Όταν έφυγε ο Μάρκος Βαμβακάρης

Απάντηση
Μήνυμα
Συγγραφέας
Για το Ανικανοποίητο.....
More than 150 posts user.
Δημοσιεύσεις: 733
Εγγραφή: 20 Νοέμ 2015 11:17 pm

Όταν έφυγε ο Μάρκος Βαμβακάρης

#1 Δημοσίευση από Για το Ανικανοποίητο..... »

Συμπληρώνονται σήμερα 45 χρόνια από την στιγμή που ο Μάρκος Βαμβακάρης πέρασε στην αιωνιότητα. Ο «Πατριάρχης του Ρεμπέτικου» πρόλαβε να ζήσει 67 χρόνια (1905-1972), τα περισσότερα μέσα σε πίκρες και απογοητεύσεις. Κατάφερε όμως να αφήσει παρακαταθήκη εκατοντάδες τραγούδια του, που παίζονται αδιάκοπα μέχρι τις μέρες μας.

Όταν ο Μάρκος έφυγε από τη ζωή στις 8/2/1972, στην Ελλάδα είχαμε την Χούντα των Συνταγματαρχών. Ανελεύθερα χρόνια για τον τόπο μας…

Τις τελευταίες μέρες, και με την ευκαιρία συμπλήρωσης 45 χρόνων από την μέρα εκείνη, προσπάθησα να βρω δημοσιεύματα με την ανακοίνωση του θανάτου του Συριανού συνθέτη.
9/2/1972
9/2/1972
ΜΑΡΚΟΣ.jpg (29.43 KiB) Προβλήθηκε 6226 φορές
Σήμερα παρουσιάζω (στο μικρό χρονικό διάστημα που ψάχνω) κάποια από αυτά όπως δημοσιεύτηκαν τις επόμενες μέρες. Κατάφερα να βρω τις εφημερίδες «ΤΑ ΝΕΑ» και «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ». Ας δούμε πως περιγράφουν την είδηση του θανάτου του Μάρκου Βαμβακάρη.

Έτσι στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» στις 9/2/1972, ο γνωστός στιχουργός Λευτέρης Παπαδόπουλος έγραψε

ΤΑ ΝΕΑ 9/2/1972

Λευτέρης Παπαδόπουλος

Καλό ταξίδι Μάρκο Βαμβακάρη!

ΜΑΡΚΟΣ-ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ.png
ΜΑΡΚΟΣ-ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ.png (45.8 KiB) Προβλήθηκε 6151 φορές
Ο Μάρκος. Ήθελε να πεθάνη με το μπουζούκι στο χέρι, μ΄ένα τραγούδι στα χείλη. Συγγενείς, φίλοι και συνεργάτες του, τον αποχαιρέτησαν το πρωί, με πραγματική οδύνη.

