Πιστεύω πως οι κατηγοριοποιήσεις γενικά είναι ένα από τα πιο δύσκολα θέματα που μπορεί να καταπιαστεί η έρευνα, ενώ στην ουσία θα έπρεπε να είναι ένα από τα πιο εύκολα.
Στην δική μας (ελληνική) περίπτωση τα κάναμε ακόμα πιο δύσκολα με την εφεύρεση επί-προσθέτων όρων σε μιά προσπάθεια να κατηγοριοποιήσουμε και πολλές φορές οι όροι που εφεύραμε κάνουν την κατάσταση πιο δύσκολη αντί να την απλοποιούν.
Έτσι ενώ άλλοι λαοί χρησιμοποιούν τον γενικό όρο "λαϊκή μουσική" χωρίς μεγάλες ασάφειες και παρερμηνείες, εμείς (ίσως και πάλι με κάποια λανθασμένη ιδέα ότι είμαστε "special") χρειαζόμαστε όρους σαν "λαϊκό", "δημοτικό", νησιώτικο", "ταμπαχανιώτικο", "σμυρναίικο", "ρεμπέτικο", μουρμούρικο", ελαφρό-λαϊκό", "σκυλάδικο", "έντεχνο" και πάει λέγοντας.
Γιατί δεν μπορούμε να δούμε ότι όλα είναι λαϊκή μουσική?
Ίσως γιατί στην προσπάθεια κατηγοριοποίησης και διαφοροποίησης που επιχειρούμε διακρίνουμε εύκολα ότι όντως τα παραπάνω "είδη" διαφοροποιούνται από πολλαπλές και ανόμοιες στιλιστικές παραμέτρους που είναι ή παρούσες ή απούσες στο κάθε ένα είδος και αφορούν δύο κυρίως τομείς: την σύνθεση και την εκτέλεση.
Μέχρι εκεί όλα καλά και ορθά και καλά κάνουμε να διαφοροποιούμε και να χρησιμοποιούμε ανάλογους όρους.
Αλλά τί γίνεται έπειτα, ή μάλλον, τί θα έπρεπε να είχε γίνει εξ' αρχής και ξεχάσαμε/παραβλέψαμε να το κάνουμε?
Εδώ νομίζω πως το πρόβλημα είναι πασιφανές και κυρίως μουσικολογικού χαρακτήρα.
Δεν εμβαθύναμε αρκετά, δεν εντοπίσαμε και δεν περιγράψαμε ούτε επαρκώς ούτε πολύ πειστικά ποιες ακριβώς είναι αυτές οι παράμετροι, τι λειτουργικό χαρακτήρα προσδίδουν σε μία σύνθεση ή εκτέλεση και πως είναι δυνατόν να διαφοροποιήσουν το ένα είδος από το άλλο και να δικαιολογήσουν τελικά την χρησιμοποίηση επί μέρους "όρων" σαν τους παραπάνω.
Παίρνοντας υπ' όψιν τα παραπάνω γενικά, από τη δική μου (μουσικολογική, αλλά και κοινωνιολογική) σκοπιά, το ρεμπέτικο είναι λαϊκή μουσική γιατί ανήκει στον γενικό κορμό της λαϊκής παραδοσιακής μουσικής που παντού ξεκινά σαν ακουστική παράδοση και με την εμφάνιση μέσων ηχογραφήσεως γίνεται επώνυμη στον 20 αιώνα, (με τις εμπορικές παρτιτούρες, αυτού του είδους η μουσική έγινε επώνυμη νωρίτερα, τον 19ο αιώνα, βλέπε πχ. "'O Sole mio", "La Paloma" κλπ. που εκδόθηκαν στο όνομα επωνύμων συνθετών πολύ πριν την πρώτη ηχογράφηση των εν λόγω τραγουδιών).
Το ρεμπέτικο συνεπώς δεν μπορεί να καταταχθεί πουθενά αλλού παρά στην λαϊκή μας μουσική. (Εδώ "λαϊκή μουσική" δεν σημαίνει τον όρο που αποδίδουμε στην δική μας ελληνική μουσική από το 1955 και εντεύθεν, Ζαμπέτας, Άκης Πάνου, Νικολόπουλος κλπ., αλλά τον επιστημονικό όρο "λαϊκή μουσική" στην διεθνή μουσικολογική του έννοια).
Με αυτές τις προ-υποθέσεις, και το ρεμπέτικο, και όλα τα άλλα είδη και όροι που χρησιμοποιούμε, "καντάδα", "σκυλάδικο", έντεχνο" και ότι άλλο μπορούμε να σκεφτούμε και να κολλήσουμε σαν ετικέτα, γίνονται διακριτά μόνο από τις επιμέρους μουσικές παραμέτρους που είναι παρούσες ή απούσες εντός αυτών των ειδών, κατά κύριο λόγο στην σύνθεση και στους τρόπους εκτελέσεως της, και κατά κάπως δυσκολότερο (και ίσως πιο μπερδεμένο ιδεολογικά εδάφιο) στη θεματολογία των στίχων.
