Η διαθήκη του χασικλή

Από στίχοι
Αναθεώρηση ως προς 08:28, 16 Δεκεμβρίου 2019 από τον Fakk (συζήτηση | συνεισφορές)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.

- Ρε σαν πεθάνεις, σαν πεθάνεις,

Άντε, ρε, τον λουλά τι θα τον κάνεις;

- Μπα που να φας τη γλώσσα σου στιφάδο,

ποιος να πεθάνει, ρε, κουνουπίδα;

- Εσύ ρε γεροντόμαγκα, πόσα χρόνια θα ζήσεις;

- Σαν τα κοράκια, τρακόσα χρόνια

- Ρε, όσα χρόνια και να ζήσεις κάποτε

θα σε χτυπήσει ο χάρος την πόρτα

- Ρε, ήρθε μια βολά, τότε που μ’ είχανε

χτυπήσει μπαμπέσικα

με το μυδραλιοβόλο κι είχα φάει

εβδομήντα εφτάμιση σφαίρες

- Κατέβασε τις σφαίρες ρε μάγκα

- Δεν μπορώ, μωρέ βλάμη,

πάει με το δολάριο,

εβδομήντα εφτά και μισή.

Άρχισε λοιπόν να μου λέει παραμύθια,

πως με θέλει δηλαδή ο πρόεδρας

του παραδείσου γιατί πήγανε μερικοί

ψευτονταήδες και ζητάγανε πόντους.

Τον καβαλάω, μωρέ βλάμη,

με τη μαγκούρα που έγινε άρατος,

αλλά, επειδή φοβάμαι μπας και με βρει

καμιά ώρα στον ύπνο,

δώσε βάση πού αφήνω τα συμπράγκαλα.


Στον Βαγγελάκη της μαμής αφήνω

τον λουλά με την νταμίρα,

που μου χάρισε μια χήρα, να τραβάει,

να μαστουριάζει να μεθάει και να τα σπάζει.


Κι έτσι τον κόσμο όλονε να βλέπει σαν μυρμήγκι

και ας πονάει, βλάμη μου, το κλούβιο σου μελίγγι.


Έχω κι άλλα για ν’ αφήσω, μα δεν ξέρω πώς ν’ αρχίσω,

τώρα θε να σταματήσω, πάρτα όλα σαν ψοφήσω.


- Τον Νότη τον τρελό, που δουλεύει τσιγαράς

στο καπνοκοπείο, ξέρεις τι θ’ αφήσω ρε;


Δώσ’ του το μπαγλαμαδάκι, να βαράει ζεϊμπεκάκι,

να χορεύουν τα ντερβίσια, σαν φουμάρουν τα χασίσια.


Και όταν θε ν’ αρχίσετε, ρε ‘σεις, τα ζορικλίκια,

εμένα να θυμώσαστε με τα τσαμπουκαλίκια.


Έχω κι άλλα για ν’ αφήσω, μα δεν ξέρω πώς ν’ αρχίσω,

τώρα θε να σταματήσω, πάρτα όλα σαν ψοφήσω.


- Στο Μιστόκλη τον μπαρμπουτατζή,

μου ‘φαε τα σπλάχνα με τις εξάρες.


Τα ζαράκια, την κουβέρτα, όπου παίζαμε αβέρτα,

να φυλάει κι ένας τσίλιες από μέσα από τις γρίλιες.


Να μη σας πάρουν μυρουδιά και σας ζητάνε φόρο

και σηκωτούς σας κουβαλούν όλους στο αυτοφώρο.


Έχω κι άλλα για ν’ αφήσω, μα δεν ξέρω πώς ν’ αρχίσω,

τώρα θε να σταματήσω, πάρτα όλα σαν ψοφήσω.