Ένας ακόμη μεγάλος του λαϊκού τραγουδιού, ο Μάρκος Βαμβακάρης, δεν υπάρχει πια. Ο συνθέτης της «Φραγκοσυριανής» και του «Κάβουρα», ο «Μάρκος ο δάσκαλος μας» πέθανε προχθές τα χαράματα και κηδεύτηκε το πρωί στο Γ΄ Νεκροταφείο, μέσα σ΄ένα σπαραγμό συγγενών, φίλων και ανθρώπων του τραγουδιού.
Ήταν άρρωστος ο Μάρκος τα τελευταία χρόνια. Είχε σάκχαρο. Η φωνή του, μέρα με την ημέρα, λιγόστευε. Το καλοκαίρι, που έγινε μια γιορτή προς τιμήν του, μόλις που μπορούσε να κρατήση το μπουζούκι στα χέρια του, μόλις που μπορούσε να τραγουδήσει, με κείνη, τη βαρειά, αδρή φωνή του. Ήταν φανερό ότι ο θάνατος τουχε στήσει καρτέρι…
Τον έλεγαν «Πατριάρχη» του ρεμπέτικου τραγουδιού. Και ήταν. Ήταν, γιατί σ΄αυτόν μαθήτεψαν όλοι οι μεγάλοι του τραγουδιού μας, με πρώτον απ΄όλους τον Βασίλη Τσιτσάνη. Ήταν, γιατί από τον Μάρκο ξεκίναγε και στον Μάρκο κατέληγε, το γνήσιο, το ρωμαλέο, το ελληνικό τραγούδι.
Γεννήθηκε πριν από 67 χρόνια στην Άνω Χώρα της Σύρου. Από φτωχή οικογένεια, καθώς ήτανε, ρίχτηκε από παιδί στη βιοπάλη. Έκανε διαδοχικά, τον εργάτη σε κλωστήριο, το λούστρο, το μανάβη, τον λαχειοπώλη, το «κοράκι» σε κηδείες, τον χαμάλη, τον εκδορέα στα σφαγεία- ένα σωρό δουλειές. Ώσπου μπλέχτηκε με το μπουζούκι.
Μπουζούκι και μπαγλαμά, έμαθε στο στρατό. Γύρω στο 1930 (το 1917 ήρθε από τη Σύρο στον Πειραιά) οργάνωσε την πρώτη ορχήστρα με λαϊκά όργανα, στην ανάσταση του Πειραιά. Σε μια παράγκα, ο Μάρκος και η «κομπανία» του, έπαιζαν και τραγουδούσαν, με μπουζουκομπαγλαμάδες, τα ντέρτια της καρδιάς:
«Τα ματόκλαδα σου λάμπουν
Σαν τα λούλουδα του κάμπου
Τα ματόκλαδα σου γέρνεις
Νου και λογισμό μου παίρνεις».
Στα 1934, ο Μάρκος, παρουσίασε στην εταιρία «Κολούμπια» μια σειρά τραγουδιών του. Τα τραγούδια, όλα του τραγούδια άρεσαν. Κι ο πρώτος δίσκος του Βαμβακάρη ηχογραφήθηκε. Ήταν το τραγούδι «Έπρεπε να΄ρχόσουνα βρε μάγκα στον τεκέ μου».
Από τότε και μέχρι το 1967, ο Βαμβακάρης ηχογράφησε αναρίθμητα τραγούδια, που τα ερμήνευσαν οι καλύτεροι λαϊκοί τραγουδιστές- από τον Μπιθικώτση ως τον Καζαντζίδη. Μερικά απ΄αυτά: «Αντιλαλούν δυο φυλακές», «Τα όμορφα τα γαλανά σου μάτια», «Για σένα μαυρομάτα μου», «Αν μ΄αξιώση ο Θεός», «Τα δυο σου χέρια πήρανε», «Αλεξανδριανή φελάχα», «Καραβοτσακίσματα», «Σούδωσα διαζύγιο», «Παιχνιδιάρα».
Δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, συνθέτης με γνήσια λαϊκή φλέβα, γνώστης και λάτρης του δημοτικού τραγουδιού, τραγουδιστής με σωστή φωνή, αληθιμός ποιητής, ο Μάρκος Βαμβακάρης, τιμήθηκε, όσο λίγοι λαϊκοί καλλιτέχνες στον τόπο μας: Όλες οι εταιρίες δίσκων, εξέδωσαν άλμπουμ με τραγούδια του, στη Σύρο, πριν από οκτώ χρόνια, ένας δρόμος βαφτίστηκε με το όνομα του, βιβλία γράφτηκαν και γράφονται για το έργο του. Ήταν πράγματι, μεγάλος, ο Μάρκος Βαμβακάρης. Ένας Θεόφιλος της ελληνικής μουσικής. Μακάρι τα τρία αγόρια του, ο Ντομένικος, ο Στέλιος και ο Ασήμης, να πατήσουν στα χνάρια του.
[/b]

Εδώ μπορείτε να δείτε το δημοσίευμα όπως αποτυπώθηκε στην εφημερίδα.
ΤΑ-ΝΕΑ-9-2-1972
ΤΑ-ΝΕΑ-9-2-1972
ΛΕΥΤΕΡΗΣ-ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ.png (136.52 KiB) Προβλήθηκε 6151 φορές
Την επόμενη μέρα και στην ίδια εφημερίδα ο δημοσιόγραφος Μιχάλης Φακίνος έγραφε:

ΤΑ ΝΕΑ

10/2/1972

ΜΙΑ ΦΟΥΝΤΩΣΗ, ΜΙΑ ΦΛΟΓΑ, ΕΙΧΕ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ...

