forum/viewtopic.php?p=20080#20080
ο σχεδόν συνονόματός μου Αγις δημοσίευσε το εξής σχόλιο:
Σε σχέση με το πρώτο μέρος του μηνύματος που αφορά το ταλέντο κλπ έγραψα ένα σχόλιο στη συνέχεια εκείνης της συζήτησης.Αγις έγραψε:Agis έγραψε: <<...έρχεται στην Αθήνα το 1930, σπουδάζει στο Ωδείο Αθηνών και μέχρι το θάνατό του γράφει περισσότερα από 120 έργα, με πιο αντιπροσωπευτικά τα εξής: «Συμφωνία αρ. 1 - της Αντίστασης» (1945), «Ο Διγενής δεν πέθανε» (1952), «Σπάρτακος» (1963) και «Κύπρος - Ελλάδα μας» (1964). Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, γυρνώντας στην ελεύθερη Ελλάδα με το «Θίασο του βουνού», δίνοντας παραστάσεις, οργανώνοντας χορωδίες και γράφοντας τραγούδια που τραγουδήθηκαν από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, με αντιπροσωπευτικότερο «Το τραγούδι του Αρη» ή το «Μικρό Χωριό». Το μεγαλύτερο μέρος της συμφωνικής μουσικής του παραμένει ανέκδοτο >> .
Από τα λίγα έργα του που έχω ακούσει μου φαίνεται πως ήταν ένας εντελώς ατάλαντος συνθέτης, γι'αυτό ίσως οι συμφωνίες του να είναι ανέκδοτες-παρά την δίψα που υπάρχει σήμερα για "νέα" δηλαδή ξεχασμένα παληά έργα που δεν έχουν ανακαλυφθεί.
Η άποψή μου για την συνθετική του αξία όμως μπορεί να είναι υποκειμενική. Το βέβαιο είναι πως υπήρξε υβριστής του ρεμπέτικου, το οποίο ενδεχομένως και να αγνοούσε. Είχε φαίνεται παραμείνει στην παληά γραμμή του "Ριζοσπάστη". Είχα δει πριν από πολλά χρόνια μία συνέντευξή του στην κρατική τότε τηλεόραση που κατηγορούσε το ρεμπέτικο με κάτι φαιδρότητες (έλεγε για τσιφτετέλια κλπ). Ξέρω επίσης ότι πριν την δικτατορία είχε γράψει και άρθρο στην "Αυγή" εναντίον του ρεμπέτικου.
Εδώ θέλω να σχολιάσω το μέρος του μηνύματος που αφορά στη σχέση του Αλέκου Ξένου με το ρεμπέτικο και στην "παληά γραμμή του Ριζοσπάστη" :
Κατ' αρχήν θέλω να ξεκαθαρίσω την άποψή μου, ότι η σχέση του οποιουδήποτε με το ρεμπέτικο, το αν είναι επικριτής του ή θαυμαστής του, δεν είναι για μένο γενικό και απόλυτο μέτρο και κριτήριο εκτίμησης αυτού του οποιουδήποτε.
Αλίμονο αν αποτελούσαν τέτοιο κριτήριο οι αισθητικές αντιλήψεις του καθενός και οι αντιλήψεις που σχετίζονται με κοινωνικές συμπεριφορές.
(Βέβαια, προσθέτω, με ενδιαφέρει να υφίσταται η ίδια αντιμετώπιση και απέναντι στις δικές μου αντιλήψεις, όπως με ενδιαφέρει οι απόψεις που διατυπώνονται γενικά να είναι ειλικρινείς και να μην υποτάσσονται σε διαφορετικούς υπολογισμούς) .
Όμως, αν έθετα ένα τέτοιο κριτήριο στον εαυτό μου, θα έπρεπε να έχω διακόψει τις σχέσεις μου με πολύ δικούς μου και αγαπημένους μου ανθρώπους οι οποίοι δυσανασχετούν όταν τους τραγουδάω "θέλει να φουμάρει ένα τσιγαράκι μα δεν έχει φράγκο είναι μπατιράκι" και παρ' όλα αυτά οι σχέσεις μου μαζί τους συνεχίζονται αγαπημένες ανεχόμενοι εκείνοι τις δικές μου κι εγώ τις δικές τους "παραξενιές".
