάς εκδηλώσεις των.
Σήμερα διατάσσεται η κατάργησις του αμανέ. Διατάσσεται δηλαδή το κλείσιμο των ασφαλιστικών δικλείδων της ελληνικής «ευθυμίας». Αν πραγματικά πρόκειται να επιδιωχθή με κάθε τρόπο η εφαρμογή της διαταγής αυτής, είναι ανάγκη να προηγηθή μία άλλη, η οποία να καταργή το πιοτί. Κάθε πιοτί που ημπορεί να προκαλέσει εκρηκτικόν μεράκωμα. Άλλως… Άλλως ας ετοιμασθώμε να θρηνήσωμε πολλά θύματα από τα επακόλουθα της καταργήσεως του αμανέ.
Είπον.