Μάρκος, ο καλός

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ: «ΗΤΑΝ ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΣ ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ»


9-11-1971
9-11-1971
ΙΔΙΟΧΕΙΡΗ-ΥΠΟΓΡΑΦΗ-ΜΑΡΚΟΣ-ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ.png (197.66 KiB) Προβλήθηκε 6151 φορές
Στο κέντρο του Κυρ-Αποστόλη, στο Αιγάλεω, για λίγο σώπασαν όλοι. Ύστερα, το γκαρσόνι, ο Λευτέρης ο Μυτιληνιός, ξεκρέμασε από τον τοίχο μια παλιά φωτογραφία του Μάρκου, με χρυσή, μπιχλιμπιδωτή κορνίζα. Την ακούμπησε, με σέβας, πάνω σε μια ψάθινη καρέκλα, μπροστά από την ορχήστρα κι όλοι την κοίταζαν. «Ε, ρε Μάρκο, φιλαράκο» είπε αυτός με το μπουζούκι. Κι΄αμέσως όλοι έπιασαν τα όργανα κι άρχισαν να παίζουν την «Φραγκοσυριανή» δυνατά, κλαμένα,παράφωνα, όμορφα – σα νάτανε το τελευταίο τραγούδι που παίζανε στη ζωή τους. Σα νάτανε, δηλαδή, η συντέλεια του κόσμου και τίποτε άλλο. Ήταν το πρώτο μνημόσυνο του Μάρκου...
• Την άλλη μέρα, στο Τρίτο Νεκροταφείο, στη Νίκαια, δυο λεβεντόπαιδα ίσαμε κει πάνω, μπροστά στον ανοιχτό τάφο του πατέρα τους, με τα μπουζούκια στο χέρι, έπαιζαν πάλι την «Φραγκοσυριανή». Έπαιζαν κι έκλαιγαν. Κι ύστερα κάποιος άρπαξε το μπουζούκι του Μάρκου και το τσάκισε πάνω στα χώματα. Γεια σου ρε Μάρκο, φιλαράκο του Έλληνα!
«Κάθε καινούριος Μουζικάντης που βγαίνει στη δικιά μας τη δουλειά έρχεται σαν χαρμάνης να με ρωτήση: «Μάρκο, δάσκαλε, για πες μου τα μυστικά!». Του λέω λοιπόν, πόσο γαζί έχει η δουλειά, πόσο κουμάρι είναι φορές-φορές η μουσική, ποσες πίκρες και γλύκες έχει».
• Μ΄ΑΥΤΑ τα λόγια, ειπωμένα από τον ίδιο, θα άρχιζε ο καινούριος δίσκος του Μάρκου Βαμβακάρη, που ετοιμάζεται αυτές τις μέρες. Τάγραψε αλλά δεν πρόλαβε να τα πη. Οι αρρώστιες, η τσακισμένη καρδιά, η κούραση, τον έριξαν κάτω. Και ο μονόλογος του Μάρκου συνεχιζόταν έτσι:΅
«Εγώ, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ξεκίνησα μπατίρης και μερακλωμένος. Νταγιάντισα χρόνια τώρα, είναι πάνω-κάτω καμιά πενηνταριά, και δεν άφησα το μπουζούκι να πάρει ανάσα. Αυτό το όργανο στάθηκε ο πιστός μου φίλος. Θέλω να ξομολογηθώ ότι μέρωνε και τα πιο άγρια τσακάλια της πιάτσας. Έτσι, λοιπόν ξεκίναγε ο Μάρκος. Με το μπαγλαμά κάτω από το παλτό. Πάνω σε τούτα τα τέλια φτιαχτήκανε τα τραγούδάκια μου, που όλος ο ντουνιάς τραγούδησε. Έκανα χιλιάδες τραγουδάκια, με τις μουσικές που τις έφτιαχνα όταν είχα τα ντουζένια μου. Και τα στιχάκια, εγώ τάγραφα. Χασάπικα, ζεϊμπέκικα, αμανέδες, σόλα, ότι τραβά η ψυχή σας. Τα πράγματα δεν ήταν και τόσο εύκολα τότες. Παίζαμε σε κουτούκια και σε τεκέδες. Άλλος χασμουριότανε, άλλος φουμάριζε, άλλος μπεκρούλιαζε. Εμείς, εκεί. Λαλάγανε τα τέλια, τραγουδάγαμε κι άμα δεν τους άρεσε και το τραγούδι, μας ρίχνανε και δυο-τρεις πιστολιές στα πόδια, για φιγούρα ή νταηλίκι. Μέσα σ΄αυτά τα χρόνια, ο Μάρκος έζησε και δεν σταμάτησε ποτέ να γράφη»