Κάτι παρόμοιο ενδεχομένως ισχύει και για τις "υβριστικές" ως προς το ρεμπέτικο απόψεις του Αλέκου Ξένου.
Όπως, για παράδειγμα, ισχύει και για τις "υβριστικές" απόψεις του Ζαχαρία Παπαντωνίου όχι μόνο για το ρεμπέτικο αλλά και για τον Καραγκιόζη και για τους αμανέδες και ίσως για οτιδήποτε έχει σχέση με την ανατολή. Πολύ πριν πληροφορηθώ αυτές τις απόψεις του Ζαχαρία Παπαντωνίου, είχα διαβάσει το βιβλίο του "Τα ψηλά βουνά" , την παιδική μου αγάπη γιά το οποίο δεν μπορώ να τη βάλω στο ζύγι με τις απόψεις του για τους αμανέδες. Όπως και το αντίθετο. Εν πάση περιπτώσει το συμπέρασμα για μένα είναι ένα: Απλώς "Η Ελλάς ΔΕΝ ανήκει εις την Δύσιν" .
Όταν γίνεται λόγος για τη σχέση πολλών με το ρεμπέτικο, την αστική λαϊκή μουσική γενικότερα, και για τις επικρίσεις τους απέναντί του (της), πρέπει νομίζω να μπορεί κανείς να διακρίνει τα εξής:
α) Τη διαφορά ανάμεσα στην "αστική λαϊκή κουλτούρα", δηλαδή τη λαϊκή κουλτούρα, τον λαϊκό πολιτισμό της πόλης, από τη μιά, και στην "λόγια" κουλτούρα που διαμορφώθηκε κάτω από διαφορετικούς όρους. Δεν θα είχε κατά τη γνώμη μου νόημα να αρνηθεί κανείς την συνολική συνεισφορά της δεύτερης, ή γενικά να την "καταδικάσει" γιά τη στάση της απέναντι στην πρώτη, όπως δεν έχει επίσης νόημα να εξιδανικεύει και να εκθειάζει κανείς κάθε πλευρά εκδήλωσης και της πρώτης. Δεν επεκτείνομαι σε αυτό γιά την ώρα, πάντως ένας βαθμός διαστρέβλωσης και άγνοιας υπάρχει στην εκδήλωση και των δυό αυτών πλευρών του πολιτισμού, και στη "λόγια" και στη "λαϊκή".
β) Πρέπει επίσης να μπορεί κανείς να διακρίνει τη διαφορά ανάμεσα στην "αστική λαϊκή κουλτούρα" και στην λαϊκή κουλτούρα της υπαίθρου. Στην πρώτη αναδεικνύεται η αξία της "μαγκιάς", στη δεύτερη η αξία της "λεβεντιάς" . Μπορούν και οι δύο λέξεις να γίνουν αντιληπτές με την "καλή" ή με την "κακή" έννοια, σύμφωνα επίσης με μιά θεωρία και η "μαγκιά" αποτέλεσε παραφθορά της "λεβεντιάς" όταν οι τρόποι της δεύτερης εντάχτηκαν σε αστικές συνθήκες κλπ κλπ, αλλά πάντως κατά τη γνώμη μου και οι δυό αυτές μορφές απεικονίζουν τις διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες και τους όρους μέσα στους οποίους εμφανίζονται σαν διαφορές συμπεριφοράς και "αξιών" .
γ) Να μπορεί επίσης να διακρίνει τους συνδυασμούς των δυο παραπάνω διαφορών, με την έννοια λχ ότι πολλοί από τους εκπρόσωπους της "λόγιας" διανόησης, πριν από έναν αιώνα, ήταν σπουδασμένοι "εκπρόσωποι" του κόσμου της υπαίθρου, κι εδώ ίσως συναντιόνται οι αξίες της υπαίθρου, από την οποία προέρχονται, με το (και ηθικό) περιεχόμενο των σπουδών τους, που όσο ψηλή κι αν ήταν η ποιότητά τους, δεν θα μπορούσε παρά να είναι περιεχόμενο "αστικό" - αυτή την φορά όχι με την έννοια του άστεως αλλά με την ταξική έννοια και με την ηθική στάση που αυτή επιβάλλει απέναντι στην πηγαία λαϊκότητα, απέναντι στον πολιτισμό που φέρουν και αναπτύσσουν τα στρώματα των απόκληρων της πόλης στις αρχές του προηγούμενου αιώνα...
