Αρρώστησα μανούλα μου Παντελίδη
Αδίκως, μάνα, κάθεσαι και κλαις και μαραζώνεις,
[όσα κι αν χύνεις δάκρυα, εμένα δε με σώνεις.]]
Μου καταστρέφει την καρδιά, ένα σαράκι, μαύρο
[και χρόνια τώρα, δε μπορώ τη γιατρειά μου να ‘βρω.]]
Τα γιατρικά κι οι συνταγές, εμένα δε με πιάνουν
[και δε μπορούν, μανούλα μου, τον πόνο μου να γιάνουν.]]
Έτσι, της μοίρας ήτανε γραμμένο ν' αρρωστήσω
[και μες στον κόσμο έρημη, μανούλα, να σ’ αφήσω.]]