• Ξαφνιάστηκε ο Βασίλης Τσιτσάνης σαν έμαθε το θάνατο του φίλου του, του «συμπολεμιστή». Και είπε:
- Ο ξαφνικός του θάνατος μας λύπησε αφάνταστα. Ήταν ο πρωτοπόρος του λαικού μας τραγουδιού. Ο γνήσιος και αυθεντικός Μάρκος. Μόνος του έγραφε τους στίχους, μόνος του τη μουσική, μόνος του έπαιζε το απλό και γλυκό μπουζούκι του και ο ίδιος τραγουδούσε με την (ω)ραία και βροντώδη φωνή του. Η μουσική των απλών και πηγαίων τραγουδιών του διακρίνεται για το ελληνικότατο χρώμα. Με το θάνατο του εξέλιπε μια μεγάλη μορφή του λαϊκού μας τραγουδιού. Όμως ποτέ δεν θα φύγη από την καρδιά μας και ποτέ τα τραγούδια του δεν θα πα΄ψουν να παίζωνται, να τραγουδιούνται και να χορεύωνται. Όσο «βαριά» ήταν τα τραγούδια του και οι σκοποί του, τόσο ελαφρό ας είναι το χώμα που θα τον σκεπάζη.
• ΚΑΙ ο δημιουργός του τραγουδιού «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» Απόστολος Καλδάρας, είπε: «Ήταν μεγάλος συνθέτης ο Μάρκος Βαμβακάρης. Αυτός άνοιξε το δρόμο του λαϊκού τραγουδιού. Καταδιωγμένος, έρημος, φτωχός, αγωνίστηκε και κατάφερε να επιβάλη το λαϊκό τραγούδι, κάνοντας τη δική μας προσπάθεια ευκολώτερη»
• ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ το 1905 στη Σύρα. Και μεγάλωσε όπως χιλιάδες και χιλιάδες νησιωτάκια. Ξυπόλητος, κουρούπι, με σπασμένη τη μια τιράντα του βρακιού, νταηλίκι, φωνακλάς, ζηλιάρης. Και πείνα - όχι παίξε γέλασε, σα τη σημερινή. Μαύρο ψωμί βουτηγμένο στη θάλασσα για νοστιμιά κι άντε πάλι δεύτερη μερίδα σα ξημερώση η άλλη μέρα. Κι η μάνα να δουλεύη στο κλωστήριο του Δηλιγιάννη, πούφτιαχνε πετσέτες μπαμπακερές για προικιά, με πρώτο μισθό μίασιμη δραχμή. Κι ο πατέρας σταυροπόδι στην αυλή να πλέκη καλάθια και κοφίνια – έτσι για να μην τον λένε τεμπέλη κι ανεπρόκοπο στο νησί.
• ΚΙ Ο ΜΑΡΚΟΣ μεγάλωνε όπως χιλιάδες και χιλιάδες νησιωτάκια « μέσα σ΄ένα σκουριασμένο τενεκέ κονσέρβας», σα μικροοργανισμός, σα λειχήνα, σα μικρόβιο, όπως όλα τα μικρόβια – «μη ορατόν δια γυμνού οφθαλμού». Τον έγραψαν στο Δημοτικό. Σκασιαρχείο. Δίπλα η θάλασσα η κουνίστρα, η σφεντόνα στην κολότσεπη, η παλιοπαρέα με τα κουρεμένα κεφάλια, το αλαναριό που λένε οι νοικοκυραίοι. Τελικά, έφτασε μέχρι την Τετάρτη του Δημοτικού και μπαίλντισε από τα γράμματα. Τ΄όνομα του τουλάχιστον ήξερε να το γράφη. Και την Αλφαβήτα, και για τον Κολοκοτρώνη και για τον Ηρακλή έμαθε το παιδί. Και για τους Τρεις Ιεράρχες. Χρήσιμα πράματα...
«Μετά πήγα μπακαλόγατος στο μπακάλικο του Μούγια, στο Ηρώο. Φράγκο τσακιστό δεν έβαλα στην τσέπη. Το μοναδικό μου κέρδος ήταν ένα ζευγάρι παπούτσια. Το πρώτο της ζωής μου, γιατί ίσα με το τότε φορούσα «ντρίλιες». Η γυναίκα του μπακάλη, όμως, ήτανε κακιά. Μ΄έδερνε. Και μ΄έστελνε να κοιμηθώ τρακόσα μέτρα μακρυά απ΄το μπακάλιλο, σε μια θυμωνιά, κοντά στα ζώα. Εκεί έμενα με τον πρώτο μου φίλο, το Ντομένικο...».