Με άλλα λόγια, είμαι της άποψης ότι η κατηγοριοποίηση είναι δυνατή και σαφής μόνο κατόπιν επιστημονικής προσέγγισης και ανάλυσης του μουσικού φαινομένου.
Σε αυτό το έδαφος, νομίζω πως έχουν γίνει ελάχιστα, και μερικές φορές έχουν γίνει με πολύ κακό τρόπο. Αυτό που άλλαξε το 1955 δεν είναι κατ' αρχήν ο τρόπος που συνέθεταν οι συνθέτες (οι πιο πολλοί, ούτως ή άλλως δεν ήξεραν να συνθέσουν και διαφορετικά ή να προσαρμοστούν στις καινούργιες "αισθητικές" απαιτήσεις), αλλά είναι πολύ εμφανής η αλλαγή στον τρόπο εκτέλεσης των οργανοπαικτών, αλλά πολύ περισσότερο των τραγουδιστών, με αρχηγό βέβαια τον Καζαντζίδη και τους διάφορους ανοιχτομάτηδες δημιουργούς και εμπόρους του περιγύρου του.
Οπότε οι παράμετροι ύφους (stylistic performance parameters), είναι το πρώτο θέμα που θα έπρεπε να έχει απασχολήσει την έρευνα, αλλά αυτό δεν έγινε. Έγινε μάλλον το αντίθετο που έδωσε ακόμα πιο πολύ σκοτάδι παρά φως.
Για να δώσω ένα-δυό μικρά παραδείγματα του τι θέλω να πω και να τελειώνω για την ώρα:
1. Κανείς από το ευρύ ρεμπετόφιλο κοινό δεν "ψάχτηκε" με τις μελέτες του Gauntlet ή του Βολιώτη-Καπετανάκη, κλπ, που προσπάθησαν να το εντοπίσουν σαν μουσικό-κοινωνικό φαινόμενο με επιστημονική αμεροληψία. Αλλά όλοι είδαν (και λάτρεψαν) την ταινία "Ρεμπέτικο" και την μυθοποίηση που υπέστη το είδος μέσα από το απλό καπρίτσιο παρουσίασης ενός (κατά τη γνώμη μου πάντα) άσχετου και ανιστόρητου σκηνοθέτη. Η μυθοποίηση ήταν ατό που ήθελε το ρεμπετόφιλο κοινό τελικά ή η αντικειμενική πληροφόρηση επί του φαινομένου? Όπως και να έχει, η μυθοποίηση πέτυχε και η αλήθεια αποσιωπήθηκε. Πρέπει να μείνει για πάντα αποσιωπημένη? Βλέπουμε εδώ τους εαυτούς μας κάπως σαν υπεύθυνους και πως οφείλουμε να κάνουμε κάτι για να αλλάξει κάπως η κατάσταση?
2. Το " Όταν Συμβεί Στα Πέριξ" του Τσιτσάνη, στην εκτέλεση του Στράτου Παγιουμτζή είναι για μένα ένα πανέμορφο ρεμπέτικο με παρούσες όλες τις απαιτούμενες στιλιστικές παραμέτρους που βασίζονται στις συνθετικές οδηγίες και τις σέβονται.
Το ίδιο τραγούδι (και άλλα πολλά) στην εκτέλεση του Νικολαΐδη γίνεται αγνώριστο (και για μένα όχι πια ρεμπέτικο), με όλα τα συναφή επιφωνήματα "άλα ρε μάγκα", "δώσε", "χώστα", "ίσα ρε μούτρο". "μόρτη" και πλήθος άλλα που μπορεί να βάλει ο καθένας μας κατά βούληση, παρόντα. Πόσο μαγκόχορτο είχε φάει τελικά αυτό το παιδί?
Δηλαδή εδώ η κύρια εκτελεστική παράμετρος που θα δικαιολογούσε την κατάταξη του τραγουδιού στα ρεμπέτικα (η φωνή και ο τρόπος εκφοράς) είναι απούσα (χωρίς να λογαριάσουμε και τις πιο πάνω ανεπιθύμητες παρούσες, συν τα ντραμς και άλλα πολλά της canine category).
Και όμως, ένας λόγιος μελετητής (?) του ρεμπέτικου θεωρούσε τον Νικολαΐδη σαν αυθεντικό εκτελεστή. (ΓΑΜΑ ΤΑ - με μεγάλα γράμματα)
Τι να πώ? Δεν απογοητεύομαι γιατί και ο ίδιος Τσιτσάνης το νέρωσε (στους στίχους), το παραποίησε και το "σκύλεψε" αργότερα.