Το ζήτημα είναι λοιπόν πιό σύνθετο και πιο αντιφατικό, απ' ό,τι θα μπορούσε ίσως να νομίσουν ένας ρεμπετο - εισαγγελέας κι ένα ρεμπετο - δικαστήριο.
Τέλος, υπάρχει το ζήτημα με "την παλιά γραμμή του Ριζοσπάστη" σε σχέση με το ρεμπέτικο - λαϊκό τραγούδι.
Από όσο μού επιτρέπουν να συμπεράνω οι γνώσεις μου, η εμπειρία μου και η λογική μου, ο "Ριζοσπάστης" δεν είχε και δεν θα μπορούσε να έχει μιά "γραμμή" γύρω από ένα τέτοιο ζήτημα, εννοώντας μιά "γραμμή" αποδοχής ή μιά γραμμή απόρριψης. Το ότι στην αρθρογραφία του "Ριζοσπάστη" θα μπορούσαν να επικρατούν οι α ή οι β αντιλήψεις γύρω από αισθητικά και, με την γενικότερη έννοια, κοινωνικά ζητήματα, αυτό είναι γεγονός, και μάλιστα γεγονός αναπόφευκτο κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Αυτό όμως απέχει από το να είναι "γραμμή" .
Εν προκειμένω τώρα, αυτό που από πολλούς ονομάζεται ή θεωρείται "παλιά γραμμή του Ριζοσπάστη" , είναι απ' όσο γνωρίζω μιά συζήτηση που είχε λάβει χώρα το 1947 μέσα από τις στήλες της εφημερίδας με θέμα το ρεμπέτικο - λαϊκό τραγούδι.
Από διαδικτυακές πηγές (την ταυτότητα των οποίων έχω ξεχάσει) έχω στον "σκληρό" του υπολογιστή μου τρία από τα άρθρα που δημοσιεύτηκαν στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης: Ένα του Φοίβου Ανωγειανάκη, ένα του Αλέκου Ξένου και ένα του Νίκου Πολίτη (δεν γνωρίζω για ποιόν Ν.Π. πρόκειται και γιά το αν υπάρχει κάποια σχέση με τον δικό μας Νίκο Πολίτη) . Δεν γνωρίζω επίσης αν υπάρχουν και άλλα άρθρα δημοσιευμένα στο πλαίσιο της ίδιας συζήτησης.
Στη συνέχεια απλώς παραθέτω, χωρίς δικά μου σχόλια, τα τρία αυτά άρθρα που έχω "στα χέρια μου" , ζητώντας ταυτόχρονα συγγνώμην από όποιον κούρασε το μακροσκελές της όλης δημοσίευσης :
ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
τού Φοίβου Ανωγειανάκη
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 28 Ιανουαρίου 1947
Τελευταία, με μία απόφαση πού πήραν τα μουσικά μας σωματεία, ζητείται από το υπουργείο Παιδείας να παρθούν τα κατάλληλα μέτρα για να σταματήσει ή διάδοση τού λαϊκού ρεμπέτικου τραγουδιού.
Η κίνηση αύτή αγκάλιασε σιγά-σιγά τούς μουσικοκριτικούς και χρονογράφους μας (Σ. Σπανούδη, Π. Παλαιολόγο κ.ά.) πού σε συζητήσεις και άρθρα τους καταπιάστηκαν με την «ηθική» και καλλιτεχνική του άξία, όπως και με την επίδραση πού έχει ιδιαίτερα στη νέα γενιά.
Αφορισμοί «εν ονόματι» τής ηθικής πού κινδυνεύει ή πρόχειρη αξιολόγηση του λαϊκού ρεμπέτικου τραγουδιού έτσι όπως παρουσιάζεται στην κοσμική ταβέρνα - ας το προσέξουμε αυτό – εμπόδισαν μια κριτική τοποθέτησή του δημιουργώντας θόρυβο και σύγχυση.