• ΜΙΑ ΜΕΡΑ τα βρόντηξε κάτω. Πήρε το μπογαλάκι του και κατέβηκε στην Χώρα, στη Σύρα. Παρακάλεσε από δω, παρακάλεσε από κει, στο τέλος βρήκε δουλειά στο πρακτορείο εφημερίδων. Έφερνε σβάρνα όλη τη Χώρα με τις εφημερίδες στη μασχάλη, την «Εσπερινή», την «Πατρίδα», τον «Αστέρα», το «Εμπρός». Με τις οικονομίες του αγόρασε ένα κασσελάκι και τα βράδυα έβαφε τα παπούτσια του καλού κόσμου, που βολτάριζε στο «νυφοπάζαρο» της παραλίας.
«Από τα 15 μέχρι τα 17, ζούσα εγώ την οικογένεια. Ο πατέρας μου έπλεκε καλάθια και κοφίνια κι εγώ δούλευα πότε στου Κουζούπη, πότε στου Τσιγκέλη, πότε στου Αποστολάκη, πότε στου Καραντρέα και πότε στου Παραμάνη. Στον τελευταίο έκανα και ψυχογιός εκείνα τα χρόνια. Τα πράμματα, όμως, όλο και γινόντουσαν και πιο στενά. Γι΄αυτό και αποφάσισα να την κοπανήσω για πέρα. Κατέβηκα στον Πειραιά, στη θειά μου την Ειρήνη, με τα τέσσερα παιδιά πούμενε στα Ταμπούρια. Εκεί μένανε κάποιοι Φραγκοσυριανοί που ήταν γαιανθρακεργάτες. Μετά από λίγους μήνες κατέβηκε κι ο πατέρας μου και το ρίξαμε πάλι στα κοφίνια. Τότες γνώρισα μια που την λέγανε Ελένη. Το ΄24, δεκαενιάρης, την παντρεύτηκα. Οι δικοί μου δεν τη θέλανε. Πέρασα μαζί της 20 χρόνια».
• ΤΟ 1925 ο Μάρκος πηγαίνει φαντάρος. Στο τριαντατέσσερα Σύνταγμα στην Κοκκινιά. Και η ζωή του παίρνει τούμπα σαν γνωρίζει κάποιον Νικόλα από το Αϊβαλί. Αυτός ο Νικόλας, ο Αϊβαλιώτης, ήταν ένα παιδί μέλι. Λιγομίλητος – πέντε κουβέντες το πολύ νάλεγε μέσα σε μια μέρα. Αλλά κάτω από την κουβέρτα τη χακί είχε ένα πράμα, που έτσι και τόπιανε στο χέρι, τόκανε να κελαϊδάη, να μιλάη για πατρίδες, για αγαπητικές, για μανούλες, για φτώχειες, που σουρχότανε να τρελλαθής δηλαδή. Ήταν ένα τόσο δα μπαγλαμαδάκι, πιο μικρό κι΄από μωρό εφταμηνίτικο. Ο Μάρκος τάκουγε με τις ώρες και ξαναγύριζε τρέχοντας ξυπόλητος πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, ξαναμένος τους δρόμους της Σύρας. «Γεια στάσου ρε πατριώτη, είπε ένα βράδυ στον Αϊβαλιώτη. Τέτοια ωραία πράματα παίζει αυτό το όργανο; Πας να με τρελλάνης δηλαδή;». ο Αϊβαλιώτης έπαιζε – ήταν σαν μη άκουγε τίποτα γύρω του.
«Μ΄αυτόν τον Αϊβαλιώτη ανάψανε μεγάλα πράματα μέσα μου. Κι έκανα όρκο ότι άμα δεν μάθω να παίζω καλό μπαγλαμά, να κόψω τα χέρια μου με τη χατζάρα, τη χασάπικια».
• ΕΤΣΙ, Μάρκος Βαμβακάρης και Νικόλας, ο Αϊβαλιώτης, έγιναν «κολλητοί». Στο πειθαρχείο ο Νικόλας; Έκανε κάποια φασαρία ο Μάρκος και τον έστελναν κι αυτόν να του κάνει παρέα. «Εξόδου» ο Αϊβαλιώτης; «Σκαστός» ο Βαμβακάρης.
«Εκεί, ήταν ένας ανθυπολοχαγός, που ήτανε ένα καλό ανθρωπάκι κι όλο μ΄έδιωχνε, γιατί ήμουνα ατίθασος. Ήμουνα σπουδαίος καυγατζής εγώ. Πρώτος μπορώ να σου πω. Αυτός, λοιπόν ο ανθυπολοχαγός μ΄έδιωχνε. Κι εγώ πήγαινα απέναντι απ΄τη στρατώνα, σε μια σπηλιά, και παίζαμε μπουζούκι, καπνίζαμε...Έκανα επίτηδες φασαρία για να πηγαίνω πειθαρχείο και να παίζω το όργανο. Το βράδυ την κοπάναγα. Εγώ παιδί μου, ροπήν προς το απουσιάζει...».