'Ασφαλώς, δεν αρκούν μόνο τα κριτήρια τής δυτικής μουσικής μας μόρφωσης για να πλησιάσουμε και μελετήσουμε το ρεμπέτικο τραγούδι, όταν μάλιστα συνοδεύονται από την «τρέχουσα» αντίληψη για την ηθική. Πολλές πλευρές του είναι φυσικό να μάς ξενίζουν. Έχουμε τόσο απομακρυνθεί απ’ τις πηγές του ακολουθώντας το δικό μας δρόμο, πού κάποτε με δυσκολία ξαναβρίσκουμε τούς εαυτούς μας.
'Η στήλη αύτή κι άλλοτε έχει ασχοληθεί - εντελώς περιορισμένα - με το σύγχρονο λαϊκό αστικό τραγούδι, δηλ. το ρεμπέτικο. `H παράδοση του δημοτικού τραγουδιού και κάπως λιγότερο τής βυζαντινής μουσικής, όσο κι αν εκπλήσσει μερικούς συνεχίζεται σ' αυτά τα τραγούδια πού είναι μία γνήσια μορφή σημερινής λαϊκής μουσικής. Διαφορετικές συνθήκες και όροι ζωής δημιούργησαν το δημοτικό τραγούδι. `Η μάχη, ή φύση, το βουνό κι ο κάμπος, το πανηγύρι, στάθηκαν οι πηγές του. Άλλοι όροι ζωής γεννούν το σύγχρονο λαϊκό, αστικό τραγούδι. `Η ζωή των αστικών κέντρων. `H γρήγορη κοινωνική διαφοροποίηση πού συντελείται μετά την απελευθέρωση τού 21, οδηγεί σε διαφορετικούς δρόμους τη μουσική δημιουργία. `Η μουσική τής δύσης παρασύρει τούς "μορφωμένους» μας πού στην αρχή κόβουν κάθε δεσμό με τη βρυσομάνα τού δημοτικού τραγουδιού.
'Απ' την άλλη μεριά όμως τα λαϊκά στρώματα πού μένουν μακριά απ’' την επιρροή της- ή δαπανηρή της εκπαίδευση κι ή δύσκολη ζωή τους δεν το επιτρέπουν - εξακολουθούν να τραγουδούν. Αύτή τη φορά όμως τη ζωή τους στις πόλεις. `Η αγάπη κι ο έρωτας, οι μιζέριες τής ζωής, πολλές φορές αισθήματα φυγής, πειραχτικής διάθεσης ή χιούμορ γίνονται θέματα στα τραγούδια τους. `Η τραγικότητα συνυφασμένη με την ειρωνεία, ο λυρισμός με την αφηγηματική πεζότητα, πολλές φορές πραγματώνονται σε υπέροχες μελωδικές μορφές. το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η πρωτότυπη μελωδική
τους γραμμή. Ο χώρος τής εφημερίδας δεν επιτρέπει επιστημονική ανάλυση τής συγγένειας των τραγουδιών αυτών με το δημοτικό τραγούδι - μουσικές κλίμακες, ύφος, καταλήξεις κ.λ.π. – ούτε ακόμα και μία αισθητική αξιολόγηση τους. Τα λόγια, στενά δεμένα με τη μουσική - τις περισσότερες φορές ο ποιητής είναι και ο μουσουργός - μάς έχουν δώσει, όχι λίγες φορές έως τα σήμερα ποιήματα πού πολλοί ποιητές μας θα ζήλευαν την απλότητα μα και την έντασή τους, το καλοτοποθετημένο επίθετο την ανεπιτήδευτη εκφραστική τους δύναμη. Να ένα απ’' αυτά: «`Η Βροχούλα». Μουσική και ποίηση τού Μητσάκη.
«Συννέφιασε, συννέφιασε.
Συννέφιασε ο ουρανός.
`Ο ουρανός συννέφιασε
ψιλή βροχούλα έπιασε.
ξεκίνησα, ξεκίνησα,
ξεκίνησα για να σε βρω.
για να σε βρω ξεκίνησα
πού τόσο σ' αποθύμησα.
Δυνάμωσε, δυνάμωσε.