• ΤΟ ΠΡΩΤΟ του τραγούδι όμως τόγραψε στο Πειθαρχείο. Σήμερα δεν γράφουν τέτοια τραγούδια. Άλλοι λένε πως το πρώτο του τραγούδι ήταν αυτό:
«Έπρεπε ρε μάγκα
Ναρχόσουν στον ντεκέ μας
Νάκουγες το μπαγλαμά
Και τις διπλοπενιές μας.
Νάκουγες το μπαγλαμά
Και το καραντουζένι
Και σε λιγάκι νάλεγες
Ο αργιλές να γένη»
• ΤΕΛΙΚΑ, το 1927 απολύθηκε από το Στρατό, αν και ο ίδιος έλεγε πως «έφαγα 2.000 μέρες φυλακή» κι ότι τον απειλούσαν, αν δεν κάτση καλά, «να τον στείλουν στην Σάμο να κυνηγάη τους Γιαγιάδες».
• Μετά το Στρατό, έμεινε στη Κρεμμυδαρού κι έπιασε δουλειά στα Σφαγεία σαν «εκδορεύς». Αυτό, όμως, το άγριο χέρι, το χασάπικο, τα βράδυα γινόταν πούπουλο, χάϊδευε το μπαγλαμαδάκι κι έκανε τα τέλια να «μιλάνε». Κάθε βράδυ και κάποιο καινούριο τραγούδι γεννιότανε – λένε πως έχει γράψει 2.500 τραγούδια: «Αν μ΄αξιώσει ο Θεός», «Αντιλαλούν οι φυλακές», «Για σένα ρούσα και ξανθιά», «Ο Κάβουρας», «Μαύρα μάτια-μαύρα φρύδια», «Τα ματόκλαδα σου λάμπουν», «Ο γρουσούζης», «Μπουζούκι γλέντι του ντουνιά», «Τα καραβοτσακίσματα», η αθάνατη «Φραγκοσυριανή»...
• «Ο ΠΑΤΕΡΑΣ μου λέει ο δεύτερος γιος του Βαμβακάρη, ο Στέλιος, έγραψε την «Φραγκοσυριανή» το 1938. Έπαιζε τότε σ ένα πάρκο, στη Σύρα. Ξαφνικά βλέπει μπροστά του να περνάη μια κοπέλλα. Θαμπώθηκε από την ομορφιά της. Και χωρίς να χάση καιρό αρχίζει αμέσως να της σκαρώνη ένα τραγουδάκι. Σε δέκα λεπτά η «Φραγκοσυριανή» ήταν έτοιμη. Με μουσική και στίχους. Έτσι ήταν ο πατέρας μου. Ό,τι έβλεπε, ό,τι τούκανε εντύπωση, τόκανε τραγούδι. Καθόταν στο καφενείο και σκάρωνε τραγούδια. Πίσω απ΄το πακέτο των τσιγάρων έγραφε. Πάνω σε χαρτοσακούλες. Και τη μουσική, μια φορά την έπαιζε, δεν τη ξεχνούσε. Σαν μαγνητόφωνο ήταν».
• Ο ΜΑΡΚΟΣ άφησε τρία παιδιά. Τον Βασίλη, 27 ετών, υποπλοίαρχο και τον Στέλιο, 25 ετών και τον Δομένικο, 23 ετών, που ακολουθούν τα χνάρια του πατέρα τους. Γράφουν, παίζουν και τραγουδούν και θέλουν «με την πρώτη ευκαιρία να παρουσιάσουν μια πρωτότυπη δουλειά τους». Οι γιοι είναι περήφανοι για τον πατέρα τους: «Δεν ήταν μόνο ο καλύτερος μουσικός, λένε. Ήταν και ο καλύτερος πατέρας.
• Ήταν καλός, λένε κι όσοι τον γνώρισαν. Ντόμπρος άνθρωπος. Ταλέντο. «Θεωρώ τον Μάρκο πάρα πολύ σημαντικό, γιατί αυτός συνδέει το δημοτικό τραγούδι με το ρεμπέτικο» είπε ο Ηλίας Πετρόπουλος, που έχει ασχοληθή μ΄αυτό το είδος του τραγουδιού. Μια μελέτη, ειδικά για τον Μάρκο Βαμβακάρη πρόκειται να κυκλοφορήση σε λίγο. Τη γράφει ο Αχιλλέας Θεοφίλου, διευθυντής παραγωγής εταιρίας δίσκων. Ο ίδιος ο Μάρκος όμως, τι γνώμεη είχε για τον εαυτό του; Όταν τον ρώτησαν κάποτε, ποιος είναι ο καλύτερος μουσικός είπε.
- Μετά από μένα, ο Χατζιδάκης!