Δυνάμωσε και ή βροχή.
Και ή βροχή δυνάμωσε
στα δρόμο πού μ' αντάμωσε.»
και τόσα άλλα θα μπορούσαν ν' αναφερθούν όπως το «'Αρχόντισσά μου συ τρανή κουράστηκα να σ' αποκτήσω...» ~ « το κομπολογάκι» πού κάτω απ’ την ειρωνεία των στίχων και τής μουσικής του, αισθάνεται κανείς βαθύτερα μία σαρκαστική διάθεση σάτιρας για ένα τόσο πραγματάκι πού ενώ είναι ένα βάσανο έχει καταντήσει απαραίτητο.
Κοντά σ' αυτά τα τραγούδια, συναντάει κανείς και μερικά πού τραγουδούν το χασίσι. 'Ασφαλώς είμαστε και μες σύμφωνοι πώς μία τέτοια μουσική και ποίηση δε μπορεί να μας ενδιαφέρει. Κι' ακόμα συμφωνούμε για την κακή της επίδραση, πού την καταδικάζουμε.
Όμως δεν έχουμε την αφέλεια να πιστεύουμε πώς μπορεί να σταματήσει μία τέτοια μουσική με «απόφαση» τού υπουργείου Παιδείας ή τής 'Αστυνομίας. Αν το κράτος ενδιαφερόταν πραγματικά για ένα τέτοιο πράγμα, θα έπρεπε να επέμβει σταματώντας το εμπόριο τού χασισιού. Μα όλοι μας ξέρουμε πόσα συμφέροντα οικονομικά κρύβονται πίσω του. "Η ακόμα καλύτερα, τι προσπάθεια γίνεται για να περνά όσο μπορεί περισσότερο απ’' αυτό το δηλητήριο στο λαό. "Ας Θυμηθούμε πόσα εκατομμύρια Κινέζοι βρίσκονται για τον ίδιο λόγο κάτω απ' την αποχαυνωτική επίδραση τού οπίου.
`Ο λαός δεν είναι φυσικά καθόλου υπεύθυνος. Όμως μέσα στους όρους αυτής τής κοινωνικής αθλιότητας, δημιουργούνται αυτά τα τραγούδια πού ασφαλώς εκφράζουν καθυστερημένες κοινωνικές καταστάσεις. Μία τέτοια τοποθέτηση και μ' αυτές τις προϋποθέσεις, νομίζουμε πώς θα είχε αποτέλεσμα ένας αγώνας. Να υπενθυμίσουμε στα μουσικά μας σωματεία πώς πριν απ’ αυτό θα πρέπει να επέμβουν - κι εδώ έχουν και τη δύναμη και τον τρόπο - στη μουσική ορισμένων ταγκό και σουίνγκ πού αληθινά διαφθείρουν τον κόσμο;
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΤΟΝ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ, 4 Φεβρουαρίου Ι947
'Αγαπητέ «Ρίζο»
Σου στέλνω αυτό το σημείωμα με τη θερμή παράκληση να το
δημοσιεύσεις.
`Ο Φ. Ανωγειανάκης, στη σύντομη μελέτη πού δημοσιεύτηκε στο φύλλο τής 28ης 'Ιανουαρίου για το ρεμπέτικο τραγούδι, παίρνει, κατά τη γνώμη μου, μία θέση πού δεν ανταποκρίνεται στη νεοελληνική πραγματικότητα.
Και πρώτα-πρώτα, όταν τα μουσικά σωματεία έκαναν τη διαμαρτυρία σχετικά με το ρεμπέτικο τραγούδι, είχαν υπ' όψη τους Και τις καλές Και τις κακές πλευρές του. `Ωστόσο όμως νόμισαν πώς για σήμερα, περισσότερο μας πονούσε το κακό που προκαλεί ή αρρωστιάρικη ατμόσφαιρα τού ρεμπέτικου χασικλίδικου πορνογραφικού τραγουδιού, παρά η συζήτηση για την αξιολόγηση μερικών ωραίων μελωδιών τού είδους αυτού, άλλωστε αυτές δεν είναι δυνατόν να τις ξεχωρίσουμε από το περιεχόμενό τους.