[/b]

Εδώ μπορείτε να δείτε το ρεπορτάζ του Μιχάλη Φακίνου
ΤΑ-ΝΕΑ-10-2-1972
ΤΑ-ΝΕΑ-10-2-1972
ΜΙΧΑΛΗΣ-ΦΑΚΙΝΟΣ.png (2.28 MiB) Προβλήθηκε 6151 φορές
Τέλος στην εφημερίδα "Μακεδονία" στις 9/2/1972 έχουμε ρεπορτάζ για τον θάνατο του Βαμβακάρη. Εκείνο που προξενεί εντύπωση είναι ότι αυτός που υπογράφει το ρεπορτάζ δεν είναι άλλος από τον Πάνο Σόμπολο. Ο συγκεκριμένος δημοσιογράφος έγινε κατόπιν γνωστός από το αστυνομικό ρεπορτάζ στην δημόσια τηλεόραση αλλά και σε ιδωτικά κανάλια.

Ας δούμε τι έγραφε εκείνη την ημέρα ο Π.Σόμπολος στην εφημερίδα "ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ"

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 9/2/1972

Ύστερα από μακροχρόνιο ασθένεια

Πέθανε ο δημιουργός της «Φραγκοσυριανής»

Η ζωή και το έργο του Μάρκου Βαμβακάρη

Πρωτοπόρος της διπλοπεννιάς

Συνθέσεις που αγαπούσε

Απεβίωσεν εις ηλικίαν 67 ετών ο «πατριάρχης του μπουζουκιού» Μάρκος Βαμβακάρης, έπειτα από από ασθένεια τριών περίπου ετών. Ο δημιουργός της «Φραγκοσυριανής» και πολλών τραγουδιών, που έγιναν επιτυχίες, τόσον εις την Ελλάδα, όσον και εις το εξωτερικόν, άφησε την τελευταίαν του πνοή εις ένα ισόγειον διαμέρισμα, της επί της οδού Δαιδάλου 24, παρά την Νίκαιαν του Πειραιώς πολυκατοικίαν, όπου διέμενε μετά της συζύγου του Βαγγελιώς, κατά είκοσι έτη μικροτέρας του και των τριών τέκνων του.
Ο πρωτοπόρος της διπλοπεννιάς ήτο σχεδόν κατάκοιτος από τριετίας, πάσχων εξ ουρίας, σακχάρου και καρδιακών ενοχλήσεων. Προ δεκαετίας εζύγιζεν, όπως λένε οι δικοί του 102 κιλά και τελευταίως μετά από την ασθένειαν κατήλθε εις τα 72.
Ο Βαμβακάρης εγεννήθη εις την Σύραν και ήλθεν εις Αθήνας το 1918. Το 1925 ήρχισε να τραγουδά και να παίζη μπουζούκι εις διάφορα καπηλιά της Κοκκινιάς και της Πλάκας. Πέρασε πολλά χρόνια φτώχιας και κακουχίας, διότι, την εποχήν εκείνην η εργασία του «μπουζουκτσή» δεν είχεν απόδοσιν, ως αύτην που έχει σήμερα. Από το 1934 ήρχισε να γράφη τραγούδια και να συνθέτη ο ίδιος, με αποτέλεσμα μέχρι του θανάτου του να έχη εις το ενεργητικόν του άνω των τριών χιλιάδων τραγουδιών, τα περισσότερα των οποίων εγνώρισαν διεθνή επιτυχίαν. Το τραγούδι όμως που έσπασε κάθε ρεκόρ είναι η «Φραγκοσυριανή». Τραγουδήθηκε και τραγουδιέται ακόμη, όχι μόνον εις την Ελλάδα, αλλά και εις το εξωτερικόν, έχει μεταφρασθή εις πολλάς γλώσσας και τραγουδιέται στις πέντε ηπείρους. Άλλα τραγούδια του , που γνώρισαν και γνωρίζουν ακόμη και σήμερα μεγάλη επιτυχία. Είναι τα εξής: «Αντιλαλούν οι φυλακές», «Τα ματόκλαδα σου λάμπουν», «Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά», «Ο κάβουρας» κλπ. Τα περισσότερα τραγούδια του που έγιναν επιτυχίες τα έγραψε εις ένα υπόγειον, όπου έμενε μέχρι προ πενταετίας, με την οικογένειαν του εις τα Άσπρα Χώματα.
Άφησε εις τον κόσμο τρία αγόρια, εκ των οποίων τα δύο ηκολούθησαν την εργασίαν του μπουζουκτσή, ενώ ο τρίτος είναι καπετάνιος εις τα καράβια.
Τον Ιανουάριον του 1969 ο Μάρκος Βαμβακάρης εκλήθη από το πανεπιστήμιο Μπούφαλο της Αμερικής, δια να ομιλήση εις τους φοιτητάς δια το λαϊκό τραγούδι. Αρρώστησε, όμως, και η κατάστασις της υγείας του όλο και χειροτέρευε, με αποτέλεσμα να μην πραγματοποιήση το ταξίδι του αυτό. Εν τω μεταξύ, ένας Αμερικανός καθηγητής πανεπιστημίου έχει συγκεντρώσει άνω των 150 λαϊκών τραγουδιών, συνθέσεις του Βαμβακάρη, τα οποία πρόκειται να εκδώση εις βιβλίον.
Εις δηλώσεις του, που έκανε πέρυσι, ο μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής, είπεν ότι από τους νέους καλλιτέχνας τον συγκινούν περισσότερο οι τραγουδιστές Παλιούρης, Ρίτα Σακκελλαρίου και Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Από τους συνθέτας αγαπούσε και θαύμαζε τους Χατζηδάκη, Ξαρχάκο και Θεοδωράκη.

ΠΑΝΟΣ-ΣΟΜΠΟΛΟΣ
ΠΑΝΟΣ-ΣΟΜΠΟΛΟΣ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ-9-2-1972.png (1.62 MiB) Προβλήθηκε 6151 φορές
Και εδώ βίντεο με την κηδεία του Μάρκου Βαμβακάρη όπως το έχει ανεβάσει στο διαδίκτυο ο kotsos32
https://www.youtube.com/watch?v=G2D4Ei-_-qI

Φίλες και φίλοι όταν θα βρεθούν δημοσιεύματα από άλλες εφημερίδες με την είδηση του θανάτου του Μάρκου Βαμβακάρη θα ανέβουν ευθύς αμέσως.

kajax
Δημοσιεύσεις: 5
Εγγραφή: 19 Σεπ 2018 06:10 pm

Re: Όταν έφυγε ο Μάρκος Βαμβακάρης

#2 Δημοσίευση από kajax »

Η ζωή του στην Γη τουλάχιστον ήταν το μπουζούκι.
Τώρα στον άλλο κόσμο ζεί η όχι χωρίς μπουζούκι;

Απάντηση

Επιστροφή σε “Παλιοί μουσικοί - Συζητήσεις”