Και τώρα 'ας έρθουμε στη θέση πού παίρνει ο αρθρογράφος. Σ’ ένα σημείο μάς λέει ότι: «ή παράδοση τού δημοτικού τραγουδιού και κάπως λιγότερο τής βυζαντινής μουσικής, όσο κι' αν εκπλήσσει μερικούς, συνεχίζεται σ' αυτά τα τραγούδια» (τα ρεμπέτικα). Την ίδια θέση έχει πάρει και ο κ. Καλομοίρης σε σχετικό άρθρο του πού δημοσιεύτηκε στο «Έθνος». Νομίζω πώς ή θέση αύτή είναι βασικά λαθεμένη. και να γιατί: Το δημοτικό τραγούδι έχει μια μακρόχρονη παράδοση, δημιουργείται στην πάλη τού Νεοέλληνα για να κρατήσει τις παραδόσεις του, να διαμορφώσει Την εθνότητα του, ν' αποτινάξει το ζυγό.
Ζυμώνεται με τις πιο ευγενικές ηρωικές παραδόσεις και πολύπλευρα αγκαλιάζει την πλειοψηφία τού λαού και γίνεται ο φορέας τής ανόδου του. Ενώ Το ρεμπέτικο τραγούδι, είναι ακριβώς ή αντίθεση, μία από τις αντιθέσεις πού κλείνει μέσα της ή αστική τάξη στην παρακμή της. Παρουσιάζεται σ' εμβρυώδη κατάσταση πριν από τούς πολέμους. Μα από τα 1897, 1912 και κυρίως με τη μικρασιατική καταστροφή παίρνει πιο ξεκαθαρισμένη μορφή: Διαμορφώνεται από Τα μελωδικά υπολείμματα τού Τούρκου κατακτητή και κείνα τα μελωδίσματα πού μας φέρνουν τα πληρώματα των καραβιών από τα τούρκικα λιμάνια. Έτσι το ρεμπέτικο τραγούδι περνάει από ορισμένα νησιά τού Αιγαίου και ριζοβολάει στον Πειραιά. 'Αργότερα η λατέρνα και το γραμμόφωνο το φέρνουν στην 'ΑΘήνα και σε μερικά περίχωρα. Τραγουδιέται υπό τα πιο λούμπεν στρώματα πού δημιούργησε ή έξαθλιωτική οικονομική τακτική τής κεφαλαιοκρατίας. Μέσα στους οίκους ανοχής, σε κάθε είδους κακόφημες ταβέρνες, στους τεκέδες γίνεται το τραγούδι τού νταή, τού μακαντάση αγαπητικού, τού χασισοπότη, πρεζάκια κ.λ.π. Είναι φορέας των πιο αντιλαϊκών παραδόσεων, στο ξεπεσμό μιάς μερίδας της αστικής τάξης. Όσο για το επιχείρημα τού 'Ανωγειανάκη ότι το ρεμπέτικο τραγούδι συγγενεύει με το δημοτικό, λόγω των αναλογιών πού μπορεί κανείς να βρει σε κλίμακες, ύφος, καταλήξεις κ.λ.π. δε στέκεται, γιατί τέτοιες αναλογίες συναντά κανείς συχνά και στα δημοτικά τραγούδια των γειτονικών μας χωρών. στο ίδιο άρθρο διαβάζουμε: «"Έχουμε τόσο απομακρυνθεί από τις πηγές του (τού ρεμπέτικου) ακολουθώντας το δικό μας δρόμο, πού κάποτε με δυσκολία ξαναβρίσκουμε τούς εαυτούς μας.» Νομίζω πώς τούς εαυτούς μας δε θα τούς βρούμε ξαναγυρνώντας στο ρεμπέτικο τραγούδι άλλά στα λίγα τραγούδια τής νεώτερης αντίστασης τού λαού μας και σε κείνα πού στο μέλλον θα γραφούν γι' αυτήν.
Μας είναι γνωστοί οι ιστορικοί λόγοι πού μας επιτρέπουν να πούμε σήμερα πώς συνεχιστής τού δημοτικού τραγουδιού είναι το τραγούδι τού καινούργιου 21 κι όχι το ρεμπέτικο όπως υποστηρίζει o 'Ανωγειανάκης.
"Όλα αυτά όμως πού αναφέραμε παραπάνω δε μας εμποδίζουν να πούμε ότι οι καλές πλευρές τον ρεμπέτικου τραγουδιού στο μέλλον θα πρέπει να μελετηθούν και να αξιοποιηθούν. Είναι μάλιστα χρέος μας να τις εξελίξουμε δίνοντάς τους ένα κοινωνικό περιεχόμενο χρήσιμο για το λαό μας.
Φυσικά τo θέμα δε μπορεί να εξαντληθεί μ' ένα μικρό σημείωμα. 'Ελπίζω να συνεχιστεί, να συμπληρωθούν οι θέσεις πάνω ατό ρεμπέτικο τραγούδι Και να μάς δοθεί ή ευκαιρία να μιλήσουμε για την έξέλιξή του, ιδιαίτερα από τη γερμανική κατοχή κι έπειτα. Θα πρέπει ακόμη να δείξουμε τι είδους επίδραση είχε πάνω ταυ τόσο το δημοτικό τραγούδι, όσο και ο ευρωπαϊκός δυτικός πολιτισμός.
Α. ΞΕΝΟΣ
Σημ. συντονιστή: μπήκαν σε πλαίσιο τα τρία κείμενα, για να ξεχωρίζουν καλύτερα.ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΤΟΝ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ, 23 Φεβρουαρίου 1947
'Αγαπητέ «Ριζοσπάστη»
Ας μου επιτραπεί ν' ανακατευτώ στη συζήτηση γα το ρεμπέτικο τραγούδι, επειδή νομίζω πώς είναι μια εκδήλωση πού ξεπερνά τα μουσικά και μόνο ενδιαφέροντα.
Το γράμμα μου είναι κυρίως για την απάντηση τού Α. Ξένου πού όπως πιστεύω, δε συμπλήρωσε παρά σύγχυσε τα όσα ειπώθηκαν από τον Φ. 'Ανωγειανάκη. Άλλωστε τη χαρακτηρίζει και μια ουσιαστική αντίφαση. Δηλαδή ενώ προσπαθεί ν' αντικρούσει με αμφίβολα επιχειρήματα τις θέσεις του Α., καταλήγει να συμφωνήσει μαζί του στο «ότι οι καλές πλευρές τού ρεμπέτικου πρέπει στο μέλλον να μελετηθούν και ν' αξιοποιηθούν».
'Αλλά ας δούμε τα λάθη του. Γράφει ο Ξ.: «Το δημοτικό τραγούδι δημιουργείται στην πάλη τον Νεοέλληνα για να κρατήσει τις παραδόσεις του, να διαμορφώσει την εθνότητά του, ν' αποτινάξει Το ζυγό. Ζυμώνεται με τις πιο ηρωικές κι ευγενικές παραδόσεις του...»
Σύμφωνοι έως ένα σημείο. Το βασικό του όμως λά8ος είναι πώς παραλληλίζοντας το δημοτικό τραγούδι με το ρεμπέτικο, καταπιάνεται όπως φαίνεται καθαρά, με μιά μονάχα από τις εκδηλώσεις του πρώτου, το «κλέφτικο» ενώ το δεύτερο το βλέπει στο σύνολό του. Γιατί αν ήταν αλλιώς, τότε τι δουλειά έχουν τα ακριτικά τραγούδια με τη διαμόρφωση τής νεοελληνικής εθνότητας ή μερικές παραλλαγές όπως «ή μάνα ή φόνισσα» κι ή μάνα πού ερωτεύτηκε το γιο της με τις πιο ευγενικές παραδόσεις μας;
Κανείς δεν αρνιέται τη σημασία και τον ηρωισμό τον κλέφτικου τραγουδιού. "Όμως πλάι στον ηρωισμό υπάρχει στη ζωή και το πάθος, καί μιας και υπάρχει, για το λαϊκό τραγουδιστή δε γεννιέται ζήτημα ηθικολογίας άλλα ανάγκη έκφρασής του. "Έτσι και στο ρεμπέτικο, μιας και τα πάθη υπάρχουν, ο λαός όσο κι αν φιλολογούμε κι απαγορεύουμε, θα τα εκφράσει (έρωτας - βάσανα - μίσος - αστείο - πάθος) και στην έκφρασή του αύτή τα χασικλίδικα πού όλοι καταδικάζουμε την αφορμή κι όχι τ' αποτέλεσμα, είναι μικρό ποσοστό, όπως μικρό είναι το ποσοστό των αναλόγων στη δημοτική ποίηση.
Κι' ας προχωρήσουμε. «Τραγουδιέται το ρεμπέτικο», γράφει ο Ξ., «από τα πιο λούμπεν στρώματα σε οίκους ανοχής, τεκέδες κ.λ.π. κι είναι φορέας των πιο αντιλαϊκών παραδόσεων στον ξεπεσμό μιας μερίδας τής αστικής τάξης.»
'Εδώ πια τα επιχειρήματα γίνονται απαράδεκτα απ' όποια μεριά κι' αν τα δούμε. και πρώτα άπ' όλα, από πού κι' ως πού το λούμπεν είναι μια ξεπεσμένη μερίδα τής αστικής τάξης; Κι' 'έπειτα πως γίνεται σήμερα λαϊκό γλέντι σε σπίτι ή σε συγκέντρωση χωρίς ρεμπέτικο τραγούδι, μιας κι' αυτό με το ζωντανό περιεχόμενό του συγκινεί και εκφράζει τη λαϊκή ψυχή; Γιατί είναι «νταής και μακαντάσης» εκείνος πού θα τραγουδήσει «αρχόντισσα μου εσύ τρανή» στην αγαπητικιά του και δεν είναι χυδαίος αυτός πού έγραψε το: «κάνε μου το χατίρι» και πού όμως τον παραδέχονται τα μουσικά μας σωματεία; Και γιατί δεν έχει ηρωισμό κι' ιπποτισμό ο συνθέτης τού «άντε το μαλώνω το μαλώνω κι' ύστερα το μετανιώνω», κι έχει ο νταής και μακαντάσης τού «Θα σε σφάξω και θα σε πνίξω» των διαφόρων ταγκό;
«'Αλλά τούς εαυτούς μας», γράφει ο Ξ., «δε θα τούς βρούμε ξαναγυρνώντας στο ρεμπέτικο τραγούδι, άλλό στα λίγα τραγούδια τής νεώτερης αντίστασης τού λαού μας.»
'Εδώ ή φιλολογία είναι εύκολη. Γιατί όταν γράφει ο Φ. 'Ανωγειανάκης ότι θα ξαναβρούμε τούς εαυτούς μας, εννοείi πολύ καθαρά τη μουσική μας παράδοση πού υπάρχει και συνεχίζεται μέσα στις κλίμακες, στο ύφος και στις φράσεις τού ρεμπέτικου, κι' ας μελετήσει καλά ο Ξ. την περίφημη φράση του «άρχόντισσά μου», κι όχι βέβαια στα λόγια ορισμένων. Δεν πιστεύω να παραδέχεται ό Α. Ξένος πώς υπάρχει λαϊκή παράδοση και ύφος στη μουσική των τραγουδιών τής 'Αντίστασης μιας κι' είναι γνωστοί κι' οι συνθέτες τους, ο ίδιος είναι ένας άπ' αυτούς, και τα καθαρά δυτικά μέτρα στις διαρθρώσεις των συνθέσεων τους. Το γιατί, δε θα τα εξετάσουμε σήμερα. Κι' έπειτα είναι γνωστό πως μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα, ή προσωπική δημιουργία είναι πολύ πιο εύκολο να δώσει τούς καρπούς της.
Σήμερα, ύστερα από το μεγάλο μάθημα τής 'Αντίστασης, έγινε ολοφάνερο το χάσμα πού μάς χωρίζει στην τέχνη από το λαό και προβάλλει καθαρά ή ανάγκη να βρούμε το σημείο τής επαφής. Και τα σημεία αυτά θα τα βρούμε στις σύγχρονες λαϊκές εκδηλώσεις, εξετάζοντάς τις, με λιγότερη προχειρότητα και με σοβαρότερους χαρακτηρισμούς.
Ευχαριστώντας για τη φιλοξενία